ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ
Η Δικτατορία
Πώς ξεκινάει την αφήγησή του ο
ίδιος, μιλώντας για τα ξημερώματα της 21ης
Απριλίου; «Ήλθαν λοιπόν. Περίμενα αυτή τη
συνάντηση από πολύ καιρό. Μου είχε γίνει τόσο
«οικεία», ώστε είχα συνηθίσει στη σκέψη της και
μου φάνηκε σχεδόν φυσιολογική. Είχαν φθάσει.
Μπορεί να ήσαν οι οπλισμένοι στρατιώτες ενός
δικτάτορα ή οι μισθοφόροι πράκτορες του
Κατεστημένου.» Μια αίσθηση μοιραίας κατάληξης,
προδιαγεγραμμένης πορείας, πεπρωμένου, διαπνέει
αυτή την παράγραφο, σαν να αποτελεί συνέχεια της
ομιλίας του εκείνης το βράδυ της παραμονής της
δικτατορίας.
«Το βιβλίο τούτο,
Η Δημοκρατία στο απόσπασμα, είναι ουσιαστικά
τα πολιτικά μου απομνημονεύματα» θα γράψει στον
πρόλογο. Είναι πράγματι ένα αφήγημα που
καταφέρνει, όχι μόνο να ενσωματώσει στο σενάριό
του την ιστορία του συγγραφέα στην πολιτική
ιστορία της χώρας, αλλά και να παρουσιάσει αυτή
τη σχέση διαρκή και αλληλένδετη, γεφυρώνοντας τα
χρονικά κενά και τις απουσίες. Το βιβλίο έχει ως
αφετηρία τη δικτατορία των συνταγματαρχών αλλά
πηγαίνει πίσω στη μεσοπολεμική Ελλάδα και τη
δικτατορία του Μεταξά, παρεμβάλλοντας τις
προσωπικές πολιτικές αναμνήσεις του συγγραφέα.
Στη συνέχεια, διατρέχει τον πόλεμο, το ΕΑΜ, τις
εξελίξεις της μεταπολεμικής Ελλάδας και τον
Εμφύλιο, τις παρεμβάσεις των Άγγλων και
Αμερικανών, το δόγμα Τρούμαν και φτάνει ως την
κήρυξη της δικτατορίας της 21ης
Απριλίου. Σ’ αυτή την πολιτική ιστορία της
Ελλάδας, που καλύπτει τρεις κρίσιμες δεκαετίες,
ο Ανδρέας είναι διαρκώς παρόν σε πρώτο πρόσωπο,
πότε στο ρόλο του αφηγητή και πότε στο ρόλο ενός
από τους πρωταγωνιστές.
Αν υπάρχει ένα άρωμα ηρωισμού,
αυτό είναι ανεπαίσθητο και συνδέεται με το
πεπρωμένο και την Ιστορία. Μιλώντας για τον
πατέρα του περιγράφει με τρόπο λιτό τη σκηνή της
σύλληψής του τη βραδιά που ξέσπασε η Δικτατορία:
« Ήταν σίγουρος πως θα τον σκότωναν αλλά διέθετε
πάντα πολύ φυσικό θάρρος. Σαν τους αρχαίους
πίστευε στη μοίρα, στο πεπρωμένο». Αμέσως μετά
παραθέτει την αγωνία που είχε ο πατέρας του
κείνον: «Ήμουν βέβαιος ότι σε είχαν σκοτώσει,
μου είπε. Είμαι πολύ ανακουφισμένος που σε βλέπω
ζωντανό.»
Στην εικονογραφία που φιλοτεχνεί ο Ανδρέας για
τον πατέρα του και τον εαυτό του απεικονίζονται
δύο πολιτικοί άνδρες που συνδέονται τόσο με
δεσμό αίματος, όσο και με κοινό πάθος για τα
δημοκρατικά ιδεώδη. Στέκουν ο ένας απέναντι στον
άλλο με φόντο την Ιστορία αλλά και τη σκιά του
θανάτου. Ο ουρανός είναι βαρύς από την απειλή
της Δικτατορίας αλλά εκείνοι ατενίζουν το
πεπρωμένο με θάρρος. Ένας πίνακας κλασικής
ιστορικής πινακοθήκης που θα συμβάλει, στο μέτρο
που του αναλογεί, στη δημιουργία του μελλοντικού
πολιτικού Κανόνα.
