ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ
Η Μεταπολίτευση
Η ζωή του εκπατρισμένου πολιτικού
τελειώνει με την πτώση της χούντας και την
επιστροφή του στην Ελλάδα το καλοκαίρι του
1974. Σε ποιο βαθμό, αλήθεια, ο Ανδρέας που
επιστρέφει με τη Μεταπολίτευση είναι ο Ανδρέας
του 65; Έχει ζήσει για μια επταετία με μια
υβριδική ταυτότητα που αποδεικνύει αντοχή στη
ρευστότητα ενός «ενδιάμεσου πεδίου».
Επανακάμπτει τώρα, μετά από αυτή την εμπειρία,
με την πολιτική του ταυτότητα εμπλουτισμένη,
προκειμένου να διεκδικήσει την εξουσία. Οι
βασικές πολιτικές παραδοχές δεν αλλάζουν
εντυπωσιακά και τα πολιτικά του αντανακλαστικά
είναι πάντοτε ευαίσθητα σε ό,τι εκπέμπει και
απαιτεί το κέντρο του πολιτικού γηπέδου. Οι
εντυπωσιακές διακηρύξεις του θα προσαρμοστούν
σταδιακά σε μια πραγματικότητα, την οποία θα
προσπαθεί άλλοτε να διαχειριστεί, άλλοτε να
ανατρέψει. Η σύγκρουση θεωρίας και πράξης,
οράματος και αποτελέσματος, διακηρύξεων και
έργων, θα τον οδηγήσει σε ευφυείς πολιτικές
στρατηγικές, σε τακτικούς ελιγμούς, αλλά επίσης
σε διγλωσσία, πολιτικό κυνισμό και λαϊκισμό, θα
πουν κάποιοι. Ο ίδιος παίζει από την αρχή το
χαρτί της αυτονομίας, της καινοτομίας και του
ριζοσπαστισμού, σε σχέση με τον κεντρώο χώρο,
όπως εκφραζόταν ως τότε. Χωρίς την παρουσία του
πατέρα του στην πολιτική σκηνή και με μια
πολιτιστική ταυτότητα που αποφεύγει την αστική
συμβατικότητα εγκαινιάζει το νέο ύφος του
κεντροαριστερού χώρου. Καθώς περνά ο καιρός,
μπορεί τα χρόνια του ζιβάγκο να παραχωρούν τη
θέση τους στα χρόνια του γκρίζου κοστουμιού με
γραβάτα, αλλά αυτή η μεταβολή δεν δείχνει να τον
οδηγεί σε γενικότερες αισθητικές ανακατατάξεις ή
πολιτιστικές επιλογές. Άλλωστε, το 1974 που
αρχίζει αυτή η νέα περίοδος, είναι πια στα
πενήντα πέντε του, σε μια ηλικία που θεωρείται
ώριμη και κατασταλαγμένη.
Από το 1974 και για εικοσιδύο
χρόνια, μέχρι σχεδόν το θάνατό του το 1996,
παραμένει σταθερά
full job
πολιτικός: βουλευτής, αρχηγός της αξιωματικής
αντιπολίτευσης, πρωθυπουργός, κατηγορούμενος στο
Ειδικό Δικαστήριο, ξανά πρωθυπουργός. Πάντοτε,
ακόμη και στις δύσκολες ανθρώπινες ώρες της
αρρώστιας, με όλα τα φώτα στραμμένα πάνω του,
παραμένει απρόβλεπτος, έτοιμος να αναλάβει την
ευθύνη της παράστασης μπροστά στο κοινό. Δεν
αναφερόμαστε εδώ σε ένα παλιό δραματουργικό
μοντέλο, στο οποίο λειτουργούσαν οι αναλογίες
μεταξύ κοινωνίας και θεάτρου, αλλά στη νέα
προσέγγιση που καταργεί τα όρια ανάμεσα στα δύο.
Στη σκηνή της πολιτικής ο Ανδρέας εισάγει έντονα
τον αυτοσχεδιασμό, την αναζήτηση νέων ορίων. Όχι
μόνο συλλαμβάνει γρήγορα τη δομή αίσθησης της
ελληνικής κοινωνίας στη Μεταπολιτευτική περίοδο
αλλά αποδεικνύει ότι ξέρει να τη χρησιμοποιήσει
με μεγάλη άνεση υπέρ των δικών του πολιτικών
στόχων.
