Αρχική | πίσω

κεφάλαια | επόμενο

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ
 

3. Μελίνα - ΥΠΠΟ 

Η Μελίνα Μερκούρη αποτέλεσε για τις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου την εμβληματική περσόνα του ελληνικού πολιτισμού μέσα και έξω από τη χώρα. Υπουργός από την πρώτη κυβέρνηση  του ’81, θα παραμείνει  στη θέση της ακλόνητη σε δεκαέξι ανασχηματισμούς, εκπροσωπώντας θεσμικά  την πολιτιστική πολιτική της χώρας. 

           Κάποιοι χαρακτήρισαν τη σχέση Ανδρέα-Μελίνας θεατρική. Είναι αλήθεια αξιοσημείωτο ότι στην ογκώδη, κατά κάποιο τρόπο «επίσημη» βιογραφία της Μελίνας, όπου υπάρχουν συνολικά  δεκαεπτά αναφορές στον Ανδρέα Παπανδρέου, δεν ανιχνεύεται πουθενά η προσωπική τους σχέση.[120] Αντίθετα, όπως «ο Κένεντυ είχε συμπεριλάβει, στην προεκλογική του εκστρατεία κάποια εμφάνισή του με τη Μαίριλυν Μονρόε στο πλάι του, πίστεψα ότι για κάποιον τέτοιο λόγο την ήθελε ο Παπανδρέου. Να έχει στο κόμμα του τη λαμπερή φιγούρα μιας σταρ» θα πει η φίλη της Ντένη Βαχλιώτη.[121] Αν ιδωθεί, επομένως, ως θεατρική σχέση, αφορά σίγουρα δύο πρόσωπα που επεδίωκαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση. Διέθεταν, υπό αναλογίες, μια ανθεκτική ταυτότητα που τρεφόταν από τις ίδιες τις αντιφάσεις της. Ο Ανδρέας ήξερε να γράφει το σενάριο, να σκηνοθετεί τον εαυτό του, να παίζει τους ρόλους του έργου  σαν ηθοποιός. Η Μελίνα ήταν μια επαγγελματίας ηθοποιός. Ίσως ένας από τους αδήριτους λόγους που ο Ανδρέας κράτησε την Μελίνα σταθερά στο ΥΠΠΟ ήταν ότι ήθελε κοντά του μια αληθινή ηθοποιό, μια λαμπερή σταρ που να προσμετρά το μέτρο της επιτυχίας της στη  δική του πολιτική παράσταση, της οποίας ήταν ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής. Να τον στοίχειωνε άραγε εκείνη η θεατρίνα που του έκλεψε πρώιμα τον πατέρα;

           Η παρουσία της Μελίνας στο ΥΠΠΟ το μετέβαλε πολύ γρήγορα από αρχαιολογική υπηρεσία συν μηχανισμό δευτερεύουσας προπαγάνδας, που ήταν ως τότε,  σε χώρο ζύμωσης, αναζητήσεων και πειραματισμών, σε μια μικρή αυλή των θαυμάτων. Τα προγραμματικά κείμενα του Πασόκ που εξετάσαμε παραπάνω, όχι μόνο ήταν αντιφατικά και συγκεχυμένα αλλά έθεταν στόχους ανεδαφικούς και ανεφάρμοστους. Ποιες θα μπορούσαν να είναι, επομένως, οι κατευθυντήριες γραμμές αυτού του υπουργείου, αφού δεν υπήρχε πίσω του ένα πολιτικό σχέδιο με ρεαλιστικούς στόχους;