Όσο για το φόβο,
φαίνεται να είναι ο δικαιολογημένος. Έχουν
περάσει σχεδόν 30 χρόνια από το μακρινό εκείνο
’39 και την εμπειρία της Ασφάλειας, η παλιά
ραγισμένη ταυτότητα ίσως βρίσκει τον τρόπο να
ξαναβγάλει στην επιφάνεια τις παλιές μνήμες
αλλά, κάτω από τα νέα δεδομένα, η στάση είναι
διαφορετική.
«Σε παρακαλώ να μου
στείλης σε μια βαλίτσα – μια φορεσιά, 3
πουκάμισα, 3 εσώβρακα, 5 κάλτσες, μερικά
αστυνομικά μυθιστορήματα, ένα οποιοδήποτε βιβλίο
Γραμμικού Προγραμματισμού», θα γράψει στο πρώτο
σημείωμα που θα στείλει στη Μαργαρίτα, δυο μέρες
αφότου συλλαμβάνεται, στις 23 Απριλίου του
1967.
Είναι φυσικό να ζητάει βιβλία για να περνάει τις
ατέλειωτες μοναχικές ώρες του κι ένα σύγγραμμα
που θα τον συνδέει νοερά με τα επιστημονικά του
ενδιαφέροντα, εγκαταλειμμένα στο περιθώριο της
πολιτικής δράσης των τελευταίων χρόνων.
Κατά την κράτηση και
τη φυλάκισή του αναλογίζεται, όπως είναι φυσικό,
τις πολιτικές του ευθύνες. «Ανασκοπώντας το
παρελθόν νιώθω την ανάγκη να κάμω αξιολογική
εκτίμηση των ευθυνών του δημοκρατικού
στρατοπέδου –και φυσικά των δικών μου ευθυνών-
για τις ανώμαλες εξελίξεις στην Ελλάδα.»
Σίγουρα προσπαθεί να αναλύσει την παρούσα
κατάσταση ανατρέχοντας στα γεγονότα του
παρελθόντος και, ανάμεσα στα άλλα, στη ρήξη με
τον πατέρα του. Όπως γράφει η Μαργαρίτα, «ο
πατέρας του ήταν αρκετά επικριτικός για την
ανυποχώρητη στάση του Ανδρέα και του επέρριπτε
εμμέσως μερίδιο της ευθύνης για τις πράξεις των
συνταγματαρχών». Παρά ταύτα, δεν φαίνεται να
προχωρεί σε κάποια ριζική αναθεώρηση. «Ο Ανδρέας
μου είπε μετά την απελευθέρωσή του ότι είχε
μακρές συζητήσεις με τον εαυτό του κατά τις
σκοτεινές ημέρες της φυλάκισης, προσπαθώντας να
ανακαλύψει τι δεν πήγε καλά.»
Θα μείνει φυλακισμένος
στου Αβέρωφ μέχρι την παραμονή Χριστουγέννων
του ’67. Αναφερόμενος στην αποφυλάκιση του
Ανδρέα, ο Γιώργος Παπανδρέου αφηγείται τη σκηνή:
«Τον περιμέναμε όλοι στην πόρτα, στο Ψυχικό.
Είχαμε βάλει την αγαπημένη του μουσική, που
χόρευε με τη μητέρα μου. Ήταν το
Strangers In
The Night.».
Είναι συνηθισμένο, η μουσική να συνοδεύει τις
ευχάριστες αλλά και τις δύσκολες στιγμές της
ζωής. Μια αμερικάνικη ερωτική μπαλάντα του Φρανκ
Σινάτρα τον υποδέχεται στο σπίτι ενώ, όπως
γράφει ο ίδιος, σε μια μεταγωγή του από το
Πικέρμι στου Αβέρωφ, «περάσαμε από τη γνώριμή
μου ταβέρνα με το καλύτερο μπουζούκι της
Αθήνας».
Mετά
την αποφυλάκισή του οι Βρετανοί ρωτούν τον
πρόεδρο Λίντον Τζόνσον αν θα δώσει πολιτικό
άσυλο στον Ανδρέα κι εκείνος απαντά «Ευχαριστώ,
όχι. Έχω ήδη αρκετούς διανοούμενους.» Ο διάδοχος
του Κένεντι δείχνει με έναν ακόμη τρόπο ότι δεν
διαθέτει τη διάθεση να μεταβάλει στο ελάχιστο
την πολιτική της χώρας του απέναντι στους
συνταγματάρχες αλλά και την εικόνα του Ανδρέα
στην Αμερική. Ο Ανδρέας αναχωρεί τον Ιανουάριο
του 1968 οικογενειακώς από την Ελλάδα για το
Παρίσι. Ένα μήνα μετά ταξιδεύει στη Σκανδιναβία
αναζητώντας στήριξη. Στις αρχές Μαρτίου
επισκέπτεται την Ουάσινγκτον.
«Η Ουάσινγκτον δεν είχε
υιοθετήσει απόλυτα τη δικτατορία. Η πολιτική
αναμέτρηση μέσα στο δημοκρατικό κόμμα ήταν πηγή
πραγματικής ελπίδας» θα γράψει για κείνη την
προσπάθειά του. Μιλάει στο Σύνδεσμο «Αμερικανοί
για δημοκρατική δράση», επισκέπτεται το
Καπιτώλιο, το Στέητ Ντιπάρτμεντ και το υπουργείο
Αμύνης. «Οι συζητήσεις μου με τους αντιπροσώπους
της αμερικανικής κυβέρνησης μου προξένησαν βαθιά
απογοήτευση.» Μόνο ο Ρόμπερτ Κένεντι φαίνεται να
ανταποκρίνεται. «Αλλά αυτή η ελπίδα, η ελπίδα
της αλλαγής της πολιτικής της αμερικάνικης
κυβέρνησης, πέθανε μαζί με το Ρόμπερτ Κένεντι
στο Λος Άντζελες.»
Είναι γνωστή η ατμόσφαιρα και η
κουλτούρα που επικρατεί εκείνη την εποχή στην
Αμερική, αλλά μπορούμε να έχουμε μια πιο γλαφυρή
περιγραφή από τον Νίκο Παπανδρέου. «Η Αμερική
στην οποία επιστρέφει μετά από τέσσερα μόνο έτη,
δονείται κυριολεκτικά από μια κουλτούρα
ανατροπής. Καταλήψεις στα πανεπιστήμια, φωτιές
στα κέντρα παρουσίασης νεοσυλλέκτων, βίαιες
διαδηλώσεις στους δρόμους, μάχες με την
αστυνομία, ξυλοδαρμοί μαύρων από όργανα
καταστολής, προπαντός στο νότο, δολοφονίες των
μαύρων ηγετών Μάλκολμ Ιξ, Μπόμπυ Σιλ και Μάρτιν
Λούθερ Κινγκ, αλλά και των αδελφών Κένεντι,
έκρηξη των εναλλακτικών τρόπων ζωής (κοινόβια),
επανάσταση για την απελευθέρωση της γυναίκας,
μαζικά αντιπολεμικά συλλαλητήρια στην πρωτεύουσα
της χώρας, επιθέσεις κατά του πενταγώνου,
ανάδειξη μιας ολόκληρης γενιάς φοιτητών και
ραγδαίες αλλαγές στον κινηματογράφο και στην
μουσική, με νεανικά αντικαθεστωτικά σχήματα όπως
οι Ρόλινγκ Στόουνς, Τζάνις Τζόπλιν, Μπομπ Ντίλαν,
και τους παλιότερους, τους Πήτερ Πωλ και Μέρι.
Εν τω μεταξύ ένα σημαντικό μέρος του
παραδοσιακού προοδευτικού κατεστημένου (γερουσιαστές,
βουλευτές, διανόηση) τα έχει βάλει με το πιο
παραδοσιακό κατεστημένο –τίποτα δεν εξαιρείται
από το στόχαστρο της κριτικής, είτε λέγεται
Πεντάγωνο, είτε ονομάζεται πρόεδρος της Αμερικής,
είτε είναι το αμερικανικό όνειρο. Ο Ανδρέας
ενσωματώθηκε στην επαναστατικότητα της εποχής.»
.
Είναι η ματιά του γιου που τοποθετεί τον πατέρα
μέσα σ’ αυτή την κουλτούρα της έκρυθμης
αμερικάνικης περιόδου. «΄Εμοιαζε με προοδευτικό
αμερικανό διανοούμενο», θα πει ο Νίκος
Παπανδρέου, απομονώνοντας τη μια πλευρά του
Ανδρέα, αυτή στην οποία δεν θα επιστρέψει ποτέ
πια, παρά μόνο ίσως μέσα από τις νοσταλγικές
αφηγήσεις των τελευταίων του χρόνων.
Ο Ανδρέας δεν θα
μείνει για πολύ στην Αμερική. Τον ίδιο μήνα,
Μάρτιο του 1968, γυρίζει στη Σουηδία και ιδρύει
το ΠΑΚ. Αλλά τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς
επιστρέφει, αυτή τη φορά στο Πρίνστον, για να
συμμετάσχει σε ένα διεθνές συνέδριο με θέμα «Οι
Ηνωμένες Πολιτείες, τα προβλήματά τους, η
σημασία τους και η εικόνα τους στον κόσμο».
