Αρχική | πίσω

κεφάλαια | επόμενο

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ
 

   1.   Βασικά πολιτικά κείμενα 

Στη Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, το πρώτο εμβληματικό κείμενο του Πασόκ μετά τη Μεταπολίτευση, το βλέμμα είναι στραμμένο στα κεντρικά πολιτικά ζητήματα και οι αναφορές σε θέματα πολιτισμού συμβατικές και περιορισμένες. Έτσι, πλάι στον προγραμματισμό της οικονομικής και  κοινωνικής πορείας της χώρας εντάσσεται, ως τρίτη παράμετρος, η πολιτιστική, μολονότι αυτό δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία. Επίσης  παρουσιάζεται ως κυρίαρχο «το δικαίωμα του ελληνικού λαού να προγραμματίζει αυτός την κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική πορεία της χώρας», κάτι που, όπως εξηγεί το κείμενο, σημαίνει «την αξιοποίηση των εθνικών λαϊκών παραδόσεων και τη συμμετοχή ολόκληρου του λαού στην πολιτιστική εξέλιξη».

           Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1974  το Πασόκ παίρνει 13%, ποσοστό που απογοητεύει τον Ανδρέα. Ωστόσο, ο κύβος έχει ριφθεί. Θα παραμείνει στην πολιτική σκηνή συνεχίζοντας να παίζει το ρόλο του, σε ένα  σχήμα σκληρά αντιπολιτευτικό, αρχηγικό, ευθείας επικοινωνίας του ηγέτη με τις μάζες. Στο σχήμα αυτό δεν χωρούν μεσολαβητές, λχ μια φωτισμένη πρωτοπορία ή ιντελιγκέντσια,  που θα προχωρούσαν σε πιο λεπτές θεωρητικές επεξεργασίες της πολιτικής. Οι διανοούμενοι, στην πλειοψηφία τους, θα βρεθούν σύντομα εκτός κόμματος, μετά από συνοπτικές διαδικασίες και διαγραφές. Μία τέτοια ομάδα είναι η Δημοκρατική Άμυνα, η «βασικότερη συσπείρωση διανοουμένων που είχε παραγάγει ο χώρος της κεντροαριστεράς», οι οποίοι κατηγορούνται για ελιτισμό, διανοουμενισμό και σοσιαλδημοκρατική απόκλιση.[112] Ανάλογη θα είναι η τύχη και νεότερων στελεχών της φοιτητικής παράταξης (ΠΑΣΠ) που θέλησαν να εκφράσουν ιδεολογικές ανησυχίες.

Ο Ανδρέας θα είναι, αυτά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ο αποκλειστικός συγγραφέας των ιδεολογικών κειμένων που τροφοδοτούν τον εσωκομματικό διάλογο και ενισχύουν την πολιτική γραμμή του Πασόκ.[113] Ο ίδιος δηλώνει: «δεν είμαστε Λενινιστές». Αλλά ούτε η άλλη έννοια που προβληματίζει την ευρωπαϊκή και την ελληνική Αριστερά, η γκραμσιανή  ηγεμονία, που προβάλλεται την ίδια εποχή ως  αντίβαρο στο λενινισμό, βρίσκεται  στο εννοιολογικό του οπλοστάσιο. Ο Ανδρέας επιμένει, όπως και στο παρελθόν, ότι λαός και «φωτισμένη πρωτοπορία» είναι αντίπαλοι. «Επιδιώκουμε την πραγματοποίηση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού με την κυρίαρχη, ελεύθερη θέληση του λαού και με τη δικιά του συμμετοχή –κι όχι ερήμην του λαού από κάποια «φωτισμένη πρωτοπορία»». Άλλωστε, «ο Λένιν, σαν θεωρητικός και σαν πολιτικός, έθεσε τα θεμέλια τόσο του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» όσο και της «δικτατορίας της κομματικής γραφειοκρατίας». Και αποτελεί έτσι αναπόσπαστο τμήμα μιας ιστορικής εξέλιξης που κάθε άλλο παρά δικαιώνει το όραμα του Μαρξ.» Η τοποθέτησή του δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερη όσον αφορά την αντίθεσή του σε όλη τη γραμμή του υπαρκτού σοσιαλισμού, από τη σοβιετική επανάσταση και μετά, που τη διαγράφει αποφασιστικά με μια μονοκοντυλιά. Παράλληλα, διατηρεί το δικαίωμα αναφοράς στο Μαρξ. Αλλά θα συνεχίσει στον ίδιο τόνο, προσθέτοντας. «Για το Πασόκ, τόσο η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας όσο και η έννοια της κοινωνικής απελευθέρωσης έρχονται σε άμεση και αμείλικτη αντίθεση τόσο με την παντοδυναμία της κομματικής γραφειοκρατίας, με την παντοδυναμία οποιασδήποτε φωτισμένης πρωτοπορίας, όσο και με την υποταγή του εργαζόμενου λαού σε νέους άρχοντες –όποιοι κι αν είναι αυτοί.» [114] Γραφειοκρατία και πρωτοπορία, συνένοχες και απορριπτέες, ισοδυναμούν γι’ αυτόν με την παλιά αριστοκρατία. Το κακό τους συνώνυμο, οι διανοούμενοι, έχουν εδώ ανεπανόρθωτα ενοχοποιηθεί, ουσιαστικά δεν έχουν θέση σ’ αυτό το κόμμα. Δεν θυμίζει λίγο αυτή η τοποθέτηση εκείνες τις άλλες που, αναφερόμενες σε κρίσιμης σημασίας ομάδες ανθρώπων, ανακάλυπταν σ’ αυτές συλλήβδην τους «εχθρούς του λαού» ή τους «εχθρούς του έθνους»;

