Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018
Με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο προτείνουμε το θεσμικό πλαίσιο της συνένωσης των λειτουργιών του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και των Τμημάτων του, του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης, με αυτές δύο άλλων σημαντικών Μουσείων, που λειτουργούν ως κοινωφελή ιδρύματα, του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη και του Μουσείου Άλεξ Μυλωνά στην Αθήνα. Η συνένωση αυτή έχει πίσω της μακρά ιστορία. Ξεκίνησε στη πραγματικότητα με την ίδρυση του ΚΜΣΤ, το 1997, την περίοδο της πολιτιστικής πρωτεύουσας, που έκανε πολλούς να αναρωτηθούν πόσο βιώσιμα θα ήταν δύο μεγάλα μουσεία σύγχρονης τέχνης στην πόλη. Η συνένωση αυτή εξαγγέλθηκε μετά το 2010 περισσότερες φορές, αλλά δεν κατάφερε ποτέ μέχρι σήμερα να πραγματοποιηθεί, και είναι κάτι που η πόλη της Θεσσαλονίκης συζητά και περιμένει πια με αδημονία, αν και η σημασία της, πιστεύουμε, υπερβαίνει κατά πολύ την τοπική ζωή.
Δεν προτείνουμε συνεπώς κάτι καινούργιο, αν και η συγκεκριμένη μας πρόταση θεωρούμε ότι ανοίγει μια πιο αισιόδοξη και δυναμική προοπτική από τις προηγούμενες, ακόμη και να βρισκόμαστε σε χαλεπέστερους καιρούς.
Η τιμή για την έναρξη του εγχειρήματος ανήκει κατ’ αρχήν στον κ. Γερουλάνο, Υπουργό Πολιτισμού το 2010, που διενήργησε τις πρώτες επίσημες διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερόμενους παράγοντες. Τη σκυτάλη ανέλαβε σύντομα –με τη μεταβολή κυβέρνησης– ο κ. Τζαβάρας, που, πριν την αντικατάστασή του στο πλαίσιο κυβερνητικού ανασχηματισμού, προχώρησε εντατικά μέχρι και τη κατάρτιση προσχεδίου σχετικών διατάξεων. Ωστόσο, επόμενες ηγεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού μέχρι και το 2015 αγνόησαν τις προσπάθειες αυτές, παρασυρμένες ίσως από τη δίνη των ημερών, και το όλο εγχείρημα αφέθηκε να καταρρεύσει, μεταξύ άλλων γιατί η λογική της συγχώνευσης των εμπλεκομένων οργανισμών φαινόταν να προσκρούει σε νομικές δυσκολίες. Στο μεταξύ, η επιδεινούμενη οικονομική κατάσταση οδήγησε το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και το Μουσείο Άλεξ Μυλωνά σε υπολειτουργία, ενώ το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης είδε την κρατική επιχορήγηση που λάμβανε, τον αποκλειστικό σχεδόν μέχρι τότε πόρο του, να πέφτει μεταξύ 2010 και 2015 κατά 75%.
Αυτό που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν, ωστόσο, να κάνουν οι παλαιότερες κυβερνήσεις το κάνουμε πράξη εμείς σήμερα. Γιατί, οι διοικήσεις που ορίστηκαν από την παρούσα κυβέρνηση σχεδόν από την αρχή της θητείας της είχαν ως σαφή στόχο την οργάνωση και υλοποίηση ενός βιώσιμου σχεδίου συνένωσης. Μετά από εντατική συνεργασία δύο και πλέον ετών με τις διοικήσεις των κοινωφελών ιδρυμάτων καταρτίστηκε υπό την εποπτεία και των τριών προκατόχων μου στη θέση του Υπουργού Πολιτισμού ένα ενδελεχές σχέδιο για τον σκοπό αυτό, τις νομικές όψεις του οποίου αποτυπώνει το προτεινόμενο σχέδιο νόμου. Όπως θα σας εκθέσω όμως, η δική μας προσπάθεια να αποτρέψουμε την κατάρρευση του δημοσίου πολιτισμικού αγαθού δεν έχει αμυντική λογική. Μας ενδιαφέρει να εδραιώσουμε μια νέα δυναμική αντίληψη για τη μουσειακή οργάνωση και όχι να διαμοιράσουμε τη μιζέρια και να διαιωνίσουμε την καχεξία σε πιο ορθολογική βάση. Αποβλέπουμε στρατηγικά να προωθήσουμε ένα πρότυπο μουσειακής πολιτικής, που συγκεντρώνει και αναδιατάσσει τις ζωντανές δυνάμεις, αξιοποιεί ευρηματικά τον διαθέσιμο πολιτισμικό πλούτο και αναπτύσσει δυναμικά τους ίδιους πόρους, στραμμένο αμετακίνητα στην εξυπηρέτηση του δημοσίου αγαθού.
