ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ
4. Δημόσια κουλτούρα και
δομή αίσθησης
Ποια είναι η δημόσια κουλτούρα
του Ανδρέα τα χρόνια που διετέλεσε πρωθυπουργός;
Ποιος ήταν και τι μήνυμα εξέπεμψε στην κλίμακα
πολιτισμού της χώρας; Πώς επηρέασε τον
πολιτισμικό χάρτη μέσα από τις πολιτικές του
αποφάσεις;
Στα πρώτα κεφάλαια αυτής της
προσέγγισης, έγινε προσπάθεια να διερευνηθεί η
ζύμωση των ιδεών του Ανδρέα Παπανδρέου από τα
πρώτα χρόνια της διαμόρφωσης έως τα όψιμα, οι
πολιτισμικές στροφές και οι πολλαπλές
εκφάνσεις της πολιτιστικής του ταυτότητας, οι
αναστοχασμοί και η επινόηση του εαυτού, το
αφήγημά του, με λίγα λόγια η σύσταση του
πολιτισμικού του κεφαλαίου. Το ίδιο το υλικό
ήταν αυτό που οδήγησε να διευρυνθεί το πλαίσιο
των, με τη στενή έννοια, πολιτιστικών πρακτικών
του, που ήταν μάλλον φτωχές και μονοδιάστατες,
και να περιληφθούν μια σειρά ευρύτερες
πολιτισμικές παράμετροι, που έχουν σχέση με την
ιδεολογία, την πολιτική, τις στάσεις, τις
αντιλήψεις.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου έζησε, όπως
έχουμε επισημάνει, αρκετές πολιτισμικές στροφές
στη ζωή του, επανεπινοώντας ουσιαστικά κάθε φορά
τη νέα του ταυτότητα. Θεωρήθηκε ενδιαφέρον, αντί
να καλύψουμε τις αντιφάσεις του, αντίθετα, να
στηριχτούμε σ’ αυτές για να δώσουμε απάντηση σε
ορισμένα από τα ερωτηματικά μας. Για τον ίδιο
λόγο, αντί να σταθούμε αξιολογικά απέναντι στη
συνέχεια ή την ασυνέχεια της πολιτισμικής του
ταυτότητας, προτιμήσαμε να ερευνήσουμε τις
στροφές και τις κρίσεις, να βρούμε κυρίως τις
αιτίες πίσω από τις ασυνέχειές του. Δόθηκε
προσοχή στη «μεθοριακότητα» και στις πολιτικές
συνδηλώσεις της ταυτότητάς του, προκειμένου να
αναζητηθούν ερμηνείες σχετικά με τις
πειραματικές περιοχές του πολιτισμικού του
πεδίου, ώστε να αναδειχθούν τα νέα στοιχεία αλλά
και οι νέοι συνδυαστικοί κανόνες που φάνηκε να
παράγονται εκεί.
Αποδεχόμενοι ότι «το
υποκείμενο αποκτά διαφορετικές ταυτότητες σε
διαφορετικούς χρόνους, ταυτότητες που δεν είναι
ενοποιημένες γύρω από έναν συνεπή «εαυτό»» και
ότι «μέσα μας υπάρχουν αντιφατικές ταυτότητες,
που μας τραβούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις»
αντιμετωπίσαμε χωρίς σκανδαλισμό αλλά
ακολουθώντας τη ρευστότητά τους, πολλά από τα
ιχνοστοιχεία του εκρηκτικού πολιτισμικού του
κράματος. Όπως θα πει η Αγγέλα Κοκκόλα, για την
περίοδο της ζωής του από τη Μεταπολίτευση και
μετά, «και εκείνος άλλαξε και όλοι αλλάξαμε.
Άλλαξε από τότε που ήρθε με το πέτσινο
σακκάκι….».
