Καταστροφές, Ευτυχισμένες μέρες, Καταστροφές
Μυρσίνη Ζορμπά
29/10/2007

Destroy Athens
1η Biennale της Αθήνας

Σάμιουελ Μπέκετ

Ευτυχισμένες μέρες
Σκηνοθεσία Deborah Warner
Πρωταγωνίστρια Fiona Shaw
Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου


Ετεροτοπίες
1η Biennale Σύγχρονης Τέχνης
Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης

Μετά τις φωτιές, τον όλεθρο και τη στάχτη του καλοκαιριού αλλά και την ξαφνική καταιγίδα των εκλογών, η συμβολική καταστροφή με την οποία απειλούσε η Biennale την Αθήνα στις αρχές του φθινοπώρου, χωρίς κανένα αποκαλυπτικό αιφνιδιασμό αλλά ως ένα concept ώριμο και προκλητικό, αποτελεί δείγμα του πώς δεν είναι όλοι εξίσου (με την κυβέρνηση) αμέριμνοι απέναντι στα ενδεχόμενα δεινά που απειλούν την κοινωνία μας. Οι τρεις διοργανωτές της Biennale, Ξένια Καλπακτσόγλου, Αυγουστίνος Ζενάκος και Poka Yio, αποδείχθηκαν διορατικοί, ευαίσθητοι και ευθύβολοι, επιλέγοντας το θεματικό άξονα της Έκθεσης, ενδεχομένως μέσα από το βάθος των φόβων τους αλλά και της υπέρβασής τους. Η χρονική επαλληλία των δύο καταστροφών, πραγματικής και συμβολικής, έδωσε ένα καλό δείγμα της διαισθητικής ετοιμότητας των ανθρώπων του πολιτισμού και της τέχνης απέναντι στους εφιάλτες, στους οποίους οι κυβερνώντες κλείνουν τα όνειρά τους.

Ίσως, θα πουν ορισμένοι, είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπίσει κανείς τη σκληρή πραγματικότητα και να λύσει τα προβλήματά της, απ’ ό,τι να την εκφράσει. Είναι, ή μήπως τα δύο δεν ξεχωρίζουν; Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν υπάρχει δικαιολογία για τη συγκεκριμένη αντιμετώπιση και τα άλυτα προβλήματα. Δεν μπορεί να υπάρχει ελαφρυντικό για τις λαθροχειρίες ενός συστήματος δημόσιας διοίκησης και κυβερνητικών επιλογών που βάζουν το εκάστοτε κομματικό συμφέρον πάνω από τα κοινωνικά αγαθά και τη φύση, καταπατώντας βασικά δικαιώματα, εκμαυλίζοντας συνειδήσεις, εμποδίζοντας την ανάσα της αξιοκρατίας και της διαφάνειας να ζωογονήσει την κοινωνία, ώστε να αντιμετωπίζει λιγότερο επώδυνα τους κινδύνους. Βέβαια, καμία καταστροφή δεν εμπόδισε τους πολίτες να ψηφίσουν την ίδια κυβέρνηση. Καμία καταστροφή δεν εμπόδισε, επίσης, τον πρώην …υπουργό-πολιτισμού-Καραμανλή να παραδώσει το υπουργείο Πολιτισμού στον τραμβαγιέρη υπουργό, που δηλώνει ότι δεν είναι «ξερόλας», εννοώντας προφανώς με σεμνότητα ότι δεν ξέρει απολύτως τίποτε για το αντικείμενο που θα υπηρετήσει. Έτσι, από την συντελεσθείσα χρονικά έστω περιορισμένη καταστροφή του καλοκαιριού, οδηγούμαστε στην επαπειλούμενη, αυτήν την καταστροφή διαρκείας που συντελείται στο πεδίο της κουλτούρας από όλους τους περαστικούς από τη Μπουμπουλίνας μαθητευόμενους μάγους. Αυτήν την καταστροφή που υπαγορεύει η απόσταση της δημόσιας πολιτισμικής πολιτικής από τα σύγχρονα διακυβεύματα της κουλτούρας, την έρευνα, τον προβληματισμό, την ανανέωση των θεματικών, τις διεθνείς εξελίξεις, τα νέα πολιτισμικά φαινόμενα της χώρας.