Θα ήθελα να σας πω πώς πιστεύουμε ότι θα το καταφέρουμε αυτό:
Το σχέδιο Τζαβάρα, παρά τις όποιες αγαθές προθέσεις, εμπνεόταν από την παρωχημένη και αμυντική λογική της κρατικοποίησης προβληματικών επιχειρήσεων. Προέβλεπε την απλή κατάργηση του ΜΜΣΤ και την απορρόφηση των συλλογών, του προσωπικού και της περιουσίας του από το ΚΜΣΤ σε ένα αδιάκριτο όλον, υπό μια ενιαία καλλιτεχνική διεύθυνση και ένα ΔΣ. Σε αυτό προβλεπόταν να έχει ισχυρή μειοψηφική συμμετοχή το σωματείο που είχε ιδρύσει αρχικά το ΜΜΣΤ. Το σχέδιο αυτό, όμως, παρουσίαζε σοβαρές δυσκολίες. Κατ’ αρχήν, φαινόταν να αντιβαίνει την προστασία των κοινωφελών ιδρυμάτων που προβλέπει το άρθρο 109 του Συντάγματός μας και, επιπλέον, μετέθετε αδιάκριτα το παθητικό του καταργούμενου κοινωφελούς ιδρύματος στη πλάτη του κράτους.
Το προτεινόμενο σχέδιο νόμου ούτε κρατικοποιεί ούτε καταργεί κάποιο ιδιωτικό μουσείο ή φορέα. Το ΜΜΣΤ στη λαμπρή πορεία του για περισσότερες δεκαετίες εκπροσώπησε και εκπροσωπεί την ενεργό κοινωνία των πολιτών στο πεδίο της σύγχρονης τέχνης και την αίγλη και εμπειρία του, το εγχείρημα που προτείνουμε θα αξιοποιήσει στο έπακρο, μέσα από τα σχήματα συνεργασίας, που θεσπίζονται. Τα νομικά πρόσωπα των ιδιωτικών ιδρυμάτων ΜΜΣΤ και ΜΑΜ εξακολουθούν να υφίσταται και, αντί κατάργησής τους, παραχωρούν κατά χρήση δωρεάν στον υπό ίδρυση φορέα τις συλλογές, τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό τους για 30 και 20 χρόνια αντίστοιχα. Τις σχετικές συμφωνίες αποτυπώνουν οι συμβάσεις παραχώρησης που προτείνεται εδώ να κυρώσουμε με τα άρθρα 15 και 16.
Τί είναι λοιπόν αυτό που κάνουμε με το παρόν σχέδιο;
Αναδιαρθρώνουμε δραστικά την οργανωτική δομή του ΚΜΣΤ, ώστε να υποδεχθεί κατάλληλα και στη βάση μιας αναπτυξιακής αυτοτέλειας τις λειτουργίες που συνδέονται με τις παραχωρούμενες συλλογές. Για αυτό στο οργανωτικό αυτό εγχείρημα υλοποιούμε την αρχιτεκτονική λογική ενός μεγάλου ενιαίου πολιτιστικού οργανισμού-πλατφόρμα που στεγάζει μια πλειάδα αυτοτελών μουσειακών εγχειρημάτων. Για τον σκοπό αυτό, μελετήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως πηγή έμπνευσης σε πολλά σημεία οι οργανωτικές επιλογές μεγάλων και αναγνωρισμένων μουσειακών φορέων της αλλοδαπής. Κάποιοι σπεύδουν να επικρίνουν την επιλογή αυτή ισχυριζόμενοι ότι τα πρότυπα αυτά προέρχονται από μουσεία πολύ μεγαλύτερα σε μέγεθος και λειτουργίες από τους εδώ συνενούμενους φορείς. Φοβάμαι, όμως, ότι τους διαφεύγει το ουσιώδες που είναι άσχετο από μεγέθη: δηλαδή την ίδια την αρχιτεκτονική λογική της πολλαπλότητας και αυτοτέλειας μέσα στην ενότητα δια των των συνεργειών. Τη νέα αυτή λογική υλοποιούμε με το παρόν σχέδιο προβαίνοντας επί της αρχής σε μια σαφή διάκριση μεταξύ καλλιτεχνικού προγραμματισμού και δράσεων, που ασκούνται από τα επιμέρους μουσειακά εγχειρήματα, από τη μια πλευρά, και διοικητικών-οικονομικών λειτουργιών του ενιαίου φορέα-πλατφόρμα, που ανατίθενται σε έναν Γενικό Δ/ντη, δηλαδή έναν μάνατζερ, αλλά μάνατζερ πολιτισμού, και τις διοικητικές, οικονομικές, τεχνικές κλπ υπηρεσίες κάτω από αυτόν.
Ήδη από μόνη της η επιλογή αυτή επιτρέπει μια οικονομία κλίμακας, στο πλαίσιο της οποίας δεν εξοικονομούνται απλώς δαπάνες, αλλά μπαίνουν οι βάσεις μια στιβαρή και αποτελεσματική διοικητική-οικονομική λειτουργία, ιδίως όσον αφορά την παραγωγική διάθεση της κρατικής επιχορήγησης και την ορθολογική κάλυψη των αναγκών των επιμέρους μουσείων. Έτσι, πάνω στη πλατφόρμα αυτή οργανώνονται και λειτουργούν περισσότερα επιμέρους μουσεία με αυτοτελή διοίκηση το καθένα, τον καλλιτεχνικό διευθυντή του και, σε δύο περιπτώσεις, την οικεία εφορεία.
Πρόκειται για:
α) το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, που θα διαχειρίζεται την περίφημη συλλογή Κωστάκη, καθώς και συλλογές έργων και έργα του νέου φορέα προγενέστερατου 1960
β) το Μουσείο Φωτογραφίας, που θα αξιοποιεί τις συλλογές και την εμπειρία του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και θα έχει την ευθύνη της Φωτομπιεννάλε.
γ) το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, που θα διαχειρίζεται τις πολύ σημαντικές συλλογές έργων μεταγενέστερων του 1960 και προέρχονται από το ΜΜΣΤ (συλλογές Ιόλα, Ξύδη, Απέργη κ.α.) αλλά και τις συλλογές σύγχρονης τέχνης που διαθέτι σήμερα το ΚΜΣΤ
δ) Το Μουσείο ‘Αλεξ Μυλωνά, που διαχειρίζεται τη συλλογή γλυπτών της Άλεξ Μυλωνά και θα λειτουργεί ως Τμήμα Σύγχρονης Γλυπτικής του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και
ε) Το Πειραματικό Κέντρο Τεχνών, που θα έχει ως αποστολή τη διοργάνωση δράσεων προβολής της νέας ή πειραματικής καλλιτεχνικής δημιουργίας και θα λειτουργεί ως αυτοτελές Τμήμα στο εσωτερικό του νέου οργανισμού.