Ιδεολόγος, ακτιβιστής,
μαρξιστής, τροστσκιστής, ανήσυχο πνεύμα, αστός
ριζοσπάστης, γόνος της αστικής ελίτ, αριβίστας,
εθνικιστής, λαϊκιστής, λαοπλάνος, ασυνεπής,
ευρηματικός, ευφάνταστος, ιδιοφυής, διανοούμενος,
μαχητικός, φιλόδοξος, πνευματικά καλλιεργημένος,
αντιπνευματικός, φιλομαθής, φιλόπονος, κυνικός,
δημαγωγός, ανασφαλής, πραγματιστής, γεμάτος
υπεκφυγές, ψέματα, με διπλή γλώσσα, χαρισματικός,
ενειλικρινής, εγωπαθής, αμοραλιστής, κρυψίνους,
αυταρχικός, ρομαντικός, είναι μερικοί μόνο από
τους χαρακτηρισμούς που συναντήσαμε στο
οδοιπορικό της έρευνας. Δεν τους αγνοήσαμε αλλά
και δεν τους προτάξαμε, προκειμένου να
κρατηθούμε σταθερά στη γραμμή της σκιαγράφησης
του πολιτιστικού πορτρέτου, που δεν είναι ούτε η
εμβάθυνση στο χαρακτήρα ενός προσώπου, ούτε η
ψυχαναλυτική δομή του, ούτε απλώς η ενασχόλησή
του με τις τέχνες και τα γράμματα αλλά προκύπτει
από την πολιτισμική ανάλυση του προσώπου και
του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο δρα.
Για το λόγο αυτό είναι σημαντική
η σχέση του με τη φαντασιακή κοινότητα στην
οποία ο ίδιος αναφέρεται ή που οραματίστηκε με
την πολιτική του, δηλαδή το στίγμα της δικής του
αίσθησης του συνανήκειν. Η έννοια της
ελληνικότητας, όπως ο ίδιος την αναδεικνύει κάθε
φορά, μέσα από τους πολιτικούς όρους της εθνικής
ανεξαρτησίας, λαϊκής κυριαρχίας, κοινωνικής
απελευθέρωσης ή το σχήμα μητρόπολη-περιφέρεια,
συνιστούν στα συμφραζόμενά του όχι μόνο
πολιτικά εργαλεία αλλά έννοιες που τον οδηγούν
κατευθείαν στη ζεστή αγκαλιά μιας φαντασιακής
κοινότητας. Με τη χρήση τους δεν αποπειράται
τόσο να αποδείξει κάποιο νέο πολιτικό ζητούμενο
αλλά επαναλαμβάνει ένα δημόσιο τελετουργικό,
επαληθεύοντας κάθε φορά τη σχέση του με το κοινό
του, την οικειότητα του συνανήκειν.
Σε ποιες εικονογραφίες, όμως, θα
πρέπει να αναζητηθεί το κέντρο του δικού του «δημόσιου
τελετουργικού»; Στη δημόσια εικόνα του στις
μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις, σ’ ένα
μοναχικό ζεϊμπέκικο στο Χάραμα ή το Περιβόλι τ’
ουρανού, στην παρουσία του στο Κιλελέρ ή στην
Παναγία Σουμελά, στις φωτογραφίες του με τον
Καντάφι, τον Αραφάτ, τον Μιτεράν ή τον Κλίντον,
στη σκηνή της επιστροφής του από το Χέρφιλντ,
στο μπαλκόνι μετά τις εκλογές του ’93, στο
σκηνικό του Ωνάσειου όπου ο ίδιος είναι ο
μεγάλος απών; Είναι ισοδύναμα όλα αυτά και, αν
όχι, τι το διαφορετικό δηλώνουν; Κυρίως, όμως,
σε ποιο βαθμό δηλώνουν την πιο σημαντική, την
αόρατη πλευρά της εξουσίας, εκείνη που
περικλείει την πολιτική βούληση και παράγει τις
αποφάσεις, τη στρατηγική, τους συμβιβασμούς;
Ίσως η απάντηση είναι ότι αξίζει να ερευνηθεί ο
βαθμός πολιτισμικής επίδρασης, που τα παραπάνω
στοιχεία άσκησαν ως αισθητική της εξουσίας, αλλά
δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και ο συχνά
υπερβολικός βαθμός σημασίας που τους έχει δοθεί
ως τώρα από κάποιους στη διαμόρφωση του
ερμηνευτικού μοντέλου του Παπανδρέου. Η
λαϊκότητα, ο τριτοκοσμισμός, η θρησκευτικότητα,
ο αισθηματισμός αποτέλεσαν σίγουρα μια
επικαιρική ατμόσφαιρα που διαχεόταν μεν πλατιά
στα λαϊκά στρώματα, χωρίς όμως να είναι αυτή και
η αιτία που οδήγησε την ελληνική κοινωνία σε
βαθύτερα πολιτισμικά ρεύματα. Ίσως είχε έρθει
μοιραία η εποχή να βγει στην επιφάνεια μια
αντιφατική πολιτισμική έκφραση που αμφισβητούσε
το παλιό κλειστό ηγεμονικό πολιτιστικό μοντέλο,
χωρίς να μπορεί και να το αντικαταστήσει με ένα
νέο. Είχε ίσως φτάσει πια η εποχή της
τηλεοπτικής ενοποίησης με την οποία, από δω και
στο εξής, κάθε πολιτισμική έκφραση θα
αναμετριόταν.
Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να
εντοπισθεί ένας κεντρικός άξονας. Ο άξονας αυτός
θα μπορούσε να είναι η βαθιά διαχωριστική γραμμή
που θέτει ο Ανδρέας Παπανδρέου ανάμεσα στον ίδιο
και την ηγεμονική κουλτούρα, δηλαδή την κυρίαρχη
αστική κουλτούρα. Η απουσία του από χώρους και
περιβάλλοντα που σηματοδοτούσαν την υψηλή
κουλτούρα και τις πρακτικές της υπήρξε εύγλωττη,
διαρκής και με ελάχιστες εξαιρέσεις. Η παρουσία
του σε δημόσιες εκδηλώσεις, παραστάσεις και
θεάματα που θεωρήθηκαν κατεξοχήν πολιτιστικά
γεγονότα για την κοσμική και καλλιτεχνική
αφρόκρεμα του τόπου, σε χώρους όπως το Ηρώδειο ή
η Επίδαυρος που φιλοξένησαν όλα αυτά τα χρόνια
την υψηλή εθνική και την εισαγόμενη διεθνή
κουλτούρα, σε κύκλους πνευματικούς και
καλλιτεχνικούς με προβολή και αίγλη, ήταν
σπάνια έως ανύπαρκτη.
Σε αντιδιαστολή με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και
άλλους πολιτικούς, που θεώρησαν σημαντική τη
συμμετοχή τους στις συμβάσεις της καλλιτεχνικής
και πνευματικής ζωής, ο Ανδρέας απείχε
συστηματικά. Δεν καλλιέργησε ούτε μια στενή
παρέα πνευματικών και καλλιτεχνών φίλων, όπως το
έκανε συστηματικά ο Καραμανλής με τον Χορν, τον
Χατζηδάκι και άλλους, ακολουθώντας τη συμβατική
οδό της προβολής πνευματικών ανησυχιών και της
ενίσχυσης ενός φιλότεχνου προφίλ.
Κρατήθηκε επίσης μακριά από το
παιχνίδι της πολιτιστικής αναδιανομής κύρους
μέσω εγκαινίων, κοσμικών εκδηλώσεων,
καλλιτεχνικών συναναστροφών. Η αναδιανομή κύρους
του ήταν προσφιλής στην περίπτωση των πολιτικών
του φίλων και υπήρξε αρκετές φορές γενναιόδωρος.
Ποτέ όμως σε ανθρώπους του πολιτισμού, σε
διανοούμενους και καλλιτέχνες. Να συμμεριζόταν
άραγε την αποδοκιμασία των κομματικών του
συντρόφων απέναντι σ’ αυτούς τους «μύστες και
ιεροφάντες της υψηλής τέχνης που αποκλεισμένοι
μέσα σε χώρους στεγανούς και απαραβίαστους,
κρατούν επτασφράγιστα τα «μυστικά» τους και είτε
θεωρητικολογούν ατελεύτητα πάνω σε προβλήματα
ανύπαρχτα, είτε λιβανίζουν «εαυτούς και αλλήλους»…
γιατί έτσι και μιλήσουνε απλά θα χάσουν αμέσως
το φωτοστέφανο και την αίγλη του
ψευτοδιανοούμενου»;
Να ήταν μια πολιτική στρατηγική για να
υπερκεραστεί αυτό το ισχυρό ρεύμα διανόησης που
μονοπωλούσε η Αριστερά στη Μεταπολίτευση; Να
ήταν η δομή αίσθησης που τον οδηγούσε στη λαϊκή
κουλτούρα μέσα από το δικό του ιδιαίτερο δρόμο;
Να ήταν ένα αίσθημα αλαζονείας απέναντι στου
διανοούμενους όπου εκφραζόταν η δική του
διανοητική υπεροχή, όπως όταν, κατ’ αναλογίαν,
εξομολογούνταν για τους συμβούλους του Κένεντι:
«Ξέρεις, με τους περισσότερους από αυτούς που
είναι σήμερα κοντά στον πρόεδρο και
διαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική της Aμερικής,
ήμασταν συμμαθητές στο Harvard και θα μου
επιτρέψεις να πω, ήμουνα καλύτερός τους,
συνεπώς δεν έχω κανένα complex, για να τους
συμπεριφερθώ διαφορετικά από ό,τι τους αξίζει».