Ανάμεσα στους συνέδρους συγκαταλέγονται μεγάλα
ονόματα της ακαδημαϊκής ζωής με ανάμιξη και στην
πολιτική: Γκαλμπρέιθ, Μπρεζίνσκι, Σλέσινγκερ,
Κίσινγκερ, κ. ά. Οι συγκρούσεις που γίνονται στο
συνέδριο είναι έντονες και αφορούν τον πόλεμο
του Βιετνάμ, του μαύρους, τη Νέα Αριστερά, τα
κινήματα διαμαρτυρίας, το ρόλο της Αμερικής στη
διεθνή σκηνή, ζητήματα γεωπολιτικής.
Ο Ανδρέας θέτει, στην ομιλία του,
το πρόβλημα της δομής της εξουσίας. «Ελέγχουν οι
πολίτες την πολιτική εξουσία στις ΗΠΑ; Αν ναι,
σε ποιο βαθμό; Ελέγχει η πολιτική εξουσία –η
Διοίκηση και το Κογκρέσο- τη γραφειοκρατία, της
οποίας το Πεντάγωνο είναι μόνο μια συνιστώσα;
Αυτή είναι ίσως η πηγή της αίσθησης αδυναμίας
των πολιτών στις ΗΠΑ, τόσο συλλογικά όσο και
ατομικά, να επηρεάσουν την πορεία των γεγονότων.
Αυτό έχει επίσης συνέπειες στο εξωτερικό.»
Είναι βαθιά επηρεασμένος από την υποστήριξη των
Αμερικανών στη χούντα των συνταγματαρχών και
θέτει εμμέσως, στο βαθμό που του το επιτρέπει το
πλαίσιο και η ατμόσφαιρα που επικρατεί, αυτό το
ζήτημα.
Επικεντρώνει επίσης την ανάλυσή
του στο γεγονός ότι το σύστημα είναι εκτός
ελέγχου. Υπογραμμίζει ότι στα ολοκληρωτικά
καθεστώτα οι ελίτ αποφασίζουν τυπικά, κάτι που
δεν μπορεί να ισχύσει στις δυτικές κοινωνίες και
σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, όπου τέτοιες ελίτ δεν
υπάρχουν. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να τεθούν
υπό έλεγχο οι τεχνοκράτες και γραφειοκράτες,
ώστε να είναι κυρίαρχοι οι πολίτες στη χώρα τους
και τα έθνη-κράτη στην περιοχή τους. Αναρωτιέται
αν οι φορείς της αλλαγής που ήταν κάποτε η
εργατική τάξη, μπορεί τώρα να είναι οι
διανοούμενοι αλλά η απάντησή του είναι αρνητική,
δεδομένου ότι «όπως στον μεσαίωνα, δεν είναι
ελεύθεροι. Παίρνουν χρήματα για την έρευνα από
τις κυβερνήσεις και υποστήριξη από τα ιδρύματα.»
Τους λείπει το θάρρος, θα πει, καταλήγοντας στο
συμπέρασμα ότι «ευτυχώς, οι δυνάμεις που
φαίνονται σήμερα διαλυτικές –οι μειονότητες, οι
μαύροι, οι σπουδαστές, οι ανήσυχες μικρές χώρες
που προκαλούν τις υπερδυνάμεις –μπορεί να είναι
οι πηγές της αλλαγής.».
Η τελευταία αυτή άποψη ήταν εκείνη την εποχή
πολύ διαδεδομένη στην αριστερή διανόηση που είχε
αναθαρρήσει βλέποντας ορισμένες ομάδες της
κοινωνίας και, κυρίως τους νέους, να
πολιτικοποιούνται μαζικά, να αντιδρούν έντονα
στο πόλεμο και την αδικία και να συμμετέχουν σε
κινητοποιήσεις.
Σε άλλη παρέμβασή του, ο Ανδρέας
δεν χάνει την ευκαιρία να καταγγείλει τις
εξορίες, τις φυλακίσεις και τα βασανιστήρια στην
Ελλάδα από τη στρατιωτική χούντα, θέτοντας το
ερώτημα εάν «είναι μέρος της έννοιας της τάξης
που έχει το ΝΑΤΟ να μετατρέψει την Ελλάδα σε
στρατόπεδο συγκέντρωσης και να εγκαθιδρύσει το
πρώτο φασιστικό προγεφύρωμα στην Ευρώπη μετά το
τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου.» Τα λόγια του
ηχούν παράξενα σ’ ένα τέτοιο συνέδριο με την
πλειοψηφία των συμμετεχόντων βαθιά συντηρητική.