Ωστόσο, τα επιμέρους αυτά μουσειακά εγχειρήματα δεν είναι συνήθεις υπηρεσιακές μονάδες που δομούνται στη βάση μιας ενιαίας αλυσίδας διοικητικής ιεραρχίας. Πρόκειται για αυτοτελείς κατ’ αρχήν δομές με διακριτή και αυτοτελή διοίκηση σε πεδίο καλλιτεχνικού προγραμματισμού και δράσης. Την αυτοτέλεια αυτή στο εσωτερικό του ενιαίου οργανισμού-πλατφόρμα εγγυώνται μια σειρά από προβλέψεις:
Κατ’ αρχήν, η επιλογή του καλλιτεχνικού διευθυντή με διαγωνισμό διεθνή και διαφανή, ενώ μέχρι σήμερα αυτός απλώς διοριζόταν από τον υπουργό, διασφαλίζει ουσιαστικά και ηθικά το αυθυπόστατο της θέσης του. Το ΔΣ χαράσσει μεν γενική πολιτική πολιτισμού του μουσείου, αλλά οι καλλιτεχνικοί διευθυντές είναι αυτοί που προσδιορίζουν αυτόνομα στο πεδίο τους τις ειδικότερες κατευθύνσεις και επιλέγουν τα μέσα υλοποίησής τους. Φυσικά, δεν είναι αδέσμευτοι στο κρίσιμο ζήτημα του προϋπολογιζόμενου κόστους των δράσεών τους. Εκεί ακριβώς αναφύεται και η ανάγκη να πείσουν τον Γενικό Διευθυντή, που έχει την ευθύνη της εύρυθμης οικονομικής και διοικητικής λειτουργίας, για το εύλογο του προϋπολογισμού τους. Αλλά, ούτε και ο Γενικός Διευθυντής είναι παντοδύναμος. Κατ’ αρχάς, ειναι υποχρεωμένος σε διαρκή τακτική συνεργασία με τους καλλιτεχνικούς διευθυντές στο πλαίσιο της Καλλιτεχνικής Επιτροπής, ένα όργανο που αποτελείται από το σύνολο των καλλιτεχνικών διευθυντών. Στο πλαίσιο αυτό, οι καλλιτεχνικοί διευθυντές είναι σε θέση, ιδίως εφόσον ομονοούν να υπερνικήσουν ακόμη και τις επίμονες αντιρρήσεις του Γενικού Διευθυντή.
Κατ’ εξοχήν έκφραση της αυτοτέλειας των επιμέρους μουσειακών εγχειρημάτων, ιδίως του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και του Μουσείου Φωτογραφίας, είναι ο θεσμός των εποπτικών εφορειών. Πρόκειται για συλλογικά και αμιγώς συμβουλευτικά όργανα που συγκροτούνται από πρόσωπα εγνωσμένου κύρους του οικείου καλλιτεχνικού πεδίου (καλλιτέχνες, ιστορικοί, ακαδημαϊκοι) και δημιουργούνται δίπλα στον καλλιτεχνικό διευθυντή των προαναφερθένων Μουσείων. Τα μέλη των εφορειών, που δεν αμείβονται, αποτελούν τον επόπτη της ευρυθμίας της λειτουργίας του μουσείου και τον εγγυητή ποιοτικής υπηρεσίας που αυτό παρέχει. Αυτοί διαβουλεύονται τον καλλιτεχνικό προγραμματισμό που προτείνει ο διευθυντής και τον επικουρούν συμβουλευτικά στην υλοποίησή του, αυτοί αξιολογούν το έργο του και εισηγούνται την ανανέωση της θητείας του αλλά και ακροώνται τους υποψήφιους στο πλαίσιο δημόσιας πρόσκλησης.