            Ποια είναι, λοιπόν, η λύση ώστε να καλυφθεί το κενό; Το 1976, σε  ομιλία του σε επιστήμονες και καλλιτέχνες με τίτλο Το Πασόκ δένει την επιστημονική και καλλιτεχνική δημιουργία με την καθημερινή πολιτική πράξη, ο Ανδρέας θα αναζητήσει «τα θεμέλια μιας νέας λειτουργίας του επιστήμονα και του καλλιτέχνη που στηρίζεται στην ανοιχτή αναγνώριση της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στην επιστημονική έρευνα και καλλιτεχνική δημιουργία και την καθημερινή πολιτική πράξη.» Είναι μια σκέψη που θα την συναντήσουμε και άλλες φορές στο μέλλον, καθώς θα ζητάει από τους ενγένει «διανοούμενους» να λειτουργούν πολιτικά όχι μέσα από κάποιο ιδιαίτερο ρόλο τους αλλά σαν πολιτικοποιημένα άτομα, απλοί πολίτες. Θα ζητάει δηλαδή από αυτούς μια συμμετοχή συστράτευσης, άρα μια συμμετοχή χωρίς ταυτότητα, εξειδίκευση, ρόλο.

           Αλλά θα πάρει τις αποστάσεις του και από τον τροτσκισμό, αυτό το πολιτικό ρεύμα που συνιστά επίσης μια ολόκληρη κουλτούρα στο εσωτερικό της αριστερής παράδοσης. «Εγώ, φυσικά, είμαι σοσιαλιστής. Πιστεύω όμως απόλυτα πως ο σοσιαλισμός είναι εφικτός, στην περίοδο που ζούμε –μόνο σ’ εθνικά πλαίσια. Κι ότι ο μεγάλος αγώνας είναι αυτή την ώρα για την εθνική ανεξαρτησία. Χωρίς αυτό τίποτε άλλο δεν μπορούμε να ‘χουμε. Πρέπει να αντλήσουμε από τις εθνικές μας πηγές. Και αυτό έρχεται σε άμεση αντίθεση με τον τροτσκιστικό διεθνισμό. Κι αυτή είναι πράγματι μια αντίθεση πάρα πολύ ισχυρή ώστε κανείς δεν μπορεί να πει αυτή την ώρα πως έχω οποιαδήποτε σχέση με τον τροτσκισμό.»[115] Ένας σοσιαλιστής, που δεν είναι σοσιαλδημοκράτης, δεν είναι κομμουνιστής, δεν είναι δογματικός μαρξιστής, δεν είναι λενινιστής, δεν είναι τροτσκιστής. Ένας σοσιαλιστής επομένως, χωρίς  ιστορικότητα,  που δεν νιώθει συνάφεια με κάποιο από τα ρεύματα που προηγήθηκαν, αλλά επιφυλάσσει στον εαυτό του το προνόμιο της επινόησης του δικού του σοσιαλισμού.

                     Στις βουλευτικές εκλογές του  Νοεμβρίου 1977 το Πασόκ καταφέρνει, διπλασιάζοντας τη δύναμή του, να γίνει  αξιωματική αντιπολίτευση. Το Πρόγραμμα που εξαγγέλλει προεκλογικά,  με τίτλο Κατευθυντήριες γραμμές κυβερνητικής πολιτικής, είναι ουσιαστικά, μαζί με το κατοπινό  Συμβόλαιο με το λαό, όχι μόνο το ιδεολογικό μανιφέστο αλλά και όσα θα αποπειραθεί να εφαρμόσει μετά το ‘81 ως κυβέρνηση. Σ’ αυτό περιλαμβάνει για πρώτη φορά τόσο αναλυτικά τον προβληματισμό και τις προθέσεις του κόμματος σχετικά με τον πολιτισμό, αποκαλύπτοντας το ιδεολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο πλέκει το πