Από την τελετή στέψης στο σύγχρονο διακύβευμα
Μυρσίνη Ζορμπά
27/10/2007

Το ΠΑΣΟΚ πέρασε μέσα σε τέσσερα χρόνια
από την προ-πολιτική διαδικασία της τελετής στέψης, στη μετα-πολιτική διαδικασία εκλογής προέδρου από την κοινωνία. Πρόκειται για ένα μεγάλο ρίσκο, που αν ευοδωθεί, θα σημαίνει τη ριζική ανασύσταση της παράταξης,
αλλά περικλείει σε μεγάλο βαθμό την πιθανότητα του διχασμού της.

Η επίκληση, ή η απόρριψη του πολιτικού παρελθόντος, γίνεται συνήθως μέσα από την επιλογή των ιδεολογικών παραμέτρων που έχει ανάγκη το παρόν για να νομιμοποιήσει τις επιλογές του για το μέλλον. Η επινόηση της παράδοσης αυτού του τύπου, κατασκευάζει, επομένως, την πολιτική πρόταση του παρόντος. Έτσι, η επίκληση ή η κριτική στον Ανδρέα Παπανδρέου ή τον Κώστα Σημίτη ως προσώπων-συμβόλων και σε αναφορά προς τα πολιτικά τους προτάγματα, είναι αναπόφευκτη στην παρούσα κρίση του ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο, θα είναι και επωφελής, υπό τον όρο ότι θα μπορούσε να αναπτυχθεί όχι με όρους κληρονομικού δικαιώματος ή μάχης επιγόνων, αλλά με επίγνωση του μεγέθους της κοινωνικοπολιτικής τους σημασίας για τη χώρα, άρα με όρους πολιτικής κεφαλαιοποίησης των δύο ηγετών.

Καθώς και οι δύο σημάδεψαν σημαντικές εποχές της ελληνικής δημόσιας ζωής, οδηγώντας την ελληνική κοινωνία σε νέα, διακριτή κάθε φορά, πολιτική κατεύθυνση, αποτελούν για το ΠΑΣΟΚ και για τον πολιτικό λόγο που αυτό εκπέμπει την ενιαία παράδοση που το συνδέει με την κεντροαριστερά και τους προοδευτικούς πολίτες, αλλά και με την ίδια τη χώρα στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Και οι δύο επαλήθευσαν, καθένας με πολύ διαφορετικό τρόπο, τρία μείζονα πολιτικά προτάγματα: ότι η κεντροαριστερά είναι σε θέση να εκφράσει το αίτημα για μια δίκαιη κοινωνία, να διατυπώσει πολιτικό λόγο και συμμαχίες που θα ευνοούν την αναδιανομή υπέρ των αδυνάτων, να ηγεμονεύσει διατυπώνοντας πρόγραμμα για τη χώρα.

Το ερώτημα είναι, επομένως, τι άραγε πρέπει να αποδείξει σήμερα το ΠΑΣΟΚ για να εγκαινιάσει μια τρίτη εποχή διακυβέρνησης; Ασφαλώς, μετά από μια συντριπτική εκλογική ήττα, η συζήτηση οφείλει να ξεκινήσει από τα αίτιά της και τις πολιτικές επιλογές του χρονικού διαστήματος που προηγήθηκε. Σε μια κρίσιμη στιγμή σαν τη σημερινή, πρέπει πρωτίστως να ερμηνευθούν οι λόγοι της εκλογικής καταβαράθρωσης, να κριθεί η διαδρομή των τριάμισι χρόνων προεδρίας του Γιώργου Παπανδρέου που οδήγησε στην ήττα, να επανακαθοριστεί η σχέση με κοινωνικές τάξεις και ομάδες, να συμφωνηθούν πολιτικοί στόχοι και αντιπολιτευτικές στρατηγικές, να αποκαλυφθεί στα μάτια όλων και να αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας του κόμματος και των πολιτικών του οργάνων και τέλος, να γίνουν συγκρίσεις ανάμεσα στους επίδοξους ηγέτες.