Ο θεσμός αυτός προβλεπόταν ήδη στη περίπτωση του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και επεκτείνεται και στο νέο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Στην περίπτωση αυτού του τελευταίου η εφορεία εξυπηρετεί και μια καθοριστική ανάγκη που επιβάλλει η συνταγματική νομιμότητα. Γιατί, συμπεριλαμβάνοντας στη σύνθεση αυτής μέλη των διοικήσεων των ΜΑΜ και ΜΜΣΤ, το σχέδιο διασφαλίζει και την εποπτεία που οι φορείς αυτοί δικαιούνται να έχουν ως προς την καλή χρήση των όσων παραχώρησαν στον νέο οργανισμό. Επιπλέον, στην εφορεία σύγχρονης τέχνης βρίσκουν την εύλογη θέση του και ο εκπρόσωπος των συλλογικών φορέων των καλλιτεχνών, που μέχρι σήμερα συμμετείχε στο ΔΣ του ΚΜΣΤ, διότι η συμβολή τους είναι ακριβώς αναγκαία στο πεδίο του προγραμματισμού δράσεων σύγχρονης τέχνης και στην επαφή με τους σύγχρονους και ιδίως νέους καλλιτέχνες, και όχι στη διοικητική λειτουργία του οργανισμού-πλατφόρμα.
Κάποιοι ίσως προτιμούν να βλέπουν τη σύνθετη αυτή, αλλά ανοικτή και αντιεραρχική, δομή ως ένα ακατανόητο γραφειοκρατικό τέρας. Ας είναι. Εμείς, αντίθετα εκτιμούμε ότι η προτεινόμενη δομή είναι πρωτοποριακή στο σχεδιασμό της και μαζί ρεαλιστική στην εφαρμογή της. Είναι ρεαλιστική, γιατί δεν κλείνει τα μάτια στο προφανές γεγονός ότι κάθε διοικητικός οργανισμός προϋποθέτει μια κατανομή εξουσίας και, ταυτόχρονα, είναι αναπόφευκτα πεδίο ανταγωνισμών. Στο προτεινόμενο πλαίσιο, τέτοιοι ανταγωνισμοί εξισορροπώνται μέσα μέσα από διαρκείς διαδικασίες συνέργειας και διαβούλευσης μεταξύ των εμπλεκομένων, πάντα μέσα σε σαφή όρια και αρμοδιότητες. Είναι όμως πρωτοποριακή, γιατί ισορροπεί την ανάγκη αποτελεσματικής διοικητικής ενότητας του όλου νέου οργανισμού-πλατφόρμα, από τη μια, και αυτοτέλειας των καλλιτεχνικών προγραμματισμών των επιμέρους μουσείων από την άλλη. Γιατί, αυτοτέλεια εν προκειμένω δεν σημαίνει φέουδο ενός διευθυντή ή μιας ομάδας επιμελητών, αλλά μια αποστολή σε διαρκή δοκιμασία μέσα από τη συνέργεια και αλληλοτροφοδότηση του μουσείου με την κοινωνία των πολιτών, ιδίως όπως αυτή εκπροσωπείται στην οικεία εποπτική εφορεία.
Το πόσο καινοτόμο και δυναμικό ειναι το νέο αυτό πρότυπο της πλατφόρμας καταδεικνύεται από το ότι προβλέπει τη λειτουργική δομή προσέλκυσης και άλλων μουσειακών ή συλλεκτικών εγχειρημάτων σε εναλλακτικά πεδία, όπως το ντηζάιν ή η κεραμική, τα οποία μπορεί να εντάσσει στη λειτουργία της πλατφόρμας, όχι μόνον ως καλλιτεχνικά σύνολα, αλλά και ως διοικητικές οντότητες-μουσεία. Με άλλα λόγια, το πρότυπο του οργανισμού-πλατφόρμα δίνει υπόσταση σε μια διακριτή πολιτική στρατηγική για τον πολιτισμό που δίνει προτεραιότητα στις συνέργειες (δημόσιου/ιδιωτικού, κράτους / κοινωνίας των πολιτών, μάνατζερ και καλλιτεχνών), την ανοικτή διαλογική διάσταση μιας δημοκρατικής διοίκησης και τον ανοικτό χαρακτήρα της δημόσιας λειτουργίας μπροστά στις νέες τέχνες και στις νέες ανάγκες καλλιτεχνών και κοινού.