«Είναι αυτή μια αντίφαση του ΝΑΤΟ και της
πολιτικής των ΗΠΑ ή όχι; Σε ποιες αξίες
αναφερόμαστε πραγματικά εδώ; Ποιο είναι το νόημα
του ελεύθερου κόσμου σε σύγκριση με τον
Ανατολικό ολοκληρωτισμό;» Είναι χαρακτηριστικό
ότι ο Ανδρέας αναζητά ακόμη το νήμα που συνδέει
τη φιλελεύθερη Αμερική με την αυταρχική
εξωτερική της πολιτική, γι’ αυτό αναρωτιέται:
«Ποιος κάνει εξωτερική πολιτική στις ΗΠΑ;»
Με βάση το ερώτημα αυτό ξετυλίγει
μια αλυσίδα θεμάτων που αφορούν την ίδια τη δομή
εξουσίας του αμερικανικού καπιταλισμού, αυτού
που αργότερα, στο ομώνυμο βιβλίο του 1972, θα
αποκαλέσει πατερναλιστικό καπιταλισμό. «Θα
πρέπει να δούμε προσεκτικά τη νέα συμμαχία
ανάμεσα στο στρατό, τις μυστικές υπηρεσίες και
τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, που είναι
ιδιαιτέρως εμφανής στην πολιτική των ΗΠΑ προς
την Λ. Αμερική. Αυτή συνιστά την κοινωνική βάση
ενός νέου τύπου ιμπεριαλισμού. Ο σοβιετικός
γραφειοκρατικός σοσιαλισμός δεν είναι πολύ
διαφορετικός στη δική του σφαίρα επιρροής. Οι
προοδευτικές δυνάμεις που εμφανίστηκαν κατά τη
μεταπολεμική περίοδο συνιστούν απειλή,
πραγματική ή φανταστική, στα συμφέροντα των δυο
υπερδυνάμεων.» Η ανάλυση αλλά και οι αναλογίες
θα έκαναν, το πιθανότερο, πολλούς από τους
συνέδρους στην αίθουσα να διαφωνήσουν. Άλλωστε,
η διοργάνωση θα χρειαστεί να δηλώσει στο τέλος
του συνεδρίου ότι έχει σταματήσει ένα χρόνο πριν
η χρηματοδότησή της από τη
CIA
και το ποσό που απαιτήθηκε για το συνέδριο
προέρχεται αποκλειστικά από το ίδρυμα Φορντ.
Αλλά αυτά είναι ζητήματα που στην Αμερική
αντιμετωπίζονται με αρκετή ψυχραιμία στους
πανεπιστημιακούς κύκλους.
Ο Ανδρέας, βέβαια, δεν
παραλείπει να σημειώσει και τις διαφορές που
υπάρχουν ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις,
καταλήγοντας όμως στο τέλος ότι στην περίπτωση
της Ελλάδας «προωθείται ένα νέο απειλητικό
σχέδιο υπεροχής των ΗΠΑ στην Ευρώπη.» Στο χώρο
αυτό και στους ανθρώπους στους οποίους
απευθύνεται βρίσκει σκόπιμο να καταθέσει μια
διευρυμένη πολιτική ανάλυση, η οποία εντάσσει
τη «μικρή χώρα» σε ένα μεγαλύτερο γεωπολιτικό
σχέδιο.
Αυτή του η θέση τον κάνει να
ακούγεται μοιραία φιλοευρωπαϊστής, πράγμα σπάνιο
γι’ αυτόν. «Όσο υπάρχει χρόνος, οι δημοκρατικές
προοδευτικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής ηπείρου θα
πρέπει να δώσουν τα χέρια για να αντιμετωπίσουν
τη νέα θύελλα που πλησιάζει. Πρέπει να εργαστούν
για μια ελεύθερη, ενωμένη και ειρηνική Ευρώπη
στην οποία κάθε έθνος είναι σεβαστό και ως ίσος
εταίρος και κάθε πολίτης σεβαστός από το κράτος
ως απαραβίαστο άτομο. Όταν μια ενωμένη Ευρώπη
αναδειχθεί και κυριαρχήσει στο τεχνολογικό,
οικονομικό και πολιτικό της δυναμικό, θα είναι
ικανή να ορίσει τη σχέση της τόσο με τις ΗΠΑ όσο
και με τη Σοβιετική Ένωση, έτσι ώστε να συμβάλει
στην ειρήνη, την πρόοδο και τη δημοκρατία στον
κόσμο.»