Μέσα από τις απρόβλεπτες
πολιτιστικές στροφές του παράγεται ένα σκηνικό
έργο μεγάλης ρευστότητας και, μαζί μ’ αυτό,
διαμορφώνεται το κοινό του, εξίσου ρευστό. Ο
Ανδρέας δεν αντιμετωπίζει τον πολιτισμό με την
παραδοσιακή προσέγγιση, δηλαδή μέσα από τις
τέχνες, αλλά με ενός τύπου ανθρωπολογική
προσέγγιση. Καταφέρνει, με τον τρόπο αυτό, να
εκφράσει τη ρευστότητα της ελληνικής κοινωνίας
στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, σε συνδυασμό
με μια αίσθηση ελευθερίας από τον κοινωνικό
ντετερμινισμό και από μια σειρά κοινωνικούς
περιορισμούς. Προτείνει μια δική του επινόηση
της παράδοσης, κάτι που έχει αρχίσει να το
επεξεργάζεται συστηματικά με το βιβλίο του Η
Δημοκρατία στο απόσπασμα. Τώρα, όμως,
επεκτείνεται, πέρα από την πολιτική ιστορία, και
σε άλλα πεδία που αφορούν την καθημερινή ζωή, με
την επινόηση μιας εθνικής κουλτούρας και ταυτότητας,
που αποενοχοποιεί, νομιμοποιεί και προβάλλει όσα
εκείνος υποδέχεται ως λαϊκά στοιχεία ενώ οι
επικριτές του τα χαρακτηρίζουν λαϊκιστικά. Μέσα
στο πλαίσιο αυτό θα άξιζε να εξεταστούν οι
μεγάλες μαζικές συγκεντρώσεις, τόσο οι
προεκλογικές όσο και εκείνες που λειτούργησαν ως
παραστάσεις συναίνεσης ή μνήμης, όπως πχ οι
λαϊκές συνελεύσεις, το Κιλελέρ ή η Παναγία
Σουμελά. Θα άξιζε επίσης να αναλυθούν τα πράσινα
και γαλάζια καφενεία, ως σκηνές καθημερινών
πολιτικών παραστάσεων και ρόλων, καθώς και μια
σειρά από άλλα φαινόμενα που θα εμφανιστούν και
θα πάρουν, ορισμένα από αυτά, διαστάσεις
επιδημίας, κυρίως στους κόλπους των ανερχόμενων
μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Φαινόμενα
όπως ο αντιδυτικισμός και αντιευρωπαϊσμός, ο
τριτοκοσμισμός, οι «πρασινοφρουροί», ο
αυριανισμός, για να αναφέρουμε τα πιο
χαρακτηριστικά, η ανάλυση των οποίων ξεφεύγει
ωστόσο από το πλαίσιο αυτής της εργασίας.
Θα ήταν σκόπιμο,
πάντως, για την πολιτισμική ανάλυση, να μην
εγκλωβιστεί στις προσωπικές πολιτιστικές πρακτικές
του Ανδρέα ή στα ίχνη της κουλτούρας του. Από τη
Μεταπολίτευση και μετά θα πρέπει να θεωρηθούν
πιο σημαντικά τα στοιχεία που ανιχνεύονται στις
επιλογές της κοινωνικής και πολιτιστικής
πολιτικής που εξήγγειλε ως αντιπολίτευση ή
εφάρμοσε ως κυβέρνηση, στα κομματικά κείμενα,
στη νομοθεσία, τους θεσμούς και, τέλος, στα
πρόσωπα που επιλέγει για να ασκήσουν
πολιτιστική πολιτική.
