ΤΟ «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΟΡΑΜΑ» ΤΟ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ
ΝΑΥΑΓΗΣΕ ΣΤΑ ΡΗΧΑ ΤΟΥ ΣΚΑΝΔΑΛΟΥ

Μυρσίνη Ζορμπά

Το ροζ σκάνδαλο δεν είναι παρά το προπέτασμα καπνού που αποπειράται να καλύψει τις βαθύτερες θεσμικές και πολιτικές ρίζες μιας υπόθεσης που δεν θα είχε τόση σημασία αν δεν αποτελούσε τυπικό παράδειγμα της νέας διακυβέρνησης. Στο υπουργείο πολιτισμού πλήγηκε ανεπανόρθωτα τόσο ο τρόπος διακυβέρνησης όσο και το «πολιτιστικό όραμα» του πρωθυπουργού. Η σημαία της ηθικολογίας που είχε υψώσει με προπέτεια ο Κ. Καραμανλής το 2004 εναντίον του Κ. Σημίτη αποδείχθηκε πολύ γρήγορα από νάιλον, σημαία πλαστική. Το είχαμε διαπιστώσει ήδη με τις υποκλοπές, τα ομόλογα, τις μετοχές-φούσκες, την υπόθεση Βαρθολομαίου, την υπόθεση Μαγγίνα και, τώρα, με την υπόθεση Ζαχόπουλου. Προφανώς η ηθικολογία δεν ήταν τίποτε περισσότερο από σκιαμαχία κατά της διαφθοράς, κάτι που χρειάστηκε ελάχιστο χρόνο για να αποδειχθεί στην πράξη. Άλλωστε, για το λόγο αυτό οι πολίτες κρίνουν μια κυβέρνηση όχι από τις επικλήσεις της στο τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» αλλά από τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις που καταφέρνει να πραγματοποιήσει, προκειμένου να εξασφαλίσει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, ανάπτυξη, μείωση της διαφθοράς.
Τις μεταρρυθμίσεις επικαλούνταν τα τελευταία χρόνια ο πρωθυπουργός, όμως το παράδειγμα Ζαχόπουλου αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Ποια μεταρρύθμιση έκανε στο υπουργείο Πολιτισμού ως πρώτος υπουργός Πολιτισμού των κυβερνήσεων της ΝΔ λχ για τον σχεδιασμό της πολιτιστικής πολιτικής και την αποδοτικότερη διαχείριση των κονδυλίων; Μήπως βελτιώθηκε η διαχείριση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων, υπήρξε μεγαλύτερη διαφάνεια στα έσοδα από τον ΟΠΑΠ, εκσυγχρονίστηκε πραγματικά το αρχαϊκό οργανόγραμμα του υπουργείου, εξυγιάνθηκαν οι συντεχνίες, έγιναν αξιοκρατικές προσλήψεις, σχεδιάστηκε το Δ΄ ΚΠΣ, έπαψαν οι προσλήψεις ημέτερων συμβασιούχων, τα μουσεία προσέλκυσαν περισσότερο κοινό, αντιμετωπίστηκε με συνέπεια ο σύγχρονος πολιτισμός, διατυπώθηκαν νέες πολιτικές; Ίχνος μεταρρύθμισης δεν υπάρχει όσο κι αν ψάξει κάποιος.
Ο πρωθυπουργός αρκέστηκε στην παραδοσιακή κομματοκρατική λογική που δεν αναπαράγει παρά την παρέα, την αυθαιρεσία και την αδιαφάνεια. Διόρισε, διατήρησε επί τέσσερις υπουργικές θητείες και ανέθεσε στον πρώην ΓΓ να ενεργεί αντ’ αυτού με τον τρόπο που διαβάσαμε λεπτομερώς στον τύπο το τελευταίο διάστημα. Για το λόγο αυτό δεν είναι τώρα εύκολο να απεκδυθεί την πολιτική ευθύνη. Όχι μόνο επειδή υπάρχει πολιτική ευθύνη για την επιλογή των μη αιρετών προσώπων που στελεχώνουν τις θέσεις διαχείρισης αλλά και διότι ο κ. Καραμανλής εκχώρησε, ως υπουργός Πολιτισμού, με αλλεπάλληλες υπουργικές αποφάσεις ασυνήθιστες υπερεξουσίες στον κ. Ζαχόπουλο, μεγιστοποιώντας τις αρμοδιότητές του και παραχωρώντας του τη διαχείριση τεράστιων κοινοτικών κονδυλίων. Μέσα στο νοσηρό κλίμα κάθε ιδέα βελτίωσης και ανάπτυξης, κάθε αίτημα πολιτιστικής ανανέωσης είναι καταδικασμένο.
Μολονότι ο χώρος του πολιτισμού έχει ανάγκη από μια γενναία προοδευτική μεταρρύθμιση, προκειμένου η πολιτιστική πολιτική της χώρας να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας μας, έχει επικρατήσει η οπισθοδρόμηση. Το υπουργείο Πολιτισμού περιορίστηκε να υλοποιεί τα τελευταία χρόνια το φιλόδοξο πρόγραμμα που σχεδιάστηκε και χρηματοδοτήθηκε από το Γ΄ΚΠΣ επί κυβέρνησης Σημίτη, ενώ απουσιάζει από το Δ΄ΚΠΣ και πνίγει στο σκάνδαλο κάθε προοπτική ουσιαστικής πολιτιστικής παρέμβασης. Αυτό γίνεται σε μια εποχή που στην Ελλάδα οι κοινωνικές ανακατατάξεις φέρνουν στο φως πολιτισμικά αιτήματα μείζονος σημασίας, καθώς ανισότητες και διακρίσεις απειλούν την κοινωνική συνοχή, ενώ η ανάγκη για μια κουλτούρα που θα υποστηρίζει τη δημιουργικότητα και την επικοινωνία στην καθημερινή ζωή γίνεται επιτακτική. Γίνεται επίσης σε μια εποχή που όλες οι χώρες ανανεώνουν και συντονίζουν τις δυνάμεις τους προκειμένου να κατακτήσουν μια καλύτερη θέση στις διεθνείς ροές πολιτιστικών προϊόντων και υπηρεσιών, σε στενή σχέση με τις τεχνολογίες, την εκπαίδευση, τα δίκτυα βιβλιοθηκών και μουσείων.
Αλλά πώς να υπάρξει διάλογος για όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα σκανδάλων; Η σκανδαλολογία είναι, ως γνωστόν, εχθρός της ανάδυσης βαθύτερων διαρθρωτικών προβλημάτων, καθώς τα εντυπωσιακά της πυροτεχνήματα αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη, ενώ διακωμωδούν πρόσωπα και καταστάσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, μπορεί να διακρίνει κανείς σε μικροκλίμακα αυτό που συμβαίνει στο σύνολο της γαλάζιας διακυβέρνησης αυτά τα χρόνια, οδηγώντας σε γενικότερη κρίση το πολιτικό σύστημα της χώρας. Η διαχείριση Ζαχόπουλου δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας σε ό,τι είχε κατά νου ο πρωθυπουργός εξαγγέλλοντας πολλά υποσχόμενες μεταρρυθμίσεις. Είδαμε λεπτομερώς μέσα από τις καταθέσεις της κυρίας Τσέκου και τα όσα ήρθαν στο φως με αφορμή αυτή την υπόθεση το τι εννοούν ορισμένοι ως αξιοκρατία στο δημόσιο, όπου περισσεύουν οι έμπιστοι και τα παιδιά των φίλων, ενώ η λίστα επιτυχόντων (148 θέσεις εργασίας που διεκδικούσαν 22.000 υποψήφιοι) αλλάζει ανάλογα με το βαθμό συγγένειας ή επιρροής στην κομματική επετηρίδα . Είδαμε επίσης πώς γίνονται οι αποχαρακτηρισμοί, τον τρόπο διαχείρισης των κοινοτικών κονδυλίων, τη σχέση πολιτικής ηγεσίας και δημόσιας διοίκησης, τον κρυφό πόλεμο των αρμοδιοτήτων ανάμεσα σε υπουργούς και υφισταμένους τους, την ευαίσθητη σχέση δημόσιου και ιδιωτών στις αναθέσεις, τα έργα, τις επενδύσεις. Τέλος, είδαμε με ποιο τρόπο προσπάθησε να αντιμετωπίσει η ΝΔ το σκάνδαλο. Ξεχνώντας εν μια νυκτί την επιχείρηση «μεταρρυθμίσεις» και υιοθετώντας την επιχείρηση «καθαρά χέρια». Καταφεύγοντας σε μια «υπηρεσία εσωτερικών υποθέσεων» για να τη σώσει από τον κακό εαυτό της.