Προβάλλει την Ευρώπη ως νέα υπερδύναμη, που
κλείνει στο εσωτερικό της ισχυρές προοδευτικές
δυνάμεις και μπορεί να αποτελέσει τον τρίτο
πόλο. Είναι αυτή η πρόκλησή του σε ένα συνέδριο
όπου η πλειοψηφία κατέχεται από κυνισμό και
πολιτικό πραγματισμό, ενώ είναι εμφανώς αρνητική
απέναντι σε οποιοδήποτε αίτημα υποστήριξης των
αντιδικτατορικών δυνάμεων στην Ελλάδα.
Τα χρόνια της δικτατορίας είναι
τα χρόνια της μεγάλης αβεβαιότητας. Ο Ανδρέας
διατηρεί την πολιτική του ταυτότητα στη διάρκεια
της επταετίας αλλά αυτή παίρνει τώρα,
περισσότερο από ποτέ, υβριδικό χαρακτήρα. Είναι
προφανές ότι βρίσκεται σε ένα «ενδιάμεσο πεδίο»,
όπου έχει ακυρωθεί η δυαδική σχέση της
προδικτατορικής περιόδου, παλάτι–λαός,
κατεστημένο–δημοκρατικές δυνάμεις. Ενώ
φαινομενικά τα πιο πάνω έχουν δώσει τη θέση τους
στο δίπολο δικτατορία-αντιδικτατορικές δυνάμεις,
στην πραγματικότητα οι συγκρούσεις, οι
προσομοιώσεις, οι διαφοροποιήσεις των πολιτικών
δρώντων αυτής της περιόδου έχουν τα
χαρακτηριστικά ενός υβριδισμού. Στο «ενδιάμεσο
πεδίο» δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε η κατάκτηση
ηγεμονίας αλλά ούτε και η άρθρωση αντιηγεμονίας.
Όλα βρίσκονται υπό αίρεση και αναδιαπραγμάτευση,
οι προβλέψεις δεν είναι δυνατές. Το στρατιωτικό
καθεστώς φαίνεται να έχει εγκατασταθεί για τα
καλά στην Ελλάδα, παρά τις αρχικές αισιόδοξες
προβλέψεις. Η λαϊκή αντίσταση είναι περιορισμένη.
Στο εξωτερικό οι συνθήκες είναι από κάθε άποψη
δύσκολες. Οι αντιδικτατορικές δυνάμεις δεν
καταφέρνουν να συνεργαστούν. Ο Ανδρέας κρατάει
αποστάσεις προς τα δεξιά και τα αριστερά.
Διατυπώνει την άποψη ότι «η Αριστερά δεν έχει
ωριμάσει, αλλά κουβαλάει ακόμα τα τραύματα του
Εμφυλίου μαζί της. Πιο ουσιαστικό είναι ότι δεν
έχουν απελευθερωθεί από τη Ρωσία.»
Γι’ αυτόν η Ρωσία δεν είναι παρά μία υπερδύναμη
χωρίς ελευθερία και δημοκρατία και με
γραφειοκρατικό καθεστώς. Δεν αντιπροσωπεύει έναν,
διαστρεβλωμένο έστω, σοσιαλισμό, όπως θεωρεί η
ελληνική Αριστερά. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η γραμμή
πλεύσης του είναι ριζικά διαφορετική, όπως ήδη
έχουμε δει, καθώς έχει ως αφετηρία την ελευθερία
και τη δημοκρατία, όπως αυτές νοούνται στην
Αμερική του 1940 και ‘50. Γι’ αυτόν σοσιαλισμός
δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση έκπτωση από
αυτές τις αξίες, σημαίνει ίσως περισσότερη
κοινωνική δικαιοσύνη, στο βαθμό που κάτι τέτοιο
είναι δυνατό στο πλαίσιο του καπιταλιστικού
συστήματος. «Εγώ προσωπικά έχω σοσιαλιστική
άποψη του κόσμου. Πάντα ήμουν σοσιαλιστής. Και
υποθέτω ότι κατ’ αυτό τον τρόπο θα έπρεπε να
σκέφτομαι έναν ενιαίο κόσμο παρά ένα λαό και
έτσι είναι. Είμαι και ομοσπονδιακός, όσον αφορά
τον κόσμο… Για μένα ο πραγματικός διεθνισμός θα
αναπτυχθεί μόνο μέσω μιας φάσης εθνικής
συνείδησης…», λέει σε μια συζήτηση με φοιτητές
στη Βοστόνη το 1970.