Τα υλικά από τα οποία φτιάχτηκε η πολιτιστική πολιτική του ΥΠΠΟ ήταν ό,τι μπόρεσε να βρεθεί συγκυριακά και εκ των ενόντων. Πριν απ’ όλα η «προίκα» της ίδιας της Μελίνας και του στενού της κύκλου, υφασμένη στον καμβά της βιομηχανίας του σινεμά, της τουριστικής Ελλάδας, των διεθνών καλλιτεχνικών και πολιτικών προσωπικών σχέσεων, του γνωστού στο εξωτερικό ονόματος που άνοιγε πόρτες, της αριστερής αμερικάνικης διανόησης που αντιστάθηκε στο μακαρθισμό αλλά και μιας προσωπικής ιδιότυπης αριστοκρατικής λαϊκότητας που, όπως αποδείχτηκε, μπορούσε να συγκινήσει όχι μόνο τη Β΄ Πειραιά αλλά ολόκληρη την Ελλάδα και τον έξω κόσμο. «Είχε ένα αλάθητο ένστικτο στο να μυρίζεται τα ρεύματα. Ήταν ένστικτο και μόνο. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα άνοιγε ένα βιβλίο ή εφημερίδα για να διαβάσει» λέει η Ντένη Βαχλιώτη.[122]  Δεύτερον, η «προίκα» του ίδιου του υπουργείου, που ήταν σχεδόν αποκλειστικά η Αρχαιολογική υπηρεσία, συντεταγμένη και επιστημονικά στελεχωμένη, ο κύριος δημοσιοϋπαλληλικός κορμός του ΥΠΠΟ, με στόχο, παράδοση, μέθοδο και  κύρος. Μια υπηρεσία που ταυτιζόταν με την πολιτισμική κληρονομιά της χώρας, ως πιστός υπηρέτης και γνήσιος φύλακάς της, που την ερμήνευε  ιδεολογικά, τη συντηρούσε τεχνικά και την προάσπιζε απέναντι στην επιλήσμονα και εν πολλοίς αδαή εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Η τρίτη «προίκα» ήταν μια μάζα από ετερόκλιτα  πολιτιστικά υλικά, ανθρώπους, αιτήματα, προτάσεις και ιδέες για τις τέχνες, που προέκυψαν συσσωρευμένα από τον χρόνιο αποκλεισμό  και τον κρατικό συντηρητισμό του παρελθόντος. Αυτά προέρχονταν από μια παραδοσιακή αριστερή κουλτούρα και από τις νεοφώτιστες  προσδοκίες  που προέκυψαν μετά την Αλλαγή.

Ποιο ήταν το σημείο συνάντησης όλων αυτών των διαφορετικής προέλευσης και υφής υλικών, που αποτέλεσαν το πολιτισμικό κεφάλαιο του ΥΠΠΟ στα χρόνια του ’80; Δεδομένης της αδυναμίας των πολιτικών και ιδεολογικών κατευθύνσεων αλλά και των κρατικών και κομματικών δομών, όλα συναντήθηκαν σε ένα πρόσωπο. Το πρόσωπο αυτό ήταν η Μελίνα. «Μα αφού είναι ο Ρήγκαν στην πολιτική, γιατί όχι εγώ που είμαι και καλύτερη ηθοποιός;» θα αναρωτηθεί.[123] Πράγματι, η Μελίνα κατάφερε με επιτυχία να συγκεράσει τις διαφορετικές προσδοκίες και αιτήματα, μέσα στη δική της ευρύτητα ρόλων που ικανοποιούσαν τα περισσότερα γούστα. Οικεία στο πασοκικό σύστημα που πρόβαλλε διεκδικήσεις είτε σε προσωπικό επίπεδο είτε σε συλλογικό, ως εθνικοτοπικός σύλλογος, ως κλαδική οργάνωση, ως τοπική αυτοδιοίκηση. Δεκτική στους επαγγελματίες καλλιτέχνες και δημιουργούς και στα συντεχνιακά τους αιτήματα. Απροκατάληπτη απέναντι στους αριστερούς καλλιτέχνες. Ανοιχτή απέναντι στο λαό, τους πολίτες, στο απροσδιόριστο αλλά διψασμένο αίτημα για πολιτισμό των λαϊκών ανθρώπων στην πόλη και την επαρχία. Ανταποκρίθηκε εξαιρετικά σε όλα. Το μόνο που δεν μπορούσε να κάνει ήταν να διατυπώσει  η ίδια, κάτω από αυτές τις συνθήκες, μια πολιτική για τον πολιτισμό. Άλλωστε, για να γίνει κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν αναγκαστικά τη συνδρομή ορισμένων διανοουμένων. Αλλά η απόσταση που είχε από τους διανοούμενους και τον πνευματικό κόσμο ήταν μεγάλη, όπως η ίδια εξομολογείται. «Να σου πω τη μαύρη αλήθεια; Δεν τα πάω καλά με τους κουλτουριάρηδες. Δεν τα πήγαινα καλά μαζί τους από παιδί. Το πετσί μου δεν τους θέλει.»[124]

Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι στο κέντρο όλου αυτού του συστήματος που αναζητούσε πολιτιστικό προσανατολισμό μετά από την έκρηξη της Αλλαγής, βρισκόταν μια κοινή αντίληψη που ταύτιζε την πολιτιστική πολιτική, πριν απ’  όλα,  με γενναιόδωρες κρατικές επιχορηγήσεις στους καλλιτέχνες. Μια άλλη, κοινή επίσης αντίληψη, ταύτιζε τον πολιτισμό με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, δίνοντάς του απόλυτη και, εν πολλοίς, μοναδική προτεραιότητα. Στη συνέχεια υπήρχαν κι άλλες συμπληρωματικές των παραπάνω αντιλήψεις: σχετικά με την αγορά σαν εχθρό της ποιότητας του έργου,  με τη σχέση  κατανόησης της υψηλής κουλτούρας από το λαό,  με την ταύτιση πολιτισμού και τεχνών, με τους τρόπους διάδοσης του πολιτιστικού προϊόντος, με το τι είναι λαϊκή κουλτούρα. Όλα αυτά, τροφοδότησαν κεντρόφυγες δυνάμεις, που στάθηκε αδύνατο να διατυπώσουν μια πολιτιστική πολιτική με επάρκεια και αποτελεσματικότητα, όσον αφορά τους ίδιους τους πολίτες και τις πολιτιστικές πρακτικές τους αλλά και την πολιτιστική διπλωματία της χώρας. 

Έτσι, ξετυλίχθηκε μια αλυσίδα πρωτοβουλιών, που λειτουργούσε κυρίως με το ένστικτο.  Η Μελίνα έδωσε καταρχάς προτεραιότητα στην επικοινωνία με το εξωτερικό, ασκώντας μια ιδιότυπη πολιτιστική διπλωματία, στηριγμένη στη λαμπρή επαφή, κάτω  από τα φώτα της δημοσιότητας, με προσωπικότητες όπως ο Λάνγκ, ο Πάλμε, ο Γκονζάλεθ, ο Πάπας, η Γκάντι, ο Μιτεράν. Αυτή η επικοινωνία τη βοηθούσε να προωθεί έναν επίκαιρο σχεδιασμό με εκθέσεις, εκδηλώσεις, διακηρύξεις ή να αντιμετωπίζει με επιτυχία την εσωτερική αμηχανία και την κριτική που ερχόταν από πολλές κατευθύνσεις. Σε μια φωτογραφία του 1985, όταν η Αθήνα γιόρταζε ως πρώτη Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, λάμπει ανάμεσα στον Ανδρέα και το Μιτεράν. Ήταν ο ρόλος που της ταίριαζε πάνω απ’ όλα.

           Έδωσε επίσης προτεραιότητα στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, με αποκορύφωμα το αίτημα της επιστροφής στην Ελλάδα των Μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Έθεσε το θέμα για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό, στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της Ουνέσκο. "Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για μας. Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας". Το συμβολικό πεδίο στο οποίο αναφερόταν, η σταθερή Μεγάλη Ιδέα που την οδηγούσε στη διάρκεια όλων των χρόνων που παρέμεινε υπουργός, περιείχε τα συστατικά που κατασκεύαζαν την ελληνικότητα, όπως εκείνη την εννοούσε. Μια πολιτισμική ταυτότητα με μεγάλη δόση αρχαιοελληνικού πολιτισμού, ελληνικού φιλότιμου και λεβεντιάς, κεφιού και μεσογειακού ταμπεραμέντου, περηφάνιας και τουριστικού φολκλόρ, εκφρασμένα με συγκινησιακή φόρτιση.

