ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ
Δεκαετία του ’60 στην
Ελλάδα
Το σίγουρο είναι πως αυτή την εποχή ζούσε, κατά
κάποιο τρόπο, μια σχιζοειδή ζωή, αντιμετώπιζε τα
γεγονότα τη μια μέρα σαν Έλληνας και την
επομένη σαν Αμρικανός, ήταν «ένας άνθρωπος που
ανήκε σε δύο χώρες» θα πει εύστοχα η Μαργαρίτα.
Το 1960 τον βρίσκει οικογενειακώς στην Ελλάδα με
στόχο να μελετήσει την ανάπτυξη της χώρας. Στις
18 Μαίου του 1960 πραγματοποιεί μια ομιλία στην
αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα
«Η πορεία της οικονομικής σκέψεως». Παρόντες η
μητέρα και ο πατέρας του, τους οποίους από
βήματος ευχαριστεί. Μιλάει αποστασιοποιημένα, με
το κύρος του ακαδημαϊκού που προβληματίζεται
βαθιά για την οικονομία ως επιστήμη. Είναι κάτι
που τον απασχολεί εκείνη την εποχή, καθώς στην
Αμερική οι οικονομολόγοι έχουν στραφεί προς την
οικονομετρία. Θα επιμείνει σ’ αυτό και δεν θα
παραλείψει να κάνει μια συνοπτική παρουσίαση της
σκέψης των μεγάλων οικονομολόγων, ξεκινώντας από
τον Σμιθ και τον Ρικάρντο και συνεχίζοντας με
Μάλθους, Μαρξ, Βάλρας και Αυστριακή σχολή,
Κέυνς. Θα σταθεί ιδιαίτερα στη Θεωρία των
Παιγνίων και τον Προγραμματισμό. Θα καταλήξει σε
μια ουμανιστική τοποθέτηση με μαλθουσιανό
άρωμα: « Η μεγάλη πρόκλησις προς τους
οικονομολόγους της σήμερον είναι η εξεύρεσις
οργανωτικών πλαισίων τα οποία θα επιτρέψουν την
επίτευξιν ταχείας οικονομικής αναπτύξεως χωρίς
συγχρόνως να παραβιάζουν τον Άνθρωπον.(…)
Επιδιώκομεν –αύξησιν του κατά κεφαλήν
εισοδήματος – να εξέλθωμεν νικηταί εις την πάλιν
μεταξύ πληθυσμού και πόρων.»
Το Σεπτέμβριο του
1960, όταν λήγουν οι υποτροφίες, επιστρέφει
οικογενειακώς στις ΗΠΑ. Θα εξηγήσει ο ίδιος το
σκεπτικό αυτής της επιστροφής. «΄Εφυγα από την
Ελλάδα το Σεπτέμβρη του 1960. Στη διάρκεια του
χρόνου που πέρασα στην Ελλάδα, είχα υποβληθεί σε
ακατάπαυστες πιέσεις από τον πατέρα μου και τους
στενώτερους φίλους μου να επιστρέψω στην Ελλάδα
για πάντα και ν’ αναμιχθώ στην πολιτική.
Απέρριψα μια τέτοια ιδέα, γιατί ήξερα πως η
προσήλωσή μου σε βασικές, ριζοσπαστικές
μεταρρυθμίσεις, και η αντίθεσή μου στις
αστυνομικές μεθόδους που ήταν σε ευρεία χρήση σε
βάρος της Αριστεράς, θα μ’ έφερναν σε κατά
μέτωπο σύγκρουση με τις δυνάμεις του
Κατεστημένου. Ψυχολογικά δεν ήμουν έτοιμος να
ξαναζήσω τον εφιάλτη της δεκαετίας του ’30.
Επέστρεψα όμως στην Ελλάδα για να βάλω τα
θεμέλια ενός ιδρύματος για οικονομικές έρευνες.
Δεν είχα όμως καμιά πρόθεση να παραμείνω μόνιμα
στην Ελλάδα, ούτε ν’ αναμιχθώ στην πολιτική(...)
»
Αλλά τα πράγματα θα
εξελιχθούν πολύ διαφορετικά και η πρόθεση που
εδώ δηλώνει θα ανατραπεί. Ο ίδιος, σε άλλη
ευκαιρία, θα δώσει τον τόνο στο θυμικό στοιχείο
όσον αφορά την αλλαγή της απόφασής του. «Μπήκα
στο πλοίο –τότε ταξιδεύαμε με πλοία. Όταν είδα
τον πατέρα μου να χάνεται από το οπτικό μου
πεδίο, είπα: «Εγώ γυρίζω». Εγκατέλειψα την
ακαδημαϊκή μου καριέρα και αφιερώθηκα στην
Πολιτική.»
Ωστόσο πέραν των διαθέσεων ή
προθέσεων που ο ίδιος δηλώνει, πρόκειται για την
αρχή μιας ακόμη αποφασιστικής στροφής στη ζωή
του, της πέμπτης κατά σειρά στις ριζικές
μεταστροφές που έχουμε παρακολουθήσει. Είναι μια
αλλαγή ζωής αλλά και μια επίπονη και μεγαλύτερης
διάρκειας, αυτή τη φορά, διαδικασία ανανέωσης
της πολιτιστικής του ταυτότητας, που θα
συντελεστεί μέσα από πολλές επανεξετάσεις,
επανατοποθετήσεις, αναστοχασμό.
Έχει ήδη, στη διάρκεια της
παραμονής του στην Ελλάδα το 1960, συναντήσει
τον Κωνσταντίνο Καραμανλή κι έχει συζητήσει μαζί
του τη δημιουργία ενός Ινστιτούτου Οικονομικών
Ερευνών, σχέδιο που είχε προηγουμένως
παρουσιάσει και στον επιτετραμμένο της
Αμερικανικής Πρεσβείας. Υπάρχει επίσης η
μεσολάβηση του πατέρα του και η σχετική
αλληλογραφία των δυο τους για να ολοκληρωθούν οι
συμφωνίες με τον Κ. Καραμανλή και τους περί
αυτόν (Ξ. Ζολώτας, Π. Κανελλόπουλος) για την
επαγγελματική του αποκατάσταση.
΄Ετσι, επιστρέφει
στην Ελλάδα μετά από τρεις μήνες, πάλι
οικογενειακώς, τον Ιανουάριο του 1961, έχοντας
κλείσει συμφωνία με το πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ
για εποπτεία και συνεργασία με το υπό ίδρυση
Κέντρο. «Χωρίς να παραιτηθώ από τη θέση μου στο
Μπέρκλεϊ, πήρα άδεια άνευ αποδοχών. Επρόκειτο να
μισθοδοτούμαι από την Τράπεζα της Ελλάδας όπου
δέχτηκα τη θέση του Οικονομικού Συμβούλου. Ο
μισθός μου θα ήταν στο ίδιο επίπεδο με του
υποδιοικητή της Τράπεζας.» Παράλληλα με τη θέση
του Συμβούλου της Τραπέζης της Ελλάδος πρόκειται
να αναλάβει επίσης πρόεδρος του ΔΣ και Γενικός
επιστημονικός διευθυντής του Κέντρου Οικονομικών
Ερευνών.
Ωστόσο, η επιστροφή
δεν θα είναι ανέφελη. «Μόλις έφθασα στην Ελλάδα,
εξαπολύθηκε κατά μέτωπο επίθεση εναντίον μου για
τον «υπερβολικό» μισθό που έπαιρνα.»
Αυτό δεν θα είναι παρά μόνο η αρχή των επιθέσεων
που θα συνεχιστούν. «Πριν ξεκινήσω στο έργο της
συγκρότησης του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών,
επεξεργάσθηκα μια έκθεση πάνω στην
πανεπιστημιακή παιδεία όσον αφορά την οικονομική
επιστήμη, στην οποία έκαμα μια σειρά προτάσεων
για ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις του συστήματος
που θα συντελούσαν στο γεφύρωμα του χάσματος
μεταξύ Δυτικοευρωπαϊκής και Ελληνικής
πανεπιστημιακής παιδείας.» Αυτή η γεφύρωση του
χάσματος, στην οποία αναφέρεται ο Ανδρέας,
δηλαδή ο εκσυγχρονισμός των οικονομικών
σπουδών, ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις
ανάγκες της ανάπτυξης και του προγραμματισμού,
καλλιεργείται από τους κοινωνικούς επιστήμονες
στην Αμερική μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και
βρίσκει στη δεκαετία του ’60 την κορύφωσή της.
Αλλά « η αντίδραση
ήταν άμεση και ραγδαία. Οι καθηγητές, ανήσυχοι
για τις συνέπειες των προτάσεών μου πάνω στο
γόητρό τους, εκφωνούσαν πύρινους λόγους στους
φοιτητές τους οποίους προέτρεπαν να
διαμαρτυρηθούν εναντίον των μεταρρυθμίσεων που,
σύμφωνα με την «πεφωτισμένη» κρίση τους, θα
στερούσε τους απόφοιτους από τον «επιούσιον
άρτον» τους. Έγιναν διαδηλώσεις στους δρόμους
της Αθήνας και πολλά άρθρα, στον Τύπο, με
προέτρεπαν να «επιστρέψω στο σπίτι μου».»
Οι αλλαγές που
προτείνει, με βάση το πρότυπο των αμερικανικών
πανεπιστημίων, προκαλούν ταραχή και ανησυχία. Οι
συμμαχίες που τις αντιμάχονται είναι ετερόκλιτες
και αντιπροσωπεύουν διαμετρικά αντίθετα μεταξύ
τους συμφέροντα, συντηρητικούς καθηγητικούς
κύκλους αλλά και αριστερούς φοιτητικούς
συλλόγους. Το κοινό τους έδαφος είναι η απόλυτη
άρνηση στις μεταρρυθμίσεις. Η πλευρά που τον
υποστηρίζει, ο Ελληνικός Σύλλογος του
London School
of Economics (Σάκης
Καράγιωργας, Χάρης Παπαμάργαρης, Νίκος
Γκαργκάνας, Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος, Γιώργος
Κριμπάς, Παναγιώτης Θωμόπουλος, κ.ά.) δεν
καταφέρνει να υπερισχύσει. Μάταιη και η
υποστήριξή του από τον Αθανάσιο Κανελλόπουλο,
διευθυντή τότε του Οικονομικού Ταχυδρόμου. Οι
μεταρρυθμιστικές προτάσεις ναυαγούν.
Αυτά συμβαίνουν την
ίδια χρονιά που η Ελλάδα υπογράφει τη σύνδεση με
την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, ένα βήμα
σημαντικό για τη χώρα, που επιτυγχάνεται και
χάρη στα καλά αποτελέσματα της οικονομικής
ανόρθωσης του δεύτερου μισού της δεκαετίας του
’50. Ο Ανδρέας δεν φαίνεται να δίνει ιδιαίτερη
σημασία στην Ευρώπη και στις ευρωπαϊκές
προοπτικές της χώρας, είναι επηρεασμένος από
την αμερικανική πραγματικότητα και την
αμερικανική γραμμή σκέψης, όπου μαθήτευσε.
Ωστόσο, βρίσκουμε ορισμένες μετρημένες αναφορές
του στη σχέση Ελλάδας-Κοινής Αγοράς σε κατοπινές
ομιλίες του. «Η οικονομική ανάπτυξις της
Ελλάδος, εντός των πλαισίων της Κοινής Αγοράς,
είναι εν μέτωπον εις το οποίον θα δώσει την
μάχην η κυβέρνησις»,
λέει σε σχετική ομιλία του αλλά τοποθετείται
επίσης και πιο πολιτικά: «Με τη σύνδεση της
Ελλάδος με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινής
Αγοράς, εσάλπισε το προσκλητήριο δι’ όλους τους
Έλληνες».
Είναι φανερό ότι αντιλαμβάνεται τη σημασία του
εγχειρήματος για την οικονομία της χώρας και
τους πολίτες και δεν δείχνει να διαφωνεί, κάτι
που θα συμβεί αργότερα με πολύ ένταση.
Ωστόσο, ο Πεπελάσης
παρατηρεί ότι δεν ήταν μόνο οι αντιδράσεις που
δυσκόλευαν την προώθηση των μεταρρυθμίσεων, ήταν
και η αμφιθυμία του Ανδρέα, που «δεν ήταν ακόμη
έτοιμος να δεχθεί κάτι που θα άλλαζε το καθεστώς
της υπηκοότητάς του», που «δεν φαινόταν
διατεθειμένος να κάνει οτιδήποτε θα έθετε σε
κίνδυνο τη δυνατότητα επιστροφής του στην
πανεπιστημιακή ζωή της Αμερικής.»
Παρόλα αυτά, και παρά την ενδεχόμενη δική του
συνεχιζόμενη αναποφασιστικότητα, έχει αρχίσει η
αντίστροφη μέτρηση της μόνιμης εγκατάστασής του
στην Ελλάδα. Η επί μία εικοσαετία σε λήθαργο,
κάτω από την ενεργό και δυναμική ακαδημαϊκή του,
ταυτότητα έχει αρχίσει να λιώνει. Αναζητάει
απλώς τους δρόμους της οριστικής επανόδου, τα
σημεία συνάντησης με όσα άλλοτε άφησε πίσω και
σήμερα δεν του είναι πια οικεία. Κοινές οπτικές,
πρόσωπα, τον παλιό ακτιβισμό που του ήταν
προσφιλής, παρέες και, μαζί, τις συγκινήσεις που
αυτή η επιστροφή συνεπάγεται. Δεν είναι τυχαίο
που εκείνη την εποχή ερωτεύεται.