Είναι μια ιδεολογική γραμμή την οποία θα
συντηρήσει, όσες κι αν είναι οι αντιφάσεις που
μπορούν να εντοπιστούν στο εσωτερικό της.
Αυτά τα χρόνια ο
Ανδρέας βιοπορίζεται με σεμινάρια, μαθήματα,
διαλέξεις και δραστηριοποιείται σε όσα ένας
εκπατρισμένος πολιτικός μπορεί να φέρει σε πέρας:
επαφές, ομιλίες, διαδηλώσεις, συνεντεύξεις κατά
της δικτατορίας. Η οργάνωση που έχει ιδρύσει, το
ΠΑΚ, «εργάζεται για την ανάπτυξη του
εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος με στόχους την
εθνική ανεξαρτησία, τη λαϊκή κυριαρχία, την
κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατική
διαδικασία.»
Ο Ανδρέας, ταυτόχρονα
με τον πολιτικό ακτιβισμό, γράφει δύο βιβλία. Τη
Δημοκρατία στο απόσπασμα, που εκδίδεται
το 1970 στην Αμερική και τον Πατερναλιστικό
καπιταλισμό, ένα βιβλίο με το οποίο
αποπειράται να αναλύσει επιστημονικά τον
αμερικανικό καπιταλισμό, ως ένα
στρατιωτικο-βιομηχανικό πλέγμα εξουσίας. Μπορεί
να διακρίνει κάποιος καθαρά στο βιβλίο αυτό τις
νεομαρξιστικές επιρροές των Μπάραν και Σουήζυ,
συγγραφέων ενός βιβλίου που συζητήθηκε πολύ
εκείνη την εποχή, με τον τίτλο
Μονοπωλιακό κεφάλαιο.
Ωστόσο, τον ίδιο εκείνο καιρό,
αναπτύσσεται έντονος προβληματισμός και στους
κόλπους της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Το κύμα της
αμφισβήτησης που έχει ουσιαστικά αρχίσει με την
Άνοιξη της Πράγας και την εισβολή των σοβιετικών
στρατευμάτων στην Τσεχοσλοβακία, το καλοκαίρι
του ’68, διογκώνεται. Οι ιδεολογικές αναζητήσεις
τροφοδοτούν ένα πλούσιο διάλογο στα
πανεπιστήμια, ανάμεσα σε φοιτητές και καθηγητές.
Οι μαρξικές και μαρξιστικές θεωρίες αναλύονται
σχολαστικά, επανερμηνεύονται, επαναξιολογούνται.
Ο δημόσιος ιδεολογικός διάλογος μετατρέπεται σε
καθημερινό τρόπο ζωής. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός
βρίσκεται στο στόχαστρο σκληρής κριτικής, οι
σκελετοί του σταλινισμού στοιχειώνουν τα
κομμουνιστικά κόμματα και τις συνειδήσεις των
παλιών αγωνιστών. Αναφύονται νέα κοινωνικά
κινήματα, τίθεται το ζήτημα των δικαιωμάτων των
μειονοτήτων, φουντώνει το αντιπολεμικό κίνημα.
Με επίκεντρο τα γραπτά του Αντόνιο
Γκράμσι θα ανοίξει ένας διάλογος για τη σχέση
σοσιαλισμού και δημοκρατίας, που θα αγκαλιάσει
με τον προβληματισμό του μεγάλο φάσμα της
ευρωπαϊκής Αριστεράς, και θα εκπροσωπηθεί
πολιτικά στην Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία από
τους Μπερλινγκουέρ, Καρίλιο, Μαρσαί. Είναι το
ρεύμα του ευρωκομμουνισμού, ένα ιδεολογικό και
πολιτικό ρεύμα που αναζητά μια θεωρία και
πρακτική κοινωνικού μετασχηματισμού με
δημοκρατία και ελευθερία για τις χώρες της
δυτικής Ευρώπης.