Μια ανάσα από τις φωτιές που έκαιγαν ήδη και που έμελλε να φουντώσουν την επόμενη μέρα ακυρώνοντας τη δεύτερη παράσταση του έργου, με τον αέρα να ρίχνει δυσοίωνα τα φύλλα των δέντρων πάνω στη σκηνή, είχε στηθεί το θεατρικό τοπίο μιας άλλης καταστροφής. Παγιδευμένη μέσα σ’ ένα σωρό από μπάζα και σκουπίδια, η πρωταγωνίστρια του Μπέκετ υποδύεται ένα ρόλο χρησιμοποιώντας το «παλιό στιλ», που φαίνεται να της χάρισε κάποτε στιγμές δόξας. Είναι αυτές οι «ευτυχισμένες μέρες» που, καθώς ξεδιπλώνονται μέσα από τα λόγια της, αποδεικνύονται όλο και λιγότερο άξιες του ονόματός τους, αλλά μπροστά στην παρούσα κατάσταση ξεσηκώνουν κύματα νοσταλγίας μέσα της, ενώ κάθε τόσο ο ήχος ενός κουδουνιού ακούγεται απειλητικός. Μια γυναίκα ολομόναχη σ’ ένα τοπίο έρημο και εφιαλτικό, με την αμφίβολη παρουσία-απουσία ενός άνδρα κάπου στο όριο. Στη δεύτερη πράξη εκείνη θα έχει χωθεί ακόμη πιο βαθιά στα συντρίμμια, χωρίς καμία πια δυνατότητα όπως πριν, κίνησης των χεριών και του πάνω μέρους του σώματος, με το κεφάλι της μόνο να προεξέχει και με μοναδικό απόθεμα τις λέξεις. Στραμμένη τώρα πιο βαθιά στο καταφύγιο της μνήμης της, θα αρχίσει να επαναλαμβάνει την ίδια ιστορία της, συνεχίζοντας τις παραστάσεις, θαμμένη ολοένα πιο βαθιά, με μόνη τη δύναμη των λέξεων, με το κουδούνι να ηχεί πιο συχνά, πιο βασανιστικά, πιο εφιαλτικά, προαναγγέλλοντας το τέλος.

Αλλά η καταστροφή έχει κι άλλες εκδοχές. Από τη μεριά της, η Biennale της Θεσσαλονίκης υποδεικνύει μέσα από το «Φουκωικό» concept των Ετεροτοπιών, σε βάθος ανάλυσης, τους χώρους όπου λειτουργούν και αναπτύσσονται μυστικές ζυμώσεις αλλοίωσης, συμπεριφορές αποκλίνουσες από το μέσο όρο ή τον κανόνα: αναρρωτήρια, ψυχιατρικές κλινικές, φυλακές, στρατώνες, οίκοι ευγηρίας, νεκροταφεία, θέατρα, μουσεία, βιβλιοθήκες, πανηγύρια, οίκοι ανοχής. Οι χώροι που συνδέονται με όλους τους άλλους, αλλά «με τέτοιον τρόπο ώστε να αναιρούν, να εξουδετερώνουν ή να αντιστρέφουν το σύνολο των σχέσεων τις οποίες τυγχάνει να καθορίζουν, να καθρεφτίζουν ή να αντανακλούν» (Φουκώ). Χώροι ανάμεσα, που επικοινωνούν με διαμπερή ρεύματα νοημάτων, διαθέσεων, συναισθημάτων. Είναι οι παραβατικοί τόποι, λέει η διευθύντρια του Κρατικού Μουσείου Μαρία Τσαντσάνογλου, οι τόποι της μεταθανάτιας ανάπαυσης, της μετάβασης, της περιέργειας, της ψευδαίσθησης, της εσωτερικής ανάγκης.