Πάντως, μέσα στα τρία πρώτα χρόνια της υπουργίας της είχε κιόλας κερδίσει μεγάλο μέρος της Αριστερής διανόησης και των καλλιτεχνών. Μια ευφορία που τη διαδέχθηκε, από το ’84 και μετά, ο πεσιμισμός των διαψευσμένων ελπίδων. Αν όσα έγραφαν τα κομματικά κείμενα του Πασόκ από το 1974 ως το 1981 δεν έμελλε να αποτελέσουν αντικείμενο του υπουργείου Πολιτισμού στα χρόνια αυτά, τι θα ήταν εκείνο που θα τα αντικαθιστούσε; Το πρόσωπο της Μελίνας, όπως ήταν φυσικό,  δεν αρκούσε για να καλύψει το έλλειμμα  μιας πολιτικής πολιτισμού, που θα αφορούσε τις νέες κατευθύνσεις της σύγχρονης κουλτούρας της χώρας και τους πολίτες της.  Οι ποικίλες θετικές πρωτοβουλίες, δεν ήταν ικανές να οδηγήσουν τη χώρα σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης του  πολιτισμού. Έτσι, το Κέντρο κινηματογράφου, παρά την αδιαμφισβήτητη σημασία του, παρέμεινε επί χρόνια εγκλωβισμένο στο κέντρο αντεγκλίσεων συνδικαλιστών, παραγόντων και δημιουργών που αναζητούσαν στήριξη. Μολονότι τα ποσά που διατέθηκαν δεν ήταν ευκαταφρόνητα, δεν επέτυχε να φέρει το κοινό πιο κοντά στον ελληνικό κινηματογράφο, να το διαπαιδαγωγήσει, να το διευρύνει, ούτε όμως και τους Έλληνες δημιουργούς, με ελάχιστες εξαιρέσεις, πιο κοντά στο κοινό τους.  Το ίδιο θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος και για τα ΔΗΠΕΘΕ. Η σύλληψη του σχεδίου υποσχόταν πολλά. Όμως, παρά τη θετική παρουσία ορισμένων από αυτά, στην πλειοψηφία τους δεν ευτύχησαν να καλλιεργήσουν θεατρικό κοινό στην περιφέρεια. Από την πλευρά της, η τοπική αυτοδιοίκηση δεν στάθηκε  ικανή, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις, να λειτουργήσει με μεγαλύτερη δημιουργικότητα στη διαχείριση του πολιτισμού απ’ όση απαιτούσε ένα τοπικό φεστιβάλ ή οι σύλλογοι της περιοχής. Μ’ αυτό τον τρόπο αναπαρήγαγαν απλώς ένα κεντρικό καταναλωτικό μοντέλο που σε καμία περίπτωση δεν αξιοποιούσε τις δημιουργικές δυνάμεις της περιφέρειας.  Ο θεσμός των Πολιτιστικών Πρωτευουσών της Ευρώπης, μια άλλη Μεγάλη Ιδέα της Μελίνας, με πρώτη την Αθήνα το 1985, υπήρξε μια εναλλακτική πολιτισμική πρόταση ανάπτυξης για ορισμένες από τις ευρωπαϊκές πόλεις στις οποίες πραγματοποιήθηκε αλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις, παρέμεινε στο πλαίσιο ενός καλλιτεχνικού φεστιβάλ. 

 Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι μέσα στην περίοδο που εξετάζουμε δεν ασκήθηκε  πολιτική για το βιβλίο, τα γράμματα, τις δημόσιες βιβλιοθήκες και την ανάγνωση, για τέχνες με μικρότερα κοινά όπως ο χορός ή η φωτογραφία, για τις πειραματικές μορφές τέχνης, για την αναδυόμενη κουλτούρα. Υπήρξαν, όμως και ορισμένα σχέδια, που λειτούργησαν σε βάθος χρόνου, όπως το Μουσείο της Ακρόπολης και η Ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας, που εξελίχθηκαν ή ολοκληρώθηκαν αρκετά χρόνια μετά, αποδεικνύοντας το μέγεθος των δυσκολιών αλλά επίσης τη διορατικότητα και την ευαισθησία που υπήρχε στη βάση τους.

 Κρίνοντας συνολικά,  από την οπτική της πολιτιστικής πολιτικής, θα έλεγε κανείς ότι παρά τις αδιαμφισβήτητες καλές προθέσεις, τις πρωτοβουλίες και την μεγάλη κινητικότητα, η πολιτιστική πολιτική της χώρας παρέμεινε όλα αυτά τα χρόνια αιχμάλωτη  ενός συντηρητικού πλαισίου, που κινιόταν μεταξύ «ένδοξου» παρελθόντος και τουριστικών προτεραιοτήτων. Δέσμια μιας καθυστερημένης γραφειοκρατίας, συντεχνιακών και τοπικών συμφερόντων, πελατειακών σχέσεων,  η πολιτιστική πολιτική απέτυχε να διατυπώσει μια σύγχρονη  ατζέντα, να επιτύχει σταθερές συμμαχίες με τον τομέα της εκπαίδευσης ή άλλους τομείς που βρίσκονταν σε ανάπτυξη, να διαμορφώσει εντέλει ένα σύγχρονο φιλόδοξο σχέδιο για το πολιτιστικό παρόν της χώρας. Στις σπάνιες περιπτώσεις που  κατάφερε να διατυπώσει ένα τέτοιο σχέδιο, όπως πχ με το Πολιτιστικό Δίκτυο Πόλεων, δεν το υποστήριξε ως το τέλος. 

πίσω | κεφάλαια | κορυφή

design by netsupport.gr