Το θέατρο της παρούσας εσωκομματικής αντιπαράθεσης είναι για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό ανοιχτό στην κοινωνία κι αυτό αλλάζει τους όρους της επιτέλεσής του, αφού δεν παίζεται πια μπροστά στο περιορισμένο κοινό των μυημένων, αλλά μπροστά σε ένα ευρύτερο κοινό, δύσκολα κατευθυνόμενο και ελεγχόμενο, με ποικίλα κριτήρια και απαιτήσεις. Χάρη σ’ αυτό το γεγονός, η ρήση του Ανδρέα Παπανδρέου ότι το ΠΑΣΟΚ δεν κληρονομείται, φαίνεται να μπορεί να βρει την αναγκαία δημόσια εγγύηση, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες μηχανισμών και αυλικών. Δεν ισχύει όμως, κατά τη γνώμη μου, το ίδιο για τη συνέχεια της ρήσης, δηλαδή ότι το ΠΑΣΟΚ «δεν τεμαχίζεται». Κι αυτό διότι, εκτός από τους νομιμοποιητικούς όρους της εσωκομματικής σύγκρουσης, που μπορεί εντέλει και να τηρηθούν σωστά, πιο κρίσιμες για την πορεία των πραγμάτων θα είναι οι πολιτικές απαντήσεις που πρέπει να δοθούν ενώπιον όχι ενός κομματικού, άρα περισσότερο ιδεολογικοποιημένου και με συνέχεια, αλλά ενός ανοιχτού κοινού. Ενός κοινού που ως μη ενιαίο, αλλά κατεξοχήν πολυδιασπασμένο, δεν ικανοποιείται εύκολα ούτε από «καθαρές», αλλά ούτε και από στρογγυλεμένες απαντήσεις και είναι δυνατόν τελικά να διχαστεί, ωθώντας έτσι και στο διχασμό της πολιτικής του έκφρασης. Άλλωστε, σε αυτόν τον υποβόσκοντα διχασμό που λειτουργούσε παραλυτικά δεν εγκαλείται ότι σκόνταψε η πολιτική ενοποιητική-συνθετική ικανότητα και αποφασιστικότητα του Γιώργου Παπανδρέου και της ηγετικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ, με μοιραίο αποτέλεσμα;

Καθώς όμως σε ένα ντέρμπι αυτό που προσέχουν όλοι είναι τα γκολ, παρουσιάζεται δύσκολο να φτάσει στα αφτιά του κοινού η αναγκαία ουσιώδης επιχειρηματολογία των πολιτικών θέσεων: ποια, λ.χ., τα νέα όρια της σχέσης δημόσιου και ιδιωτικού, ποιο το πλαίσιο αντιμετώπισης της παγκοσμιοποίησης, ποιες αλλαγές πρέπει να γίνουν στο φορολογικό σύστημα ώστε να γίνει δικαιότερο, ποιες οι εφικτές λύσεις για το ασφαλιστικό, ποιες οι αναγκαίες αλλαγές στην εκπαίδευση, την έρευνα, την αγορά εργασίας, ποια αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης, των δομών υγείας, τους κράτους πρόνοιας, ποιο το σχέδιο της ανάπτυξης για τη χώρα; Ζητήματα όλα αυτά τα οποία στην διακυβέρνηση Σημίτη απαντήθηκαν με σαφήνεια και κοινό παρονομαστή τον εκσυγχρονισμό, όχι χωρίς αντιφάσεις και λάθη, ωστόσο όμως μέσα από ένα συνολικό σχέδιο, στοχοποιημένο και με αυστηρή συνέπεια, που ήταν άλλωστε αυτό που έπεισε τον κόσμο της κεντροαριστεράς να τον εμπιστευθεί για μια δύσκολη συνεχή οκταετία.

Σήμερα, που το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στην αντιπολίτευση και σε κρίση, μπροστά στις πιεστικές εξελίξεις μιας αποφασισμένης, όπως δείχνει, για «μεταρρυθμίσεις» δεξιάς, με τα γεγονότα να τρέχουν, δύσκολα μπορεί να υπάρξει στην πραγματικότητα η ευκαιρία ενός ουσιαστικού διαλόγου. Δεν είναι μήπως μια από τις βασικές ευθύνες του Γ. Παπανδρέου ότι δεν διατύπωσε τους όρους και τις προτάσεις που θα οδηγούσαν τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ, τα τριάμισι προηγούμενα χρόνια, σε έναν ιδεολογικό διάλογο με ριζοσπαστικές ιδέες, ανοιχτό στις προκλήσεις των καιρών; Τον εμπόδισε κάποια συνομωσία να αναπτύξει την έννοια και την πολιτική πρακτική της «συμμετοχικής δημοκρατίας», ή μήπως αυτή ναυάγησε στα ρηχά μιας αυλής φίλων, την ανεπάρκεια των οποίων ήρθε σταδιακά να καλύψει ένας κατεξοχήν παλαιοκομματικός μηχανισμός;

Δεν είναι, επομένως, ο χρόνος η αιτία που εμποδίζει το διάλογο, είναι κυρίως η κουλτούρα που επικρατεί στο κόμμα. Η ίδια κουλτούρα που επέτρεψε στον πρόεδρο να οδηγήσει στην πόλωση, μη παραιτούμενος αμέσως μετά την ήττα, ως όφειλε, ώστε να δώσει έστω και καθυστερημένα στο κόμμα μια τελευταία ευκαιρία διαλόγου στη διάρκεια της μεταβατικής φάσης. Η ίδια κουλτούρα που δεν ανέχεται τη δημοκρατική διαδικασία των άλλων υποψηφιοτήτων για την προεδρία, συκοφαντώντας και βρίζοντας. Η ίδια κουλτούρα που έλεγε παλιότερα «ήρθαν οι ενοικιαστές να διώξουν τους ιδιοκτήτες».