Την ίδια χρονιά
ιδρύεται το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών,
μετέπειτα ΚΕΠΕ, όχι χωρίς αντιδράσεις κι αυτό.
«Η προσπάθειά μου να διοργανώσω ένα σύγχρονο
ινστιτούτο ερευνών αντιμετώπισε την ίδια
αντίδραση, αλλά επέμεινα.»
Η λειτουργία του Κέντρου είναι ο βασικός σκοπός
που τον έχει φέρει επαγγελματικά στην Ελλάδα, ο
οποίος τον συνδέει επίσης με το πανεπιστήμιο του
Μπέρκλεϊ.
Όμως, το 1961
είναι μια σημαδιακή χρονιά για τις εκλογές που
έχουν μείνει στην πολιτική ιστορία του τόπου ως
«Εκλογές βίας και νοθείας». Ο Γεώργιος
Παπανδρέου καταγγέλλει το εκλογικό πραξικόπημα
και κηρύσσει «Ανένδοτο αγώνα» κατά της
κυβέρνησης Καραμανλή. Το ίδιο και η ΕΔΑ. Ο
Ανδρέας δεν έχει ακόμη ενεργό πολιτική ανάμειξη,
ωστόσο, το πολιτικό κλίμα της Αμερικής, με
πρόεδρο της χώρας τον Τζων Κένεντι, ευνοεί τις
επαφές του εκεί. Έτσι, σε ένα ταξίδι του στην
Αμερική τα Χριστούγεννα του 1961 συναντιέται με
συνεργάτες του προέδρου, στους οποίους καταθέτει
τις σκέψεις του σχετικά με την ελληνική πολιτική
κατάσταση.
Στο μεταξύ, το
Κέντρο Οικονομικών Ερευνών έχει αρχίσει να
λειτουργεί συστηματικά και προχωρεί σε σειρά
εξειδικευμένων εκδόσεων. Όμως αιφνιδιαστικά,
στις αρχές του 1962, ο Ανδρέας αποφασίζει να
επιστρέψει και πάλι στο Μπέρκλεϊ παίρνοντας,
αυτή τη φορά, άδεια από το ΚOΕ.
«Πήρα άδεια και πήγα πίσω στην Αμερική, στο
Μπέρκλεϊ το ’62-63. Αλλά δεν το άντεχα, δεν
μπορούσα να κοιμηθώ τα βράδια κυριολεκτικά… Το
Κέντρο Ερευνών δεν με ενδιέφερε πια.. Κατάλαβα
ότι στον τόπο αυτό δεν αλλάζει τίποτε με
επιστήμονες, αλλά μόνο με την πολιτική δράση.»
Η παλιά ταυτότητα έχει για τα καλά αφυπνισθεί
διεκδικώντας την επάνοδο στην πολιτική. Έχουν,
όμως, μαζί μ’ αυτήν αναβιώσει οι φόβοι και οι
αμφιβολίες. Ο Ανδρέας θα ζήσει και αυτή τη φορά
την επώδυνη κρίση ταυτότητας, που θα φέρει στο
φως τη μεγάλη απόφαση της επιστροφής. Μιας
οριστικής, αυτή τη φορά, επιστροφής στην Ελλάδα
που θα έχει τη σφραγίδα της εισόδου στην
πολιτική, όπως ακριβώς είχε τη σφραγίδα της
εξόδου από την πολιτική η αναχώρησή του 22
χρόνια πριν.
Αλλά το 1962
συνεχίζεται στην Ελλάδα η σκληρή αντιπαράθεση,
που εκδηλώνεται δυναμικά με τον πρώτο Ανένδοτο
και τις διαδηλώσεις για σεβασμό του Συντάγματος
με σύνθημα το 114, με γενικευμένη κοινωνική
δυσαρέσκεια, ανασυγκρότηση και μαζικοποίηση του
συνδικαλιστικού κινήματος. Αρχίζει, την εποχή
αυτή, να διαμορφώνεται μια διαχωριστική γραμμή
μεταξύ δεξιάς και αντιδεξιών δυνάμεων. «Προίκα
στην παιδεία κι όχι στη Σοφία» είναι ένα από τα
συνθήματα των δυνάμεων της ΕΔΑ και της Ένωσης
Κέντρου που συνασπίζονται ενάντια στο παλάτι.
Συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, αντιδιαδηλώσεις,
τραμπούκοι, γκλομπ και καπνογόνα, βίαιες
συγκρούσεις, συλλήψεις και ξυλοδαρμοί, ήταν το
σκηνικό της καθημερινότητας. Το Μάιο του 1963, η
πολιτική κρίση οξύνεται με τη δολοφονία του
βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη. Όλο αυτό το
διάστημα ο Ανδρέας βρίσκεται στο Μπέρκλεϊ. Τον
Ιούνιο ο Καραμανλής παραιτείται από την
κυβέρνηση και αναχωρεί για την Ελβετία.
Ο Ανδρέας συνεχίζει να παλεύει
ακόμη μέσα του την επιστροφή. «Το καλοκαίρι του
1963 σκέφτεται να γυρίσει και να εγκατασταθεί
μόνιμα στην Ελλάδα, αλλά πρόκειται για μια σκέψη
που τον ταλαιπωρεί, σε βαθμό που υπέφερε για έξι
μήνες από έλκος στομάχου.»
Όμως, η αλήθεια είναι ότι
βρίσκεται πια πολύ κοντά στη μεγάλη απόφαση,
παρόλο που, όπως είναι φυσικό, δεν μοιράζεται με
τα παιδιά του αυτό τον προβληματισμό. Αντίθετα,
φαινομενικά, όλα στο Μπέρκλεϊ φαίνονται να
ακολουθούν το ρυθμό της καθημερινής ζωής: «Αν
του έλεγε κάποιος το 1963, όταν έμενε με τα
τέσσερά του παιδιά στο Κορόνα Κορτ του Μπέρκλεϊ,
όταν πήγαινε κάθε Σάββατο για το καθιερωμένο
πικνίκ στο Τίλντεν Παρκ, όταν έπλενε το αμάξι
του με το λάστιχο και τον κουβά, ότι σε τέσσερα
ακριβώς χρόνια θα βρίσκεται στη φυλακή, ότι μετά
θα βγει από τη φυλακή και θα πάει να ζήσει στον
Καναδά για περίπου έξι χρόνια, απ’ όπου θα
ηγηθεί μιας απελευθερωτικής οργάνωσης, ότι θα
επιστρέψει στην Ελλάδα και θα ιδρύσει δικό του
κόμμα και ότι εφτά χρόνια αργότερα θα γίνει
πρωθυπουργός της Ελλάδας για άλλα δώδεκα περίπου
χρόνια, δεν νομίζω ότι θα τον πίστευε.» Κι όμως
αυτό είναι το μελλοντικό φόντο αυτών των σκηνών
της ήσυχης οικογενειακής ζωής. Ποιος θα είναι ο
κρίσιμος παράγοντας που θα ανατρέψει τη γαλήνη
για να οδηγήσει στην πραγματοποίηση του απίθανου
σεναρίου; «Η απόφασή του να επιστρέψει είχε να
κάνει με μια εσωτερική ανάγκη του.»
Έχει, στο μεταξύ, κι
αυτή τη φορά μείνει μακριά από σημαντικά
πολιτικά γεγονότα της χώρας. Το 1962-’63 είναι
χρονιές που βρήκαν τις προοδευτικές και
αριστερές δυνάμεις στην Ελλάδα να συγκρούονται
για την υπεράσπιση της δημοκρατίας με ανθρώπινα
θύματα. Η δολοφονία του Λαμπράκη αποτέλεσε
ορόσημο στη συνείδηση των δημοκρατικών πολιτών,
σε μια Ελλάδα όπου η μετεμφυλιακή Δεξιά
διατηρούσε ακόμη τότε πολιτικούς κρατούμενους σε
στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η θυσία του Λαμπράκη
συμπύκνωνε συμβολικά τη δυναμική απάντηση στον
αυταρχισμό του κράτους, τα αιτήματα για
δημοκρατία, για ειρήνη, για υπέρβαση των
κομματικών διαφορών και κοινή δράση των
δημοκρατικών δυνάμεων. Το αποδεικνύουν οι
κινητοποιήσεις αλλά και οι ογκώδεις πορείες
Ειρήνης στα επόμενα χρόνια, που πήραν το
χαρακτήρα λαϊκής γιορτής με συνθήματα υπέρ της
ειρήνης και της δημοκρατίας. Ο Γεώργιος
Παπανδρέου και η ΕΔΑ συσπείρωναν γύρω τους τις
δημοκρατικές δυνάμεις σε μια προσδοκία
δημοκρατικής αλλαγής, κατάργησης του
πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων,
συμφιλίωσης του λαού, παιδεία και ελευθερίας για
όλους.
πίσω |
κεφάλαια |
κορυφή
|