Από αυτή την άποψη,
δεν θα πρέπει να θεωρηθεί πρωταρχικής σημασίας
αν «από το ’75 ως το ’90 δε βρήκε στην
κυριολεξία χρόνο να πάει στον κινηματογράφο ή
στο θέατρο, να διαβάσει ένα βιβλίο, να κάνει μια
εκδρομή», όπως έγραψε κάποιος. Δεν μπορεί να
αξιολογηθεί ως κρίσιμη η προτίμησή του στη τζαζ
και το ρεμπέτικο, στον Τσιτσάνη, τον Βαμβακάρη,
τη Σωτηρία Μπέλλου, τη Μαρίκα Νίνου ή στη Ρίτα
Σακελλαρίου, ο θαυμασμός του για την Ειρήνη
Παππά, η γνωριμία του με τον Ανδρέα Βουτσινά και
τον Λάκη Λαζόπουλο, μια φωτογραφία με την Αλίκη
Βουγιουκλάκη, τα αστυνομικά μυθιστορήματα ή
ταινίες που προτιμούσε, οι προσκλήσεις για
φαγητό στον Γιώργο Πάντζα κάποια μεσημέρια στο
Καστρί, το εάν και πόσες φορές χόρεψε
ζεϊμπέκικο στο Περιβόλι τ’ ουρανού ή αν «ένα
βράδυ ζήτησε παραγγελία τα τραγούδια Καπετάνιε
χαμογέλα, Ένα βράδυ που ‘βρεχε κι άλλα της
εποχής του». Ούτε και είναι σημαντικό αν πέρασε
τα γενέθλιά του με την καλλιτεχνική συντροφιά
του Θ. Μικρούτσικου, της Χ. Αλεξίου, του Μ.
Καλογιάννη, του Τάκη Μπινιάρη του Στ. Ξαρχάκου,
της Λ. Νικολακοπούλου, της Μ. Φαραντούρη, της
Πρωτοψάλτη, του Κραουνάκη, του Μακεδόνα.
Ιδιωτικές προτιμήσεις, προσωπικές
αισθητικές, συγκυρίες, δημόσιες σχέσεις και
σχέσεις εξουσίας, παρορμητικές συμπεριφορές, όλα
αυτά μαζί δεν αποκαλύπτουν παρά μια μικρή μόνο
πλευρά από το βαθύτερο πολιτιστικό υπόστρωμα
μιας δημόσιας προσωπικότητας και ενδιαφέρουν στο
βαθμό που κατευθύνουν ή επηρεάζουν τη δημόσια
κουλτούρα. Ο ίδιος δηλώνει: «Σπάνια πηγαίνω σε
κέντρα. Όταν πηγαίνω σε κέντρα αναγράφεται η
είδηση στις εφημερίδες.» Στην ερώτηση τι βιβλία
διαβάζει απαντά: «Η αμαρτία μου είναι ότι
διαβάζω πολύ λίγο αυτό τον καιρό, γιατί τα
σύγχρονα κόμματα και η δραστηριότητα την οποία
αναπτύσσουν απαιτούν έντονη παρουσία… Από
λογοτεχνία (ντρέπομαι να το πω!) στο παρελθόν
διάβαζα αστυνομικά πάρα πολύ αλλά τώρα το έχω
κόψει!» Όσο για τη μουσική, θα πει: «Η μουσική η
δική μου είναι χαρακτηριστικά το ελληνικό λαϊκό,
το ελληνικό ρεμπέτικο και η αμερικάνικη παλαιά
και σύγχρονη τζαζ. Πολύ λίγο η κλασική…»
Αλλά εκείνο που έχει μεγαλύτερο
ενδιαφέρον είναι οι ιδεολογικές ζυμώσεις μέσω
των πολιτικών κειμένων, οι πολιτικές που
εφαρμόστηκαν και οι ευρύτερες πολιτισμικές
επιπτώσεις τους, το πώς διαμορφώθηκε τελικώς σε
βάθος το πολιτισμικό αφήγημα της χώρας στα
χρόνια αυτά.
Με το παραπάνω
σκεπτικό, θα δοθεί, στη συνέχεια, προσοχή σε
τέσσερις ενότητες, που αφορούν: 1.
Βασικά
πολιτικά κείμενα 2.
Κοινωνικά μέτρα με ευρύτερη
πολιτισμική σημασία 3.
Μελίνα - ΥΠΠΟ 4.
Φαντασιακή κοινότητα, δημόσια κουλτούρα,
παράσταση, δομή αίσθησης.
πίσω |
κεφάλαια |
κορυφή
|