Αλλά τι γίνεται με τα στελέχη της ηγετικής ομάδας που μένουν «ουδέτερα»; Ο βασικός όρος που θέτουν όλοι, είναι ότι «δεν δίνουν λευκή επιταγή» (αλήθεια, τι έκφραση αγοραίας αντίληψης συναλλαγής!). Αλλά τι σημαίνει αυτό; Θέτουν μήπως τα κεντρικά διλήμματα στα οποία ζητούν απαντήσεις προκειμένου να υπογράψουν την επιταγή; Καταθέτουν τις δικές τους συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις στα μεγάλα διλήμματα; Αναφέρονται σε συμφωνίες ή διαφωνίες τους σε σχέση με το Πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ; Μπορούν να επικαλεστούν ανεξαρτησία γνώμης τόσα χρόνια στα κεντρικά όργανα; Τίποτε από τα παραπάνω, ούτε στο πεδίο του δημόσιου διαλόγου, ούτε του εσωκομματικού. Μήπως εύλογα, λοιπόν, μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι η λευκή επιταγή δεν αφορά τη δέσμευση σε πολιτικές θέσεις που ζητούν από τους υποψήφιους ηγέτες, αλλά τη διαπραγμάτευση των κεκτημένων ρόλων τους; Αλλά, από την άλλη μεριά, για ποιο κόμμα μιλάμε; Για ένα κόμμα που συντηρείται μέσα από καθεστωτικούς μηχανισμούς αδράνειας και πελατειακής δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας, χωρισμένο σε φέουδα, χωρίς πολιτικό σχέδιο οργάνωσης και λειτουργίας, χωρίς διαφάνεια και δημοκρατικές διαδικασίες, παραγοντικό και ευκαιριακό, φοβικό και κρυπτικό, που δεν κατάφερε να κινητοποιηθεί ούτε καν προεκλογικά, όπως κατέθεσε ο γνωρίζων ως πρώην γραμματέας Κώστας Σκανδαλίδης, αφού δεν μπόρεσε να καλύψει ούτε τις θέσεις των εκλογικών αντιπροσώπων στην επικράτεια.

Θα πρέπει όμως να σκεφτούμε και κάτι άλλο. Ζούμε μια χρονική στιγμή κατά την οποία έχει χαθεί η ενδιάμεση κοινωνική ελαστικότητα, όπως αυτή εκδηλώθηκε διεκδικητικά στη δεκαετία του ’80 με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ή όπως επαναπροσδιορίστηκε, αποκτώντας νέες ισορροπίες και κέντρο βάρους στη δεκαετία του ’90 με τον εκσυγχρονισμό του Κώστα Σημίτη. Καθώς στο εσωτερικό της βρίσκονται σήμερα σε εξέλιξη ισχυρές φυγόκεντρες τάσεις στρωμάτων και κοινωνικών ομάδων που κινούνται είτε με προσδοκία προς τις ευκαιρίες, είτε, αντιστρόφως, με απαισιοδοξία προς ένα δυσοίωνο μέλλον, είναι δύσκολο για ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα σαν το ΠΑΣΟΚ να βρει τη μέση χρυσή οδό που θα προσφέρει κοινό έδαφος στα δύο αυτά ρεύματα. Τουλάχιστον με τον τρόπο που το έκανε ως τώρα. Γι’ αυτό και οι καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις περί ενότητας, δεν λένε όλη την αλήθεια. Ο κίνδυνος διχασμού είναι υπαρκτός και πιθανός.

Στην πραγματικότητα, η ευρεία εκλογική διαδικασία που επιλέχθηκε πριν από τέσσερα χρόνια ως κατόπιν εορτής επικυρωτική και υμνητική στέψη μιας τυπικά πριγκιπικής διαδοχής, μετασχηματίζεται μπροστά στις σημερινές εξελίξεις σε πολιτικό πρόκριμα. Η ανοιχτή εκλογή προέδρου, απευθύνοντας προς επίλυση στην κοινωνία ένα μείζον κομματικό διακύβευμα που το ίδιο το κόμμα έχει επίγνωση ότι δεν μπορεί να λύσει, ανοίγει ταυτόχρονα τις στρόφιγγες στην πίεση για ευκρινές πλαίσιο και «αποδεικτικά στοιχεία». Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία, στο βαθμό που θα ενδιαφερθεί και θα προσέλθει στις κάλπες, θα απαιτεί καταρχάς ένα δημοκρατικό πλαίσιο διαλόγου και τις πολιτικές θέσεις όσων ζητούν το χρίσμα. Πολιτικό διάλογο και θέσεις αναμένουν οι πολίτες, μέλη και φίλοι του ΠΑΣΟΚ, που καλούνται να ψηφίσουν για πρόεδρο στις 11 Νοεμβρίου, προσφέροντας με την ψήφο τους τις εγγυήσεις επιτυχίας ενός προέδρου που θα μπορεί να διεκδικήσει την εξουσία απέναντι στη ΝΔ. Από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας θα φανεί πού κινούνται οι προσδοκίες και οι φόβοι αυτού του ευρέως φάσματος κεντροαριστερού χώρου. Η εκλογή προέδρου είναι μια μεγάλου ρίσκου πολιτική κίνηση, που θα προδικάσει το μέλλον του ΠΑΣΟΚ και της κεντροαριστεράς στη χώρα, αλλά θα έχει και επιπτώσεις στο σύνολο του πολιτικού συστήματος.

 

 

design by netsupport.gr