Αρχική | πίσω

κεφάλαια | επόμενο

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ
 

         
«Αμφισβητήστε μας»! Ήταν το αποκορύφωμα της ομιλίας του Ανδρέα Παπανδρέου στην κατάμεστη από ανθρώπους του πολιτισμού αίθουσα  μεγάλου ξενοδοχείου της Αθήνας, στις 30 Ιανουαρίου του 1984, που προκάλεσε, μετά από μερικά δευτερόλεπτα έκπληξης, καταιγισμό χειροκροτημάτων. Τα ρεπορτάζ των εφημερίδων της επομένης μιλούν για την παρουσία άνω των χιλίων ατόμων. Ήταν εκεί προσκεκλημένη η αφρόκρεμα του πνευματικού κόσμου της χώρας, των καλλιτεχνών, των επιστημόνων.[1] Στο τραπέζι του πρωθυπουργού ο Κάρολος Κουν, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Τσαρούχης.

        

           Η φωτογραφία αυτής της εκδήλωσης, χωρίς την εκρηκτική φράση του πρωθυπουργού, θα παρέπεμπε σε ένα από εκείνα τα βαρετά επίσημα δείπνα, στα οποία είναι συνηθισμένοι να συμμετέχουν οι γνωστοί λογοτέχνες και καλλιτέχνες, από υποχρέωση ή για λόγους δημοσίων σχέσεων, πλήττοντας θανάσιμα. Τίποτε δεν λείπει από το σκηνικό. Η αίθουσα του ξενοδοχείου με τους πολυελαίους, τα άσπρα τραπεζομάντιλα, τα κρυστάλλινα κολονάτα ποτήρια, η ανθοδέσμη στο μέσο του τραπεζιού. Τα φλας των φωτογράφων δεν χορταίνουν να αποτυπώνουν πρόσωπα γνωστά, πλατιά χαμόγελα. Όλοι έχουν φορέσει τα καλά τους. Παρούσα σύσσωμη και η κυβέρνηση, σε μια μάλλον σπάνια ευκαιρία των μελών της, την εποχή εκείνη,  να συναναστραφεί τέτοιο κόσμο.

           Αλλά η φωτογραφία, μολονότι εύγλωττη, δεν μιλάει μόνο τη δική της γλώσσα. Τη συνοδεύει ο βραχνός χρωματισμός της φωνής του Ανδρέα Παπανδρέου, που εκστομίζοντας ένα σύνθημα παρμένο θαρρείς από το ρεπερτόριο του Μάη του ’68, ανατρέπει το σκηνικό: Αμφισβητήστε μας. Ο πρωθυπουργός της χώρας έχοντας, μόλις δύο μήνες πριν, συμπληρώσει τρία χρόνια στη διακυβέρνηση της χώρας, φορώντας το καλοραμμένο σκούρο κοστούμι του, κυρίαρχος του παιχνιδιού, απευθύνεται σε ένα από τα πιο ανήσυχα τμήματα του ελληνικού λαού καλώντας το να τον αμφισβητήσει.

Είναι, άραγε, η επιθετική κίνηση ενός σίγουρου για τον εαυτό του παίκτη, που γνωρίζει να εισπράττει χειροκροτήματα από τον αιφνιδιασμό; Είναι η ατίθαση στάση ενός αιώνιου έφηβου που παίρνει, με τον τρόπο αυτό, τις αποστάσεις του από την κοινότητα που οι άνθρωποι αυτοί αντιπροσωπεύουν; Ή μήπως μια δημόσια πρόκληση, που επιδιώκει να αποδείξει ότι  ο μόνος σ’ αυτή την αίθουσα που θέτει και, ταυτόχρονα, ανατρέπει τους κανόνες του παιχνιδιού είναι ο ίδιος;  Ζαβολιά, υπεροψία, παιχνίδι, αμφισβήτηση της αμφισβήτησης;  Ό,τι κι αν είναι, πετυχαίνει να αφήσει άφωνους τους πάντες.