Αλλά τι έχουν να αντιπαραθέσουν οι πολίτες απέναντι σε αυτή την κατάσταση; Πώς μπορούν να υπερασπιστούν τους θεσμούς που αποτελούν εγγύηση ανεξαρτησίας, όπως το ΑΣΕΠ και οι άλλες ανεξάρτητες αρχές; Πώς μπορούν να απαιτήσουν ένα αποτελεσματικό πόθεν έσχες σε όλους τους ευαίσθητους τομείς και θέσεις εξουσίας; Πώς να προωθήσουν το αίτημα μιας ανεξάρτητης δικαιοσύνης που δεν θα κρίνει με δύο μέτρα και δύο σταθμά υπακούοντας σε σκοπιμότητες; Πώς μπορούν να αποδοκιμάσουν διαδικασίες που προκαλούν το δημόσιο αίσθημα, όταν λχ μια βρεφονηπιαγωγός καταφέρνει να χρησθεί χειρουργός ή ένας υπουργός χτίζει ατιμώρητα αυθαίρετο παραπέμποντας στο μηχανικό του; Πώς να ζητήσουν οι πολίτες το δίκιο τους από το δημόσιο όταν κρίνεται μια υπόθεσή τους, όταν υποβάλλουν ένα νόμιμο αίτημα, όταν διεκδικούν ένα δικαίωμά τους;
Η δύναμη που μπορεί να ασκήσει η κοινή γνώμη και η ενίσχυση της δημόσιας σφαίρας περνούν μέσα από τη συνειδητοποίηση όλων ότι χωρίς το σεβασμό του δημόσιου συμφέροντος η χώρα, αλλά και καθένας μας ατομικά, βγαίνουμε αργά ή γρήγορα χαμένοι.
Η υπόθεση Ζαχόπουλου χρεώνεται ασφαλώς χωρίς κανένα ελαφρυντικό στη διακυβέρνηση της ΝΔ και όχι στη «μηδενική ανοχή» που μετά την αποκάλυψη κάθε σκανδάλου επιδεικνύει ως ρητορικό σχήμα ο πρωθυπουργός. Η ανατροπή όμως αυτής της κατάστασης κάνει επιτακτικό ένα πολιτικό πρόγραμμα επικεντρωμένο γύρω από την ανάδειξη του δημόσιου συμφέροντος. Θα πρέπει να βρίσκουν μεγαλύτερα εμπόδια μπροστά τους όσοι κυβερνούν αυθαιρετώντας κι αυτό απαιτεί ενεργοποίηση των δυνάμεων της κοινωνίας και της διανόησης. Η ανοχή της πανεπιστημιακής κοινότητας στο σκάνδαλο της «χειρουργού», των συνδικαλιστών στις προσλήψεις, των νομικών στη χειραγώγηση της δικαιοσύνης είναι πολιτική στάση που επιτρέπει στη διακυβέρνηση της Ν.Δ. να απειλεί με βαθιά κρίση τη χώρα. Ας αναλογιστούμε όλοι τις ευθύνες που μας αναλογούν.
 
 

design by netsupport.gr