Μολονότι οι απόψεις του Ανδρέα
συμπίπτουν ιδεολογικά με αρκετές από τις ιδέες
που διαπνέουν τον ευρωκομμουνισμό, όπως είναι η
πίστη στους δημοκρατικούς θεσμούς και την
ελευθερία, η κριτική του υπαρκτού σοσιαλισμού
και του σταλινισμού, ο εθνικός δρόμος προς το
σοσιαλισμό και η κοινωνική δικαιοσύνη, ωστόσο
δεν προκύπτει καμία πολιτική προσέγγιση. Οι
σχέσεις του με τους έλληνες ευρωκομμουνιστές,
στην εποχή της δικτατορίας και αργότερα, δεν
βελτιώνονται, καμία απόπειρα συνεργασίας δεν
ευοδώνεται
Σε κάθε περίπτωση,
ο Ανδρέας δεν επιδίδεται σε ιδιαίτερες
θεωρητικές ή ιδεολογικές αναζητήσεις. Οι
θεωρητικές του αναζητήσεις περιορίζονται στην
οικονομία. Αποφεύγει έννοιες που δεν είναι άμεσα
αποδοτικές πολιτικά, που δεν γίνονται κατανοητές
από τον απλό πολίτη. Εισάγει επιλεκτικά μόνο
ορισμένες νέες λέξεις-κλειδιά ή σχήματα λόγου,
που μπορούν να μαγνητίσουν το ακροατήριό του,
λειτουργώντας πολλές φορές μάλιστα με τρόπο
φετιχιστικό.
Άλλωστε, εκκινώντας
από τη φιλελεύθερη αμερικανική ανάλυση της
εποχής δεν θεωρεί απαραίτητο να συστρατευθεί με
όσους κάνουν κριτική στο μοντέλο του υπαρκτού
σοσιαλισμού, αφού ουδέποτε το υιοθέτησε. Η μήτρα
της ιδεολογίας του, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα
στα είκοσι τελευταία χρόνια, βοηθούντος και του
αρχικού τροτσκισμού του, δεν έχει καμία σχέση με
την παράδοση των σοσιαλιστικών κρατών και,
συνεπώς, δεν χρειάζεται να συμμεριστεί κριτική
και αυτοκριτική ανάλογου τύπου. Ο ίδιος
επικεντρώνει την ανάλυσή του στην ύπαρξη του
κατεστημένου και της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας
και υιοθετεί το μοντέλο μητρόπολης-περιφέρειας,
με κυρίαρχο στοιχείο τα μονοπώλια, που την εποχή
εκείνη, αλλά και αργότερα, εξηγεί για ορισμένους
αρκετές από τις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις.
Είναι
χαρακτηριστικό ότι στον Πατερναλιστικό
καπιταλισμό παίρνει εξίσου αποστάσεις από
τον «μύθο του καπιταλισμού της αγοράς» και από
τον «πατερναλιστικό σοσιαλισμό». Τον κατέχει η
έφεση να θέσει οικονομικά θεωρητικά ζητήματα
και, πάνω απ’ όλα, να περιγράψει μια θεωρία για
τον καπιταλισμό. Θέτει στο κέντρο του
προβληματισμού του τα μονοπώλια. Η λειτουργία
τους αφορά την οικονομία αλλά και την ίδια τη
λειτουργία της κοινωνίας και την πολιτική, άρα
τη δημοκρατία. Είναι η προσπάθειά του να
επιστρέψει στο λιμάνι της επιστήμης και να
εξετάσει το σύστημα θεωρητικά, να δει πιθανόν
την πολιτική με τους όρους της επιστήμης. Δεν θα
μείνει για πολύ σ’ αυτή του την προσπάθεια,
αφού η πολιτική είναι πια η αποκλειστική του
δεσπόζουσα, η διαρκής και σταθερή του ταυτότητα.
Ο Ν. Παπανδρέου θα
κάνει λόγο για «το μεγάλο δίλημμα του
οικονομολόγου Ανδρέα Παπανδρέου. Από τη μία
θέλει μια θεωρία γενική, αφαιρετική, με
μαθηματικά, με άρτια εσωτερική δόμηση. Από την
άλλη θέλει η θεωρία να έχει και πρακτική
εφαρμογή. Ο ίδιος βίωνε την μάχη ανάμεσα στην
αφαιρετικότητα της επιστημονικής θεωρίας και την
χρησιμότητά της σε σχέση με την κοινωνική
πραγματικότητα. Η σύγκρουση θεωρίας-πράξης τον
ακολούθησε σε όλη του την ζωή.»
Μήπως επειδή ήταν πια αποφασισμένος να θυσιάσει
για χάρη της πράξης κάθε θεωρία; Ή μήπως
πράγματι πάλευε μια άλυτη εσωτερική σύγκρουση,
εκεί ακριβώς που ο μαρξισμός τοποθετεί τη
θεμελιώδη παραδοχή του, δηλαδή την ισχυρή σχέση
θεωρία και πράξης;
πίσω |
κεφάλαια |
κορυφή |