Πριν βρουν το χρόνο να τον ερμηνεύσουν και να οργανώσουν τη δική τους στάση, ξεσπούν σε χειροκρότημα. Από ευπρέπεια, από αμηχανία, από ενθουσιασμό; Επειδή παίρνουν την προτροπή του στα σοβαρά και  κολακεύονται που ένας πρωθυπουργός νομιμοποιεί την αμφισβήτηση από την οποία διακατέχονται; Αναγνωρίζουν στο φαινομενικό αυτοσχεδιασμό του συγγένεια με τη δική τους κοινότητα απειθαρχίας;

Πάντως η πρόκληση έχει πετύχει το στόχο της. Έχει αιφνιδιάσει αυτό το πλούσιο σε φήμη, οίηση,  αντιρρήσεις και κριτική για τους πολιτικούς, την πολιτική και  τις κυβερνήσεις, πολύχρωμο ακροατήριο. Διότι οι άνθρωποι που βρίσκονται σ’ αυτή την αίθουσα μετά από πρόσκληση της Μελίνας Μερκούρη, υπουργού Πολιτισμού, ανήκουν σε όλο σχεδόν το φάσμα των ιδεολογικών και αισθητικών τάσεων αλλά, πάνω απ’ όλα, αποτελούν μια κοινότητα. Η δική τους ταυτότητα φέρει τα χαρακτηριστικά της δημιουργικής αναρχίας, της ουτοπίας, της πολιτιστικής και συμβολικής διάστασης του κόσμου.

Στην πλειονότητά τους, βρίσκονται πολιτικά μάλλον κοντά στο Πασόκ, προερχόμενοι κυρίως από την Αριστερά και πολύ λιγότερο από τη Δεξιά παράταξη. Αυτές είναι οι ισορροπίες της εποχής αφού, ήδη από το 1983,  έχει  συμπληρωθεί ο κρίσιμος χρόνος που οδήγησε, με τη εξωστρεφή πολιτική της Μελίνας στο υπουργείο Πολιτισμού και τα γενικότερα δημοκρατικά ανοίγματα της κυβέρνησης, σε συνεργασίες και μετακινήσεις των αριστερών διανοουμένων και καλλιτεχνών πλησιέστερα στο Πασόκ. Η πολιτιστική ηγεμονία που διεκδικούσε από τη δεκαετία του ‘60 η Αριστερά έχει αρχίσει να χάνει την εμβέλειά της, καθώς πνέει ένας νέος άνεμος δημοκρατίας, ανάμεικτης με υποσχέσεις ευκαιριών από το κράτος προς τους δημιουργούς.

Το ακροατήριο που χειροκροτεί, αποτελείται από πρόσωπα άλλα πολύ κι άλλα λιγότερο προβεβλημένα,  που έχουν όμως όλα γαλουχηθεί στην αμφισβήτηση. Οι περισσότεροι δεν χάνουν καμία ευκαιρία να πρωταγωνιστήσουν ή να δηλώσουν συμμετοχή σε κινήσεις και ρεύματα πολιτικής ή πολιτιστικής κριτικής. Κι όμως δεν θα βρεθεί ούτε ένας να σηκώσει το γάντι που πετάει ο Πρόεδρος.  

Ίσως γιατί εντέλει του αναγνωρίζουν ότι τόλμησε να τους ζητήσει να κάνουν δημόσια  αυτό που όλοι έκαναν στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις, στο ταξί που τους έφερνε ως το ξενοδοχείο, στις μικρές διαχύσεις του φουαγιέ, στο τραπέζι των συνδαιτημόνων. Σε κείνη τη γεμάτη ερεθιστική αμφισβήτηση αίθουσα, η προστακτική που ακούγεται είναι σαν  τη φωνή του θεού που κάνει τους ανθρώπους να αναπηδήσουν τρομαγμένοι  καθώς  ακούν τις σκέψεις τους να διατυπώνονται φωναχτά.

Ο ζωηρός ήχος του  χειροκροτήματος δεν επιβραβεύει μόνο τον πρωταγωνιστή που αποθεώνεται πάνω στη σκηνή. Ο ήχος του χειροκροτήματος οδηγεί το κοινό στην αυτοκατάργησή του.

Πέρα, όμως, από την πρόκληση,  τι ήταν άραγε αυτό που στο βάθος ζητούσε ο Ανδρέας να αμφισβητήσουν οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες; Την πολιτική ή, μήπως, την κουλτούρα που εκπροσωπούσε; Δεν θα το μάθουμε ποτέ, γιατί ένα παιχνίδι είναι ένα παιχνίδι, είναι ένα παιχνίδι. Ωστόσο, την επομένη η Ελευθεροτυπία του αφιερώνει το πρωτοσέλιδό της και οι άλλες εφημερίδες δεν τσιγκουνεύονται τα  εγκωμιαστικά σχόλια.

Ο Ανδρέας ήταν ένας παίκτης που οδηγούσε την αμφισβήτηση στα άκρα, προκλητικός, ριψοκίνδυνος ευφάνταστος, αιφνιδιαστικός, ένας παίκτης της εξουσίας.

πίσω | κεφάλαια | κορυφή


design by netsupport.gr