Θέλω, όμως, εδώ να υπογραμμίσω ότι είναι λάθος να φαντάζεται κανείς, όπως ίσως κάνουν κάποιοι, ότι το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το Μακεδονικό Μουσείο, ή το Μουσείο Άλεξ Μυλωνά εξακολουθούν να υφίστανται με οιονδήποτε τρόπο και υπό τον νέο οργανισμό την ίδρυση του οποίου προτείνουμε σήμερα, έχοντας τάχα απλώς αλλάξει το όνομά τους. Πρόκειται για αποκεντρωμένες μονάδες του ίδιου ενιαίου φορέα με ενιαία διοικητική/οικονομική δικοίκηση, την οποία ενσαρκώνει το ΔΣ και ο ΓΔ, με ενιαίο προσωπικό, προϋπλογισμό και υπηρεσίες. Αυτό ακριβώς είναι που διασφαλίζει αποτελεσματικότητα, διαρκή υποστήριξη δράσεων και πάνω απ’ όλα βιωσιμότητα του προτεινόμενου εγχειρήματος.
Επειδή ακριβώς εκτιμούμε την ιδιαίτερη δυναμική αυτού του καινοτόμου προτύπου, είμαστε αποφασισμένοι να το στηρίξουμε αποφασιστικά στην εκκίνησή του με την χρηματοδότησή του από τον προϋπολογισμό του ΥΠΠΟ με το ποσό των 1.2 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, θέλω να επισημάνω πόσο μετριοπαθές, αν όχι χαμηλό, είναι το ύψος αυτής της χρηματοδότησης, θυμίζοντας ότι η ετήσια χρηματοδότηση μόνο του ΚΜΣΤ την εποχή της λεγόμενης ευημερίας είχε φθάσει τα 2 εκατ. ευρώ. Σήμερα το ποσό των 1.2 εκατ. αντιπροσωπεύει κάτι πάνω από το άθροισμα των επιχορηγήσεων που κατά μέσο όρο λαμβάνουν ανά έτος από κοινού τόσο το ΚΜΣΤ όσο και το ΜΜΣΤ και το ΜΦ. Το ποσό αυτό είναι φυσικά μικρό σε σχέση με τις προοπτικές και τις φιλοδοξίες του νέου οργανισμού. Εγγυάται, όμως, στο πλήρες της την προσδοκώμενη λειτουργική δαπάνη του όλου φορέα. Ταυτοχρόνως, γνωρίζουμε, από απτές ενδείξεις και πραγματικές σημερινές διεθνείς επιτυχίες των συνενούμενων φορέων, ότι η δυναμική κινητοποίηση τους, ακόμη και σε καιρούς δημοσιονομικής καχεξίας, είναι σε θέση να επιτύχει σε θεαματικά ποσοστά την κάλυψη της δαπάνης για την καλλιτεχνική τους δράση από ίδιους πόρους, χορηγίες και ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσειςμια δυναμική πολιτική χορηγιών και διεκδίκησης ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων. Αναμένεται έτσι ότι ο προϋπολογισμός του νέου οργανισμού θα ενισχύεται από το αναπτυξιακό του σχέδιο, που χωροταξικά απλώνεται σε τέσσερις χώρους στην Θεσσαλονίκη και έναν στην Αθήνα, και συγκεκριμένα από τις πωλήσεις, τα εισιτήρια, τους δανεισμούς έργων, την εκπαιδευτική δραστηριότητα, τα ευρωπαϊκά προγράμματα, τις δωρεές, την λειτουργία καφέ και κάθε άλλης κερδοσκοπικής δραστηριότητας που προβλέπεται συνήθως στο πλαίσιο της λειτουργίας ενός μουσειακού οργανισμού.
