Προκειμένου να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τη διαχρονικότητα της σχέσης πολιτισμού και πολιτικής, η συγγραφέας ξεκινά –στην εισαγωγή- με μία συζήτηση γύρω από τις διαδοχικές μεταλλάξεις της έννοιας και του ρόλου του πολιτισμού, που από δοξαστικό και στη συνέχεια εκπολιτιστικό “εργαλείο” μετατράπηκε σε αντικείμενο κρατικής πολιτικής, συνδέθηκε με το δημόσιο συμφέρον και τα κοινωνικά δικαιώματα και τελικά απόκτησε οικονομική και αναπτυξιακή διάσταση.
Στο πρώτο μέρος εξετάζει τις συνθήκες που οδήγησαν στη γένεση της πολιτιστικής πολιτικής στην Ευρώπη, σκιαγραφώντας μια πορεία που ξεκινά με το αίτημα πολιτικοποίησης της κουλτούρας κατά τη Γαλλική Επανάσταση και κορυφώνεται με την ένταξη του πολιτισμού στις δημόσιες πολιτικές του κράτους πρόνοιας μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Επιπλέον, προχωρά στην ανάλυση του περιεχομένου της νέας αυτής πολιτικής, εξετάζει το ρόλο σημαντικών θεωρητικών της εποχής στη διαμόρφωσή του και μελετά τα μοντέλα πολιτικής που αναπτύχθηκαν σε διαφορετικές- ιστορικά και πολιτικά- χώρες της δυτικής Ευρώπης, δίνοντας μας, έτσι, τη δυνατότητα να αντιληφθούμε πως τόσο η παραγωγή του πολιτισμού όσο και η παραγωγή της πολιτικής του είναι διαδικασίες που συνδέονται άμεσα με το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο συντελούνται.
Ακολουθεί στο δεύτερο μέρος η ανάλυση των χαρακτηριστικών και της δόμησης της πολιτιστικής πολιτικής ως δημόσιας πολιτικής, με αναφορές στην επίδραση διεθνών ιδεολογικών ρευμάτων, όπως ο φιλελευθερισμός και η Αισθητική. Παράλληλα, ερευνάται και η «πεζή» -όπως τη χαρακτηρίζει η Ζορμπά- πραγματικότητα της πολιτικής του πολιτισμού. Γιατί, μόνον εξετάζοντας το ρόλο των δικτύων δημόσιας δράσης, των δρώντων, της πολιτικής ατζέντας και των πολιτικών παραθύρων μπορούμε να κατανοήσουμε ότι η χάραξη της οποιασδήποτε δημόσιας πολιτικής είναι μια ιδιαίτερα σύνθετη διαδικασία που επηρεάζεται από πολλούς και συχνά αστάθμητους παράγοντες.
Το τρίτο μέρος επικεντρώνεται στην ελληνική περίπτωση και εξετάζει κάποιες από τις καθοριστικότερες στιγμές στην ιστορία της πολιτιστικής μας πολιτικής, από τα «πέτρινα» χρόνια του ΄50 μέχρι και την πρόσφατη αναξιοποίητη ευκαιρία του Γ΄Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Κατά τη συγγραφέα, αυτό που -πλην ορισμένων «φωτεινών» διαλειμμάτων- χαρακτηρίζει την πολιτιστική πολιτική αυτής της περιόδου είναι ότι παρέμεινε καθηλωμένη στο ένδοξο εθνικό παρελθόν αφήνοντας, έτσι, αναξιοποίητους τους σύγχρονους πολιτισμικούς και πολιτιστικούς πόρους της χώρας. Στενά κρατικιστικό και συγκεντρωτικό το μοντέλο που εφαρμόστηκε, απέτυχε αλλά και απέφυγε να προωθήσει τις συμπράξεις με τους αναδυόμενους φορείς και τις νέες δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, να ενισχύσει το διάλογο με το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και να δημιουργήσει το πλαίσιο μιας σύγχρονης πολιτισμικής δημοκρατίας. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι –όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει η Ζορμπά- αυτός ο κρατισμός δυστυχώς επηρέασε και τους ανθρώπους και επαγγελματίες του χώρου του πολιτισμού που σε πολλές περιπτώσεις υπήρξαν διστακτικοί ή και αρνητικοί απέναντι στην οποιαδήποτε προσπάθεια μεταρρύθμισης.
Φτάνοντας, εν τέλει, στην παρούσα συγκυρία της κρίσης, προτείνεται ως προοπτική-λύση η πραγματοποίηση μιας αλλαγής παραδείγματος. Μιας αλλαγής προϋποθέτει τον επαναπροσδιορισμό του πολιτισμικού κεφαλαίου της χώρας, την επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης του πολιτισμού με την κοινωνία, την οικονομική ανάπτυξη και τον τουρισμό, αλλά κυρίως τον ανασχεδιασμό της κρατικής παρέμβασης, ώστε το κράτος να λειτουργεί όχι ως πάτρωνας και αποκλειστικός παραγωγός του πολιτισμού αλλά ως ρυθμιστής του πλαισίου και εγγυητής των κανόνων άσκησης της πολιτιστικής πολιτικής.
Κλείνοντας θα ήθελα να σταθώ σε ένα στοιχείο που, σε συνδυασμό με τον ολιστικό τρόπο προσέγγισης του ερευνητικού αντικειμένου, χαρακτηρίζει και ξεχωρίζει τη δουλειά της Ζορμπά: στην ψυχραιμία με την οποία αντιμετωπίζει την παρούσα συγκυρία της κρίσης. Ανεπηρέαστη από τον επικρατούντα πολιτιστικό πεσιμισμό και χωρίς «κορώνες» υπέρμετρης αισιοδοξίας, επισημαίνει μεν τους κινδύνους αλλά την ίδια στιγμή μας καλεί να δούμε την κρίση σαν μια ευκαιρία κατάρτισης ενός νέου πολιτισμικού σχεδίου, συμμετοχικού και δημοκρατικού. Ενός σχεδίου που ενισχύοντας την κοινωνική συνοχή θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σημαντικό «εργαλείο» εξόδου από την κρίση.