Ή να ήταν, εντέλει, η αδιαμεσολάβητη επικοινωνία
με το λαό που κρατούσε ζηλότυπα ως προνόμιο για
τον εαυτό του και τον καθιστούσε εχθρικό
απέναντι στους κάθε είδους ανταγωνιστές;
Σε κάθε περίπτωση, η δύναμη του
συμβολικού του ήταν οικεία και την ασκούσε, με
την πρώτη ευκαιρία, σε όλη την πολιτική διαδρομή
του. Στους λόγους του αναφέρεται στο συλλογικό
φαντασιακό και αναλαμβάνει όχι απλώς να εκφράσει
αλλά και να οργανώσει τις επιθυμίες του
ακροατηρίου του στην κατασκευή οραμάτων. Ο
αγώνας κατά του κατεστημένου είναι μια τέτοια
οργάνωση επιθυμιών, η οποία συνδέεται με την
πολιτική στρατηγική των κοινωνικών συμμαχιών που
προτείνει. Ο Ανδρέας εποίκησε την αναδυόμενη
κουλτούρα των μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων της
κοινωνίας, που είχε αρχίσει να κάνει την
εμφάνισή της κατά τη δεκαετία του ’60. Τότε η
επιρροή της Αριστεράς, κυρίως με τα τραγούδια
του Θεοδωράκη αλλά και τις πορείες ειρήνης, τις
λέσχες της Νεολαίας Λαμπράκη και τους
εκπολιτιστικούς συλλόγους ήταν πολύ ισχυρή.
Αργότερα, μετά τη δικτατορία, μαζί με τις
διαφορές αμβλύνθηκαν και τα κριτήρια. Είχε
φτάσει η εποχή της Χαμένης Άνοιξης.
Ο Ανδρέας αξιοποίησε την
πεποίθηση ότι ένα έθνος δεν είναι απλώς μια
πολιτική οντότητα αλλά ένα σύστημα πολιτιστικής
αναπαράστασης. Είδε το έθνος και την κοινωνία ως
ενιαία, μια συμβολική κοινότητα που έχει τη
δύναμη να δημιουργεί αίσθηση ταυτότητας και
πίστης. Σ’ αυτό στήριξε την επιτυχία του
αφηγήματός του και ανέτρεψε το παράδειγμα της
εθνικόφρονος Δεξιάς αλλά και της ηρωικής
Αριστεράς διευρύνοντας τα όρια του δικού του
αφηγήματος ως τη μεθοριακότητα. Δοκίμασε όχι
μόνο νέα στοιχεία αλλά και νέους συνδυαστικούς
κανόνες ωσότου το έθνος και η κοινωνία να
ταυτιστούν σε μια πολιτισμική αναπαράσταση, που
χωρούσε μέσα «όλο το λαό».
Υπηρετεί
αυτή την υπόθεση αξιοποιώντας την παράσταση, που
τον οδηγεί να μετατρέπει συχνά μια κοινωνική ή
πολιτιστική σταθερά σε συναισθηματική
ρευστότητα, να ξεφεύγει από το σενάριο στον
αυτοσχεδιασμό, από τις νοοτροπίες στο
habitus,
να επιτυγχάνει επικές λαϊκές αναπαραστάσεις.
Είναι αυτά που μαγεύουν το κοινό του, που το
αιχμαλωτίζουν, που μετατρέπουν την πολιτική
σχέση σε συγκινησιακή, σε συμμετοχική, σε
θρησκεία.
Αλλά κι ο ίδιος αλλάζει,
ρευστοποιείται. Η παρατήρηση ενός από τους
πρώτους συνεργάτες του που περιγράφει κατά
κάποιο τρόπο αυτή τη ρευστότητα είναι ενδεικτική:
«Το πλήθος –ο λαός-, όταν βρισκόταν μέσα σ’ αυτό,
του δημιουργούσε άλλη –εκτός ηρεμίας κατάσταση,
όπως διαφορετική κατάσταση του δημιουργούσε και
το «μπαλκόνι»». Ήταν η δική του παράσταση.
Όμως, στην εποχή που
κυριαρχεί η τηλεοπτική εικόνα το θέαμα παύει να
είναι αποκλειστικά δημόσιο και συνδυάζεται, στην
πρώτη ευκαιρία, με το ιδιωτικό. Στη δεκαετία
του ’90 ο Ανδρέας «τροφοδότησε τα πιο θεαματικά
μιντιακά σενάρια, τα οποία πλάστηκαν ποτέ για
πολιτικό ηγέτη.»
Είναι μια ολόκληρη εποχή που κινείται στη
μεθόριο δημόσιου και ιδιωτικού, μετατρέποντας
ένα νεύμα στη σκάλα του αεροπλάνου κατά την
επιστροφή από το Χέρφιλντ σε θέαμα, έναν τόπο
όπως το Ωνάσειο σε θεατρική σκηνή. Η συμβολική
γεωγραφία της πολιτικής επεκτάθηκε στον ιδιωτικό
χώρο μιας βίλας, μιας εκκλησίας, πήδησε
μαντρότοιχους, έγινε καθημερινό δελτίο υγείας,
τέντα για τους δημοσιογράφους και η πολιτική
μεταβλήθηκε σε μια σειρά συναρπαστικών
επεισοδίων με ίντριγκες, ανθρώπινες αδυναμίες,
πάθη, ανατροπές. Ο Ανδρέας έπαψε να ενδιαφέρει
με τις πολιτικές του επιλογές και τις συνέπειές
τους για τη χώρα και έγινε ο μεγάλος
ασθενής-εθνικό θέαμα.
Η επιστροφή του από το Χέρφιλντ, το
Ειδικό δικαστήριο του 1989 με την απευθείας
αναμετάδοση της δίκης έστω και απόντος του
ιδίου, η νίκη των εκλογών του 1993 που
σφραγίζεται από ένα φιλί της Δήμητρας Παπανδρέου
στο μπαλκόνι, το κουταλάκι με την τούρτα στο
στόμα, το Ωνάσειο του 1996 με την ασθένεια ως
θέαμα συγκεντρώνουν το γενικό ενδιαφέρον του
κοινού. Ήταν μια «παθιασμένη και οριστική
συνάντηση της πολιτικής και του θεάματος».
Την ίδια εποχή, δηλαδή από το 1989
και μετά, «η αφήγησή του στο
τραπέζι, εκεί δηλαδή που λέμε όλοι μας τις
προσωπικές μας ιστορίες, ξεκινάει και τελειώνει
με τον «χαμένο παράδεισο», απ’ τον οποίο έφυγε
μια για πάντα: στα χρόνια του σαν καθηγητής και
πρύτανης στην Καλιφόρνια, στο μυθικό πια
Μπέρκλεϊ και πιο πίσω…».
Η παραπάνω είναι μια
επιγραμματική μαρτυρία για τον εσωτερικό πυρήνα
της πολιτισμικής ταυτότητας ενός ανθρώπου, που
εγκαταλείπει σταδιακά την ευρύτερη γεωγραφία της
φαντασιακής του κοινότητας και επιλέγει να
εγκατασταθεί σε μια ήρεμη γωνιά της.
Υπάρχει ίσως εδώ η ταυτότητα ως μυθολογία, που
σκοπεύει σε ένα τακτοποιημένο σχέδιο και
αφήγημα, μέσα στη σύνθετη και πολλαπλή φύση του
ψυχολογικού και του κοινωνικού κόσμου και
επικεντρώνεται στη διεκδίκηση αρχών ενότητας.
Μια τελευταία πολιτισμική στροφή πριν το τέλος
ίσως;
Θα τελειώσουμε αυτό το κείμενο επιστρέφοντας
εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, στη συγκέντρωση των
διανοουμένων και καλλιτεχνών του 1984, όπου ο
Ανδρέας είχε εκστομίσει το περίφημο
«Αμφισβητήστε μας». Ας αναβιώσουμε το κλίμα
εκείνης της εκδήλωσης με τις διαβεβαιώσεις του
στο κοινό: «Εσείς, οι πνευματικοί άνθρωποι,
είστε η συνείδηση της κοινωνίας μας. Μέσα από τη
δική σας ματιά αναγνωρίζουμε τον κόσμο μας και
οραματιζόμαστε τις προοπτικές του.»
Αντιλαμβάνεται κάποιος ότι τα παραπάνω λόγια
προέκυπταν αποκλειστικά από ένα περίσσευμα
δημόσιας φιλοφρόνησης, καθώς ο ίδιος δεν φάνηκε
ποτέ να χρωστάει στη ματιά κάποιων διανοουμένων
την τροφοδότηση των οραμάτων του.
Περνώντας, ωστόσο, στη γενικότερη αντίληψή του
για τη σχέση πολιτισμού και κράτους, θα δηλώσει
αυτό που όσο κι αν στην αίθουσα εκείνη ορισμένοι
συμμερίζονται, όμως θα το ήθελαν συνοδευόμενο
απαραιτήτως από τη διαβεβαίωση της υποστήριξης
των τεχνών, του κράτους προστάτη. Δεν θα τους
κάνει αυτή τη χάρη αλλά θα πει: « Η τέχνη και ο
πολιτισμός ούτε ασκούνται από το κράτος ούτε
καθοδηγούνται. Στη μεγάλη κοινωνική χοάνη
συνυπάρχουν, συναγωνίζονται και συγκρούονται
ιδέες και τάσεις, εκφράσεις και ρεύματα που
συνθέτουν και συναποτελούν το πολύμορφο πρόσωπο
του πολιτισμού μας. Πιστεύουμε στην ελευθερία,
στον πλουραλισμό, στην πολυφωνία, στη χωρίς όρια
διακίνηση των ιδεών.» Μια καθαρή φιλελεύθερη
θέση που αναθέτει στην κοινωνία ή, πιο σωστά,
στην αγορά και όχι στο κράτος τον πρωταρχικό
ρόλο. Ποια η σχέση με τα κομματικά κείμενα,
γεμάτα κρατικισμό και πρωτόγονο σοσιαλιστικό
οίστρο; Ποια η σχέση με τα αιτήματα της Μελίνας
για μεγαλύτερες κρατικές επιχορηγήσεις;
Όμως, μια πενταετία αργότερα, η ίδια ιστορία
επαναλήφθηκε, αυτή φορά ως απύθμενη αποτυχία.
Στην προεκλογική περίοδο του 1989, οι άνθρωποι
των γραμμάτων και των τεχνών προσκλήθηκαν και
πάλι. ΄Όχι βέβαια για να αμφισβητήσουν, αλλά για
να στηρίξουν έμμεσα μια κυβέρνηση που κατέρρεε.
Το σκηνικό του Ζαππείου, που είχε αυτή τη φορά
επιλεγεί, έμεινε απελπιστικά άδειο. Ελάχιστοι οι
επώνυμοι που προσήλθαν. Απόντες ακόμη και οι
ευεργετηθέντες από τη Μελίνα καλλιτέχνες.
«Επίδειξη μόδας» έγραφε στον τίτλο της σχετικής
ανταπόκρισης το Associated
Press.
Ο Aνδρέας Παπανδρέου
είχε μπροστά του ένα κείμενο με χιλιοειπωμένες
εξαγγελίες που του είχαν ετοιμάσει να πει: για
μια ακόμη φορά αναγγέλθηκε η ανέγερση του
μουσείου της Ακρόπολης και μια σειρά από
πολιτιστικές εκδηλώσεις για τους Ολυμπιακούς
Αγώνες του '96 που αναμένονταν να αναληφθούν.
Μπροστά στο ανόρεχτο κοινό της μισοάδειας
αίθουσας κάποια στιγμή, εκείνος ένιωσε την
ανάγκη να πει το δικό του λόγο: «Λένε πως είμαι
αντιπνευματικός και δεν αγαπώ τους ανθρώπους
τους πνεύματος. Δεν είναι αλήθεια. Τους αγαπώ».
πίσω |
κεφάλαια |
κορυφή
|