Επιπλέον ειδική πρόβλεψη γίνεται στο προτεινόμενο σχέδιο για τη διερεύνηση των εργαλείων στη διάθεση του νέου οργανισμού, για την αναζήτηση χρηματοδοτήσεων στο πεδίο των χορηγιών και της εταιρικής ευθύνης, όπως το συμβούλιο δωρητών ή το λεγόμενο crowdfunding. Οσοδήποτε και αν κρύβει κινδύνους αθέμιτης επιρροής, ο θεσμός της χορηγίας νοείται πρωτίστως εδώ μηχανισμός απόδοσης στην κοινωνία ωφελημάτων που αποκόμισαν έστω και καθ’ υπερβολή οι δωρητές, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα ευρείας πρόσβασης του κοινού σε δημόσιο πολιτιστικό αγαθό υψηλών προδιαγραφών.
Γι’ αυτό και η αποδοχή των χρηματοδοτήσεων τέτοιας φύσης παραμένει αμετακίνητα αρμοδιότητα του ΔΣ. Αυτό αποτελεί το ανώτατο όργανο διοίκησης και ως, διοριζόμενο από τον Υπουργό, αποτελεί και τον εγγυητή του δημόσιου χαρακτήρα του νέου φορέα. Το γεγονός ότι στο 9μελές ΔΣ προβλέπεται πλέον η συμμετοχή δύο μελών προερχομένων από τα εκλεγόμενα μέλη του κοινωφελούς ιδρύματος ΜΜΣΤ δεν αλλοιώνει στο παραμικρό τον δημόσιο χαρακτήρα του φορέα. Γιατί, ο αρμόδιος Υπουργός διορίζει τον πρόεδρο και τέσσερα μέλη του οργάνου, ενώ τα υπολειπόμενα 2 μέλη υποδεικνύονται από δύο επίσης δημόσιους εν τέλει φορείς, τον Δήμαρχο της πόλης και τη ΔΕΘ. Οι δύο τελευταίες επιλογές σηματοδοτούν και υπογραμμίζουν ακριβώς την στρατηγική στροφή που επιχειρείται με την ίδρυση του νέου φορέα προς στην κοινωνία των πολιτών και την αναπτυξιακή προοπτική της εθνικής οικονομίας μέσα από την ενίσχυση του πολιτισμού και του τουρισμού.
Το όφελος, λοιπόν, από το φιλόδοξο εγχείρημα της συνένωσης των λειτουργιών των μουσείων είναι πάνω απ’ όλα ο ίδιος ο νέος φορέας, ο Μητροπολιτικός Οργανισμός Μουσείων Εικαστικών Τεχνών ή, χαϊδευτικά, το MOMus: δηλαδή, ο μεγαλύτερος εποπτευόμενος από το Υπουργείο Πολιτισμού μουσειακός οργανισμός στην Ελλάδα από πλευράς συλλογών και δυναμικής πολλαπλών δράσεων, με εμβέλεια που ξεπερνά τα ελληνικά σύνορα και με συλλογές πολλών δεκάδων χιλιάδων μονάδων, που απαρτίζονται από έργα ελληνικής και διεθνούς τέχνης μοναδικής ιστορικής και αισθητικής αξίας και που καλύπτουν όλα τα εικαστικά μέσα (ζωγραφική, εγκαταστάσεις, σχέδιο, βίντεο και φωτογραφία).
Σε τελική ανάλυση δε η λογική της ενιαίας «πλατφόρμας» περισσότερων μουσείων αποβλέπει στο να επιδρά η οικονομική ευρωστία του συνόλου ευεργετικά στην αυτόνομη προαγωγή των καλλιτεχνικών ειδών, χωρίς καθηλωτικούς περιορισμούς ή αυθαίρετες προτεραιότητες υπέρ ορισμένων και σε βάρος άλλων. Η σύνθετη λειτουργική δομή του νέου, ενιαίου οργανισμού αντανακλά έτσι και διασφαλίζει τις πολύπτυχες αλλά και ανοικτές στο απρόβλεπτο μέλλον διαστάσεις του ενιαίου δημοσίου αγαθού του πολιτισμού και της αισθητικής παιδείας μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία.