Αρχική | πίσω

κεφάλαια | επόμενο

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ
 

Η πολιτική υπό την απειλή της Στρατιωτικής Δικτατορίας 

Ποια ήταν τα πρώτα βήματα μετά τη μεγάλη απόφαση; Τα περιγράφει ο ίδιος. « Θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη μου προεκλογική περιοδεία στην Πάτρα, πρωτεύουσα του νομού Αχαϊας, που ήταν η εκλογική μου περιφέρεια. Εκεί είχε γεννηθεί και ανατραφεί ο πατέρας μου. Θυμούμαι τα ενθουσιώδη πλήθη, τα λουλούδια, τις προσφωνήσεις, τις εκδηλώσεις πίστης και αφοσίωσης. Περιόδευσα όλη σχεδόν την περιοχή. Εξεφώνησα πολλούς λόγους, μέχρι δεκαπέντε την ημέρα. Το μήνυμα που μετέφερα ήταν βασικά απλό. Η Ένωση Κέντρου, είχε σκοπό να κάμει την Ελλάδα σύγχρονο Ευρωπαϊκό κράτος. Πολιτικά θα μεταβάλλαμε την Ελλάδα από τρομοκρατούμενο αστυνομικό κράτος, σε σύγχρονη ουσιαστική δημοκρατία.»[77] Είναι ήδη εμφανές, από την αρχή της καθόδου του στην πολιτική,  πόσο βάρος δίνει στην άμεση επαφή με τον κόσμο και πόσο τον συγκινούν και τον κινητοποιούν οι λαϊκές εκδηλώσεις προς το πρόσωπό του. Ωστόσο, δεν θα είναι όλα εύκολα στην αρχή κι ο ίδιος θα χρειαστεί προσπάθεια για να ανταποκριθεί στο νέο του ρόλο. Η Μαργαρίτα δηλώνει απογοητευμένη από την πρώτη του ομιλία. «Ήταν ακόμη ο Ανδρέας ο καθηγητής… ήταν μόνο καθηγητής το πρώτο βράδυ της εκστρατείας του. Δεν είχε μάθει, ούτως ειπείν, να «κουνάει τα χέρια του». Δεν ήξερε πώς να ξεσηκώσει τα πλήθη.»[78] 

               Σύντομα, όμως, θα πιάσει τον παλμό. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή που κάνει ένας στενός του συνεργάτης εκείνης της εποχής.  « Στην πρώτη περίοδο της εκκίνησης εξακολουθούσε να είναι ήρεμος, χωρίς να δείχνει ιδιαίτερο ενθουσιασμό και μείναμε όλοι έκπληκτοι, όταν σε μια προεκλογική συγκέντρωση στην Πάτρα, που βρέθηκε στο «πεζοδρόμιο» αντιμέτωπος με ορισμένους αξιωματικούς της Αστυνομίας, που δημιουργούσαν προβλήματα στον συγκεντρωμένο κόσμο, αποκαλυπτόταν ένας άλλος «επαναστάτης» Ανδρέας. Το πλήθος, ο λαός, όταν βρισκόταν μέσα σ’ αυτό, του δημιουργούσε άλλη εκτός ηρεμίας κατάσταση, όπως διαφορετική κατάσταση του δημιουργούσε και το «μπαλκόνι».»[79] Η σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής, η επικοινωνία με το λαό και το μπαλκόνι συνθέτουν τον ορατό καμβά της πολιτικής του επανόδου. Η σύγκρουση έρχεται από παλιά, από το θυμό του εφήβου, η επαφή με το λαό και οι ομιλίες είναι τα νέα στοιχεία. Όλα μαζί συνθέτουν τώρα την ταυτότητά του. Οι παλιές εμπειρίες αναβιώνουν και οι νέες δίνουν ζωή στο παλιό όραμα. Ωστόσο, μια ματιά στις πρώτες του εκείνες ομιλίες δείχνει μια εξισορρόπηση του πολιτικού του προβληματισμού για δημοκρατία και δημοκρατικό κράτος με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και, ακόμη, μέτρο και σύνεση απέναντι στο θέμα της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά. Ακόμη περισσότερο, μάλιστα, όταν μιλάει σε ακροατήριο εκτός Ελλάδος ή σε επιστημονικό σύλλογο.[80] Οι ομιλίες αυτές εκφράζουν σε μεγάλο βαθμό την προηγούμενη ακαδημαϊκή και  επιστημονική ανάλυση. Δεν τον έχει ακόμη διαποτίσει η πολιτική ρητορική.

            Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτά συμβαίνουν στις αρχές μιας εξαιρετικά σημαντικής για την Ελλάδα και τον κόσμο δεκαετίας. Ο πόλεμος έχει απομακρυνθεί, η ανάπτυξη υπόσχεται καλύτερη ζωή, ο Κένεντι στην Αμερική εμφάνισε ένα νέο στυλ πολιτικού ηγέτη και με τη δολοφονία του τέθηκαν πολλά ερωτηματικά για τη σύγχρονη αμερικανική δημοκρατία. Ο Ανδρέας  αρχίζει αυτή ακριβώς την εποχή να υφαίνει για τον εαυτό του και, ταυτόχρονα, να ακολουθεί το μύθο του ως πολιτικού ηγέτη. Ο ίδιος θα πει: «οι δημόσιες εμφανίσεις και οι πολιτικοί λόγοι ήσαν η μόνη ευχάριστη άποψη της δουλειάς μου.»[81] Παίρνει έμμεσα αποστάσεις, με τον τρόπο αυτό, από τη δυσάρεστη παραδοσιακή λειτουργία του βουλευτή που είναι υποχρεωμένος να κάνει εξυπηρετήσεις και ρουσφέτια. Αυτό που τον γοητεύει και τον παρακινεί είναι η λαϊκή ανταπόκριση, ενώ η επαφή με το πλήθος  τον συνεπαίρνει. Το όνειρο που φαινόταν ότι χάθηκε στα νεανικά χρόνια, αναδύεται τώρα και παίρνει σάρκα και οστά. Θέλει να κερδίσει όλο το χαμένο ενδιάμεσο χρόνο, θέλει να  ζήσει το βίωμα άμεσα, σε πρώτο πρόσωπο. Δεν θέλει να το μοιραστεί με κανέναν. Το μοντέλο του είναι αρχηγικό. Ο φιλόδοξος νέος με τα υψηλά ιδανικά, το πληγωμένο φιλότιμο και μια δόση μεσοπολεμικού ρομαντισμού ανασυγκροτείται μέσα του. Η πολιτική του δεν χωράει ούτε θεωρητικά ούτε πρακτικά ενδιάμεσα στρώματα, ομάδες, πρόσωπα. Διεκδικεί αναδρομικά ό,τι θεωρούσε ότι δικαιούται από τα χρόνια της εφηβείας του. Η παλιά πολιτιστική του ταυτότητα της Διάκρισης, η δεύτερη του κοινωνικού αναμορφωτή, η τρίτη του ακαδημαϊκού λιώνουν όλες στην πυρά της ταυτότητας του λαϊκού ηγέτη, του πολιτικού με όραμα. Όπως με την άφιξή του στην Αμερική το 1940 χρειάστηκε να επινοήσει για τον εαυτό του μια νέα ταυτότητα, έτσι και τώρα επινοεί τη νέα του πολιτική ταυτότητα.

Στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου που ορκίστηκε τον Φεβρουάριο του 1964 τοποθετείται υπουργός Προεδρίας. Θα πει ο ίδιος: « Όταν αναλάβαμε  την εξουσία, είχαμε υιοθετήσει την άποψη πως  η αποστολή μας σαν κυβέρνηση ήταν να προωθήσομε την οικονομική, κοινωνική  και εκπολιτιστική ανάπτυξη της χώρας. Σύμφωνα με την εκτίμησή μας, που τη συμμεριζόταν και η ελληνική πνευματική ηγεσία, η Ελλάδα υστερούσε απελπιστικά στον τομέα της ανάπτυξης..» [82] Πώς εννοούσε την εκπολιτιστική ανάπτυξη; Πλήρης απασχόληση, ανεκτό βιοτικό επίπεδο, αντιμετώπιση της ερήμωσης της υπαίθρου, μείωση της μετανάστευσης και της αστυφιλίας, γενική μόρφωση και τεχνική κατάρτιση, θα πει αναπτύσσοντας την πολιτική οπτική του. Αυτά είναι τα πρωτογενή υλικά του πολιτισμού για κείνον, στο βαθμό που η πολιτισμική ανάπτυξη δεν μπορεί να διαχωριστεί από την κοινωνική και την οικονομική. Ο πολιτισμός είναι στα μάτια του το συνολικό επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας, η ποιότητα της εκπαίδευσης, η λειτουργία της δημοκρατίας για όλους, χωρίς διάκριση, τους πολίτες, η ελευθερία. Αυτή η ευρύτητα, που ταυτίζει ουσιαστικά τον πολιτισμό με την ανάπτυξη και τον προσαρτά σ’ αυτήν, μοιάζει να ακυρώνει τη ίδια τη σημασία της ως ξεχωριστού πεδίου αναφοράς. Μήπως επιβιώνει ακόμη στο νου του εκείνη η παλιά ερμηνεία της μαρξιστικής θεωρίας περί βάσης και εποικοδομήματος, όπου το δεύτερο αντανακλά απλώς σαν καθρέφτης την πρώτη, δηλαδή τη δομή της οικονομίας;

 Ωστόσο, με την εμπειρία της αμερικανικής κοινωνίας και των μηχανισμών επηρεασμού της κοινής γνώσης,  γνωρίζει την πολιτική σημασία των ΜΜΕ και της προπαγάνδας. Όταν διαπιστώνει ότι «η κυβέρνηση του Καραμανλή είχε δώσει δωρεάν χρόνο σε τρεις χώρες –την Αγγλία, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες- για ειδικά προγράμματα, προφανώς πολιτισμικού περιεχομένου», τα οποία  μετέδιδαν απόψεις «για την κατάσταση στην Κύπρο οι οποίες δεν ήταν συμβατές με την ελληνική θέση», αποφασίζει αμέσως να καταργήσει την αναμετάδοση όλων των ξένων εκπομπών από το ελληνικό ραδιόφωνο. «Ο Ανδρέας ένιωθε ότι, ως θέμα αρχής, ήταν απαράδεκτο άλλες χώρες -όποιες κι αν ήταν αυτές- να χρησιμοποιούν τα ελληνικά ραδιοκύματα εν λευκώ και, αντί να θεσμοθετήσει ένα συμβούλιο λογοκρισίας, αποφάσισε να ακυρώσει τις συμφωνίες και με τις τρεις χώρες.» [83] Είναι μια τακτική επιλογή που, όπως και άλλες στο μέλλον, θα αποκαλύψει την ικανότητά του για αιφνιδιαστικές κινήσεις και ανατροπές που υπερβαίνουν συχνά τα εσκαμμένα.   

           Πολιτικά κινείται στην αριστερή πτέρυγα του κεντρώου χώρου, ωστόσο έχει ήδη αρχίσει να λειτουργεί με κινηματικούς όρους, υπερβαίνοντας την κλασική ταξική διαστρωμάτωση, με βασική επιδίωξη να αγκαλιάσει τα ευρύτερα μεσαία και λαϊκά στρώματα.

           Πάντως, δεν θα παραμείνει υπουργός παρά μόνο για λίγους μήνες. Τον Νοέμβριο του 1964 υποχρεώνεται να αποχωρήσει από το υπουργείο Συντονισμού. «Στην πραγματικότητα, ο Ανδρέας θεώρησε ότι εκείνη η περίοδος ήταν η πιο κατάλληλη για την καταδίκη της ανάμειξης του Στρατού και του βασιλιά στις πολιτικές υποθέσεις και για αλλαγές στο προσωπικό και στη δομή του στρατεύματος –για την κάθαρση των Ενόπλων Δυνάμεων. Κάτι τέτοιο θα εκπλήρωνε το σλόγκαν της Ένωσης Κέντρου «Ο Στρατός ανήκει στο Έθνος». Δεν ήταν ευχαριστημένος όταν ο πατέρας του δεν προχώρησε σε ανοιχτή ρήξη με τον Στρατό και το βασιλιά.»[84] Ο ίδιος μιλάει για εκείνη την εποχή αποκαλύπτοντας πώς έβλεπε την πολιτική, με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό από τον παραδοσιακό, καθώς αναζητούσε σε νέα στρώματα την υποστήριξη και δημιουργούσε δεσμούς που ξέφευγαν από τους παραδοσιακούς πελατειακούς.  «Άρχισα να δημιουργώ δίκτυα πολιτικών επαφών με τη νεολαία, με τον αγροτικό κόσμο, με το εργατικό κίνημα, με την κομματική μας οργάνωση και με τους νέους τεχνοκρατικά προσανατολισμένους διανοούμενους της Ελλάδας, που ανυπόμονα περίμεναν την ευκαιρία να παίξουν κάποιο ρόλο στη δημόσια ζωή της χώρας.»[85] Οι διανοούμενοι του Ανδρέα είναι, λοιπόν, όσοι μπορούν να βοηθήσουν στην οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη; Σε αυτή τη φάση ίσως ναι. Αργότερα, όπως θα δούμε, ο τεχνοκρατισμός αλλά και οι διανοούμενοι, δεν αποτελούν γι’ αυτόν  παρά αρνητικά στοιχεία του κοινωνικού σώματος.

 

Δεν είναι πολύς ο καιρός που έχει μεσολαβήσει από την εποχή που απευθυνόταν στα μικρά απαιτητικά ακροατήρια των πανεπιστημιακών αιθουσών με το αυστηρό κριτήριο και την κριτική σκέψη. Τα ακροατήρια των φοιτητών, με τα οποία συναναστράφηκε  καθημερινά επί δύο δεκαετίες, έχουν δώσει τώρα τη θέση τους στα πλήθη των ανοιχτών συγκεντρώσεων και στα ιδρωμένα και αδημονούντα ακροατήρια των αιθουσών ξενοδοχείων. Στο νέο πλαίσιο δεν έχει θέση ό,τι  πριν ήταν σημαντικό, όπως λχ η επιστημονική ακρίβεια, η σχολαστική επιχειρηματολογία, ο ήρεμος διάλογος. Το κοινό εδώ απαιτεί σύντομους και απλούς συλλογισμούς, επαναλαμβανόμενα συνθήματα, πίστη για τη νίκη. Η νέα διαδικασία τον προκαλεί και τον διεγείρει σαν μια παράσταση, στην οποία καλείται να παίξει το ρόλο του πρωταγωνιστή. Σε ομιλία του σε ένα τέτοιο ακροατήριο 1800 στελεχών της Ενώσεως Κέντρου στη Θεσσαλονίκη, στο κέντρο Λουξεμβούργο, θα πει χαρακτηριστικά: «Δεν είναι πολιτικές συγκεντρώσεις αυτές πλέον. Είναι μία μυσταγωγία αλληλοδιαφωτίσεως».[86]

                   Αρχίζει να συνεπαίρνεται από την ενέργεια που εκλύει αυτή η  μυσταγωγία, από την εξουσιαστική δύναμη του λόγου πάνω στους ανθρώπους, από τη ροή  προσδοκιών και τη μετατροπή τους σε συλλογικό πολιτικό όραμα. Έχει να ζήσει τόσο έντονες συγκινήσεις από εκείνη την εφηβική εποχή της συμμετοχής σε παράνομη οργάνωση. Τώρα, όμως, είναι πολύ διαφορετικά, έχει θεσμικό πολιτικό ρόλο και επιζητά την εξουσία.

               Στην ίδια εκείνη ομιλία του θα αναφερθεί στην ευθύνη της πνευματικής ηγεσίας του τόπου «η οποία δεν έδωσε το παρών» στην κρίσιμη ώρα και θα την εγκαλέσει: «Είναι πράγματι ντροπή τους, δεν στάθηκαν στο ανάστημα της Ελλάδος. Και ομιλώ επίσης για την ηγέτιδα τάξη των Αθηνών, η οποία μιμείται τη Δύση μόνον επιφανειακά, αλλά είναι εις την ουσίαν καιροσκοπική και συνεργάζεται με όλες τις δυνάμεις, για να προωθήσει τα ίδια συμφέροντά της.» Η απουσία της πνευματικής ηγεσίας και ο καιροσκοπισμός της ηγέτιδας τάξης, που δεν απέχει πια πολύ από το να μετατραπεί σε κατεστημένο, μοιάζουν συμπληρωματικά. Ο Ανδρέας έχει ήδη αρχίσει να δείχνει τον ορίζοντα των αντιπάλων, που δεν είναι μόνο το παλάτι ή οι δυνάμεις της αντίδρασης αλλά και όσοι τους ανέχονται. Αλλά πώς θα καλυφθεί το κενό τους στην κοινωνία; Με μια άλλη ομάδα από προοδευτικούς πνευματικούς ανθρώπους, από διανοούμενους και καλλιτέχνες που στέκονται στο ύψος των περιστάσεων και είναι έτοιμοι να αγωνιστούν για τα δημοκρατικά ιδεώδη; Φαίνεται πως η λύση δεν είναι αυτή. Διότι ο Ανδρέας ουδέποτε ενστερνίστηκε την άποψη «ότι μπορείς να κερδίσεις την πλειοψηφία μέσω της ελίτ. Μέσω της πνευματικής ηγεσίας. Μέσω της κουλτούρας. Ο Ανδρέας πίστευε ότι μπορείς να κερδίσεις την πλειοψηφία μόνο μέσα από το όραμά σου, μόνο μέσα από τη σχέση σου με το λαό.»[87] Το αρχηγικό μοντέλο έχει αρχίσει να διαμορφώνεται και να φιλοτεχνείται.

           Όμως, η εποχή βιώνει μια ευρύτατη κουλτούρα της Αριστεράς, την άνοιξη της δημιουργίας και της λαϊκής συμμετοχής. Το κοινό ταυτίζει συχνά  τις προτιμήσεις και τις αισθητικές του με τα πολιτικά του πιστεύω. Οι συναυλίες, που εκπέμπουν και ιδεολογικά μηνύματα, μετατρέπονται σε συναντήσεις έμμεσης πολιτικής διαμαρτυρίας. Tο καλοκαίρι του 1964, το ΄Αξιον Εστί του Ελύτη, μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη ετοιμάζεται να παιχτεί στο Ηρώδειο. Η παρουσία του Γρηγόρη Μπιθικώτση και το, εκτός προδιαγραφών ευγενούς καταγωγής, μπουζούκι στέκονται η αφορμή για τις αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων της εποχής και η συναυλία ματαιώνεται. Ξεσηκώνεται σάλος. Ωστόσο, η αιτία της αντίδρασης αξίζει να αναζητηθεί βαθύτερα, στην απειλή που αντιπροσωπεύει για τον κυρίαρχο λόγο της Δεξιάς αυτό το αντιηγεμονικό εθνικό αφήγημα, καθώς γεφυρώνει, με τη βυζαντινή μουσική και το μπουζούκι, την ορθοδοξία με τη λαϊκή κουλτούρα. Η Αριστερά, για πρώτη φορά μετά τον Εμφύλιο, διεκδικεί να αφηγηθεί εκείνη τον «ελληνισμό», αφαιρώντας από τη Δεξιά τη  μονοπώλησή του. Με λόγο παρηγορητικό, αφού το ποίημα έχει συγκεράσει στο σώμα του τα τραύματα της μακράς ελληνικής «συνέχειας», από την αρχαιότητα ως την αντίσταση, και αυτά θεραπεύει δοξάζοντάς τα. Είναι μια πρόταση συμφιλίωσης με το παρελθόν και γεφύρωσης των ρηγμάτων,  που όμως προκαλεί σκληρές αντιδράσεις, διότι αν συμβεί κάτι τέτοιο θα νομιμοποιηθεί ταυτόχρονα μια αναδυόμενη κουλτούρα, που πιέζει για αναδιανομή σε πολιτισμικό επίπεδο και απειλεί την κυρίαρχη. Η σύγκρουση, επομένως, δεν μπορούσε παρά να είναι σφοδρή.  

 Η μυθολογία της Αριστεράς διαθέτει μεγάλη εμβέλεια την εποχή αυτή. Ξεκίνησε καταρχάς ως μια κουλτούρα αντίρρησης, ανυπακοής, συγκρούσεων, που καλλιεργούσε το αφήγημα των αποκλεισμένων και καταδιωγμένων, που ζέσταινε συναισθήματα άμεσης αλλαγής της ζωής αλλά και απώτερων προσδοκιών. Σταδιακά, όμως, αναπτύχθηκε σε αναδυόμενη λαϊκή κουλτούρα που αντιστεκόταν στο αστικο-τουριστικό μοντέλο της εθνικόφρονος συντηρητικής ελίτ, φιλοδοξώντας να αναδιοργανώσει το συνολικό πολιτισμικό πεδίο. Η μαζικότητα του φαινομένου ήταν εντυπωσιακή. Μπροστά στον  κόσμο που σύχναζε στις μπουάτ και τις συναυλίες, η εικόνα της λαμπερής επιφάνειας των διαλειμμάτων του Ηρωδείου, με τους ντυμένους τα καλά τους πολιτικούς και ανακτορικούς κοσμικούς προσκεκλημένους να κσομύν με τις φωτογραφίες τους τις λίγες κοσμικές στήλες, άρχιζε να ξεθωριάζει αλλά και να προκαλεί. Ο εύθραυστος κόσμος της κουλτούρας που στηριζόταν στους κοσμικούς κύκλους, στη μίμηση, τους ξένους vips και υποσχόταν ένα μοντέλο τουριστικο-πολιτιστικής ανόδου της χώρας, είχε ραγίσει. Τη θέση του απειλούσε να πάρει το πολύβουο λαϊκό μελίσσι της νεολαίας που αναδυόταν από τις γειτονιές της Αθήνας.

           Το πολιτιστικό κύμα ήταν ισχυρό, είχε σημαντικούς και προβεβλημένους εκπροσώπους, αλλά η πολιτική του Ανδρέα ήταν πολιτική εξουσίας, δεν επιζητούσε και δεν ανεχόταν ενδιάμεσα πεδία και πρόσωπα. Τα πολιτικά γεγονότα τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα. Ο Απρίλιος του 1965 τον βρίσκει αναπληρωτή υπουργό Συντονισμού κι ένα μήνα αργότερα, τον Μάϊο, ξεσπάει η υπόθεση  Ασπίδα. Στις 15 Ιουλίου η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου εξαναγκάζεται σε παραίτηση και  αρχίζει ο δεύτερος Ανένδοτος. Μια εβδομάδα αργότερα, στις 21 Ιουλίου, σκοτώνεται σε διαδήλωση από τους αστυνομικούς ο Σωτήρης Πέτρουλας, νεαρός φοιτητής. Η λαϊκή οργή και διαμαρτυρία μεγαλώνει διαρκώς, το συγκινησιακό στοιχείο ανεβάζει τους τόνους, το λαϊκό αφήγημα αποκτάει ολοένα πιο δραματικές διαστάσεις. Τώρα η πολιτική έχει βγει στους δρόμους και τις πλατείες, η δημοκρατία κινδυνεύει, φρέσκο αίμα έχει χυθεί. Το δημόσιο θέατρο των γεγονότων καταλαμβάνει το κέντρο της πόλης. Η Βουλή, το Παλάτι, τα Προπύλαια, η πλατεία Κλαυθμώνος, το Σύνταγμα, οι μεγάλοι δρόμοι είναι το σκηνικό για τις υπαίθριες συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις. Τα ίδια συμβαίνουν και στη Θεσσαλονίκη, με τη δική της πολιτική γεωγραφία.

 Μπροστά σε μια τόσο κρίσιμη κατάσταση, ο Γεώργιος Παπανδρέου κάνει ένα μεγάλο συμβιβασμό και συμφωνεί με τον βασιλιά και τον Κανελλόπουλο για μεταβατική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Παρασκευόπουλο. Ο Ανδρέας διαφωνεί, νιώθει «πληγωμένος και θυμωμένος».[88]

Στο μεταξύ έχει αρχίσει να παίρνει πολιτικές πρωτοβουλίες, να γίνεται δημοφιλής, να αποκτάει αυτόνομη πολιτική υπόσταση, να αποτελεί τον πόλο συσπείρωσης ενός αριστερού ρεύματος μέσα στο κόμμα της Ένωσης Κέντρου. Διαφαίνεται ακόμη και η απειλή της διάσπασης. Γίνεται λόγος για μια ομάδα σαράντα βουλευτών που τον ακολουθεί. Οι οριοθετήσεις του σταθεροποιούνται και σκληραίνουν απέναντι στις άλλες πολιτικές δυνάμεις, κόμματα και ομάδες. Φτιάχνει το δικό του πολιτικό χώρο, σε ρήξη με όλους και, φυσικά, με τον πατέρα του.

Είναι η στιγμή της πολιτικής του χειραφέτησης. Ενισχύει τη δική του ταυτότητα, απομακρύνεται  από τη σκια του πατέρα του και αρχίζει να αποκτάει αυτοδυναμία. «Αυτό που «έφτιαξε» τον Ανδρέα ήταν η κρίση του 1965. Από τον Ιούλιο του 1965 ως τον Απρίλιο του 1967 δημιούργησε την δική του ανεξάρτητη ταυτότητα οργώνοντας τη χώρα για να βγάζει πολιτικούς λόγους και δείχνοντας αξιοσημείωτο πολιτικό θάρρος.»[89]

            Μετά την Αποστασία και την κήρυξη από τον Γεώργιο Παπανδρέου του δεύτερου Ανένδοτου, οι τόνοι του Ανδρέα ανεβαίνουν και γίνονται εμπρηστικοί. Σε ένα χαρακτηριστικό άρθρο του με τίτλο «Εξωτερική πολιτική και εθνική αναγέννηση»[90], που δημοσιεύεται ένα περίπου μήνα μετά τα Ιουλιανά, το ύφος και η πολιτική ανάλυση απηχούν έντονα  στοιχεία μεγαλοϊδεατισμού. Μιλάει στο όνομα ενός «προοδευτικού εθνικισμού». Αναφέρεται σε μια μυθοποιητική υπέρβαση, σύμφωνα με την οποία η Ένωση Κέντρου «δεν είναι πια απλώς κόμμα της Δημοκρατίας» αλλά καλείται να είναι «το κόμμα της νέας Μεγάλης Ιδέας», της ιδέας της Εθνικής Αναγεννήσεως που θα αποτελεί επίσης τη «διαχωριστική γραμμή της πολιτικής ζωής». Με την επίκληση του Ίωνα Δραγούμη και μιας νιτσεϊκού τύπου δύναμης, προβάλλει το όραμα «μιας Νέας Ελλάδας» και «κάτι που λέγεται ελληνική προσωπικότητα και ελληνικά ιδανικά και που εκφράζει την κοινή μας προέλευση στην ελληνική γη». Αναφέρεται σε έναν «τρόπο υπάρξεως και σκέψεως καθαρά ελληνικό». «Αυτή η «ελληνικότητα», αυτή η «ρωμιοσύνη» μας είναι το σημείο τομής  τόσο της παραδόσεώς μας όσο και των στόχων μας, των κοινών ιδανικών μας. Αν την χάσουμε, παύουμε να είμαστε Έλληνες. Διαλυόμεθα μέσα σε πλατύτερα σύνολα. Τέτοια καταστροφή την απαγορεύει η Ιστορία μας.» Η Δεξιά και τα ξένα συμφέροντα δεν κατηγορούνται πια μόνο για την πολιτική και πολιτειακή ανωμαλία αλλά και «για την πολιτική μείωση της άλλοτε ισχυρής φυλής μας».  Απέναντι στην «αντιδραστική πατριδοκαπηλία» αντιτάσσει τώρα τον «προοδευτικό εθνικισμό».[91] 

                Αυτό το έντονα ξενοφοβικό αφήγημα, που βρίσκεται εδώ στην αρχή της διαμόρφωσής του,   θα συνεχίσει να εμπλουτίζεται στα χρόνια της δικτατορίας και θα ολοκληρωθεί στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ωστόσο, είναι το αφήγημα με το οποίο θα διεκδικήσει την ιδεολογική ηγεμονία και θα κάνει αποδεκτή, στη συνέχεια και ως κυβέρνηση πλέον, τη δική του επινόηση της παράδοσης. 

                Μέσα στα θολά νερά της ταραγμένης και αβέβαιης εκείνης εποχής των μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων για τη δημοκρατία, ο Ανδρέας απεκδύεται σταδιακά τα στοιχεία της ακαδημαϊκής του ταυτότητας. Ήταν αυτά τα ίδια στοιχεία που του πρόσφεραν στο παρελθόν την ψύχραιμη ανάλυση, τη Διάκριση, τους κοινωνικούς στόχους. Διαμορφώνει τώρα μια νέα ταυτότητα,  που φτιάχνεται από τα ρευστά εμπειρικά υλικά της εποχής και καθοδηγείται όχι πια από την ανάλυση των δεδομένων αλλά από τη συγκυρία και την πολιτική της αξιοποίηση. Αυτοσχεδιάζει, κινείται από παρόρμηση, από φιλοδοξία, από δίψα για εξουσία;  Αναζητάει, όπως ο Κένεντι, τα «νέα σύνορα»; Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως προθέσεων, μοιάζει να οδηγείται στο λαϊκισμό.[92]

           Στις 2 Νοεμβρίου του 1966 ο Ανδρέας μίλησε σε εκδήλωση του Ομίλου Παπαναστασίου που είχε τότε πρόεδρο τον Βασίλη Φίλια, αντιπρόεδρο τον Σάκη Καράγιωργα και γραμματέα τον Κώστα Σημίτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανάλυσή του, μπροστά σ’ αυτό το στενό ακροατήριο διαννοουμένων, υπακούει σε  ορθολογικά κριτήρια που σχετίζονται κυρίως με την ανάπτυξη και τον προγραμματισμό, την κατανομή του πλούτου, την περιφερειακή οργάνωση και το ρόλο του κράτους. Ερμηνεύει τη σχέση οικονομίας και πολιτικής με κεντρική την έννοια του  κατεστημένου (establishment), που χρησιμοποιείται ίσως εδώ για πρώτη φορά. Κάνει επανειλημμένα λόγο για την πολιτιστική πρόοδο, το γενικό σύστημα αξιών, την άνοδο του μορφωτικού και πολιτιστικού επιπέδου του λαού, τη σημασία της τεχνολογικής προόδου, εντάσσοντάς τα στους αναπτυξιακούς παράγοντες.. Καταλήγοντας, μάλιστα, στις προϋποθέσεις εκδημοκρατισμού της χώρας προσθέτει ένα νέο στοιχείο, που είναι η ανάγκη ανάδειξης «νέας πνευματικής ηγεσίας». Πρόκειται μάλλον για μια ευγενική παραχώρηση που κάνει απέναντι στους διοργανωτές, παρά για πεποίθησή του, αφού η ιδέα αυτή δεν έχει παρελθόν αλλά ούτε συνέχεια. Πρόκειται πάντως για  μια μετρημένη ομιλία, αφού ο Όμιλος είχε κατά τον Ανδρέα «ελιτίστικο χαρακτήρα» και «γι’ αυτό η οργάνωση αυτή δεν έπαιρνε μέρος σε μαζικούς αγώνες του λαού».[93] 

                 Αλλά βρίσκεται ήδη πολύ κοντά στη στιγμή της ρήξης με τον πατέρα του. Στις 26 Δεκεμβρίου 1966 στέλνει στον πατέρα του μια επιστολή, με αφορμή την ψήφο στην κυβέρνηση Παρασκευόπουλου, όπου θέτει το δίλημμά  του ως πολιτικού και ως γιου. «Σαν πολιτικός ξέρω ότι είναι καθήκον μου να καταψηφίσω την κυβέρνηση, όταν έρθει στη Βουλή. Σαν γιος είμαι συντετριμμένος.» Αυτή είναι η ρήξη με τον πατέρα του και η από το σημείο αυτό και πέρα αυτονόμηση της πολιτικής του πορείας, αφού όχι μόνο στέλνει την επιστολή αλλά την δημοσιοποιεί κιόλας.

                  Οι επόμενοι μήνες κυλούν στον απόηχο της ρήξης, σε πρωτοβουλίες για την προετοιμασία μιας εναλλακτικής πολιτικής κίνησης, στη βαριά σκιά της δίωξης για τον ΑΣΠΙΔΑ.  Στις 20 Απριλίου 1967, στις 9 το βράδυ, ο Ανδρέας Παπανδρέου εκφωνεί πολιτικό λόγο στα εγκαίνια των γραφείων των Δημοκρατικών Συνδέσμων, στη γωνία Σόλωνος και Σίνα.  Λίγες ώρες αργότερα θα κηρυχθεί η δικτατορία των συνταγματαρχών και τα άρματα θα κατεβούν στο κέντρο της Αθήνας.

                Οι Δημοκρατικοί Σύνδεσμοι ήταν μια προσωποπαγής οργάνωση «χωρίς μεγάλη πολιτική διαφάνεια και η διάρθρωσή της στηριζόταν στο ακτινωτό σύστημα».[94] Πολιτική αδεξιότητα, αφέλεια, λάθος εκτίμηση, πανικός οδηγούν σ’ αυτή την οργάνωση που προκαλεί με την αδιαφάνειά της υποψίες, σε μια εποχή τόσο ευάλωτη σε προκλήσεις; Σε κάθε περίπτωση, ο Ανδρέας μιλάει κάτω από την πίεση  της άρσης της ασυλίας του, που την έχει ζητήσει το ίδιο εκείνο πρωί ο ανακριτής. Δεν είναι πια βουλευτής, μπορεί σε οποιαδήποτε  στιγμή να κληθεί από τον ανακριτή σε απολογία, μπορεί να διαταχθεί από τον εισαγγελέα η προφυλάκισή του, είναι για δεύτερη φορά στη ζωή του εγκλωβισμένος.  Ο λόγος του θα είναι σιβυλλικός: «Συναντιώμαστε σήμερα για να αποχαιρετιστούμε. Ο καθένας, σύμφωνα με τις οδηγίες του,  θα πάρη τη θέση του στη μάχη. Θα δώση τον καλύτερο εαυτό του. Θα προσφέρη, με τη νίκη βέβαιη, έτοιμος πάντα για κάθε θυσία. «Πορευθήτε και διδάξατε»». Μια βιβλική εικόνα σχηματίζεται στον ουράνιο θόλο αυτού του πολιτικού λόγου. Ο διδάσκαλος και οι μαθητές του, ο διαφωτιστής και τα μέλη της μυστικής οργάνωσης, σε μια δημόσια εκδήλωση με μεγάλες αποσιωπήσεις και ένα μικρό μυστικό για τον καθένα, με απόκρυφες οδηγίες, έτοιμοι όλοι για τον αγώνα τον καλό, για τη θυσία. Ο λόγος είναι ευαγγελικός με τροτσκιστικό άρωμα, η αποστολή υπερβατική.

                  Σταδιακά, μέσα στο διάστημα που έχει προηγηθεί, έχει συγκροτήσει την αντίληψη που θα συνεχίσει να υποστηρίζει σταθερά: Ιμπεριαλισμός, υπερδυνάμεις, ξένα κέντρα εξουσίας, κέντρο-περιφέρεια,  η Ελλάδα ως μικρό έθνος, η εξάρθρωση της οικονομίας από τη συντηρητική οικονομική πολιτική, αστυνομικό κράτος, εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, κλπ.  Κεντρική θα είναι επίσης η έννοια του κατεστημένου, στο οποίο συγκαταλέγονται: παλάτι, αμερικανοί, στρατιωτική ηγεσία, ανώτερες δημοσιοϋπαλληλικές βαθμίδες, αξιωματούχοι εργατικών ενώσεων και γεωργικών συνεταιρισμών διορισμένοι από την κυβέρνηση, το μεγαλύτερο μέρος της πανεπιστημιακής κοινότητας, επιχειρηματίες, βιομήχανοι, τραπεζίτες, καιροσκόποι, ξένες εταιρίες, πολιτικοί της ΕΡΕ και λίγοι του Κέντρου. Η ανάλυσή του  έχει αποκτήσει εμπειρικό χαρακτήρα με έντονο το προσωπικό στοιχείο. Η ρήξη με τον πατέρα του δεν είναι η μόνη, είναι υποχρεωμένος να προχωρήσει και σε ρήξη με την Αμερική που γνώρισε και αγάπησε, ως χώρα των εσωτερικών αντιθέσεων. Διότι «η αντιδραστική αμερικανική εξωτερική πολιτική μοιάζει ασύμβατη με τη φιλελεύθερη στάση στο εσωτερικό. Αυτή η φαινομενική ασυμβατότητα εντυπωσίασε τον Ανδρέα Παπανδρέου που, μετά από είκοσι χρόνια ως φιλελεύθερος δημοκρατικός στις ΗΠΑ, αντιμετώπιζε τώρα με άμεσο τρόπο την αντιδραστική τους επέμβαση στις ελληνικές εσωτερικές υποθέσεις.» Θα λύσει αυτό το γόρδιο δεσμό με τη γνωστή του καταγγελτική αμεσότητα. Παρόλα αυτά ο Ανδρέας φαίνεται να πίστευε ότι είναι προορισμένος να χαράξει ο ίδιος  τα «νέα σύνορα» της Ελλάδας και να παίξει, κατ’ αναλογία, «στην πατρίδα του ένα ρόλο σαν εκείνο του Κένεντι».[95]

Η δικτατορία της 21ης Απριλίου θα κόψει βίαια το νήμα της πολιτικής ζωής της χώρας και θα οδηγήσει τους ηγέτες όλου του πολιτικού φάσματος σε περιορισμό ή φυλάκιση. Χιλιάδες προοδευτικοί, δημοκρατικοί και αριστεροί πολίτες θα βρεθούν στις εξορίες. Πολλοί θα παραμείνουν κρατούμενοι για χρόνια, ενώ θα προστεθούν και νέοι, εξαιτίας της αντιστασιακής τους δράσης. 

πίσω | κεφάλαια | κορυφή

design by netsupport.gr