Περνώντας από την αυστηρή ιεραρχία των μεσαιωνικών τόπων (ιεροί-κοσμικοί, προστατευμένοι-ανοιχτοί, αστικοί-αγροτικοί, υπερουράνιοι-επίγειοι) στους τόπους που υπονοούν σχέσεις (γειτνίασης, κυκλοφορίας, σηματοδότησης, αποθήκευσης), βιώνουμε συγκρούσεις, ανασημασιοδοτήσεις, απώλειες, χαρακτηριστικές της ύστερης νεωτερικότητας. Ωστόσο, βρισκόμαστε στη μέση του δρόμου, καθώς, όπως διαβάζουμε στον κατάλογο της Έκθεσης, αυτές οι διαδικασίες δεν έχουν ακόμη συντελεστεί. Με τα λόγια του Φουκώ, στον οποίο ανήκει και ο όρος, «ίσως ακόμη η ίδια η ζωή μας να κυβερνάται από συγκεκριμένες αντιθέσεις τις οποίες δεν μπορούμε να αγγίξουμε, τις οποίες οι θεσμοί και οι πρακτικές μας δεν τολμούν ακόμη να θίξουν, αντιθέσεις τις οποίες θεωρούμε ως δεδομένες: για παράδειγμα, μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου, του οικογενειακού και του κοινωνικού χώρου, του πολιτισμικού χώρου και του χώρου κοινής ωφέλειας, μεταξύ του χώρου αναψυχής και του χώρου εργασίας. Όλες αυτές οι αντιθέσεις εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από μια ορισμένη ιερότητα.» (Μ. Φουκώ, Περί άλλων χώρων (1967) Ετεροτοπίες).

Αντιθέσεις, όπως αυτές που αναφέρει ο Φουκώ, όταν χαρακτηρίζονται από ιερότητα δεν αγγίζονται, δεν θίγονται, δεν αποτελούν αντικείμενο αναστοχασμού, αφού θεωρούνται δεδομένες. Είναι κάτι που το είδαμε στα γεγονότα του καλοκαιριού, στην αδυναμία να συσταθεί ο Λόγος της καταστροφής, να φανεί με ποιο τρόπο θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, με ποιο τρόπο θα γινόταν η πολιτική χρήσιμο εργαλείο ώστε να μη χαθούν τόσες ζωές, να μην καταστραφεί το περιβάλλον, να μην ξεκληριστούν κοπάδια και περιουσίες. Το είδαμε στα έργα της Έκθεσης, λ.χ. στην Πόλη φάντασμα του Αρμένιου Βαχράμ Αγασιάν, στην Αυτοπροσωπογραφία με κλειστά μάτια του Γιούρι Άλμπερτ, στο έργο της Ελένης Μουζακίτη, της Λυδίας Δαμπασίνα. Αλλά με τρόπο εντυπωσιακό το είδαμε και στο Πριόνι του Ρώσου Αντρέι Φιλίποφ, σ’ αυτό το πριόνι της ιστορίας που σχίζει τη γη από τα σπλάχνα της δείχνοντας τη διαίρεση, τις πολιτισμικές διαφορές, τα τραύματα της ανθρωπότητας, την αδυναμία να αποφευχθεί ο διχασμός.

Οι εκθέσεις, τα καλλιτεχνικά έργα, οι θεατρικές παραστάσεις, είναι άλλοτε τυχερά κι άλλοτε άτυχα, ανάλογα με τη συγκυρία που θα τα ευνοήσει να συναντήσουν το κοινό τους και να συνομιλήσουν μαζί του. Τα τρία καλλιτεχνικά γεγονότα, είχαν τύχη μαζί και ατυχία, καθώς η συγκυρία τους έκλεψε τη συγκλονιστική απήχηση που συνήθως η τέχνη καταφέρνει να συμπυκνώνει, πράγμα που τα αδίκησε, αλλά διαπερνούσαν την πραγματικότητα με τρόπο που σπάνια είναι τόσο άμεσος και αισθητός, προσφέροντας μια φαντασιακή ανακούφιση -κι αυτή ήταν η τύχη τους στη συνάντηση με ένα κοινό που ένιωθε έντονη την ανάγκη της παρηγοριάς στις δύσκολες αυτές ώρες.

 

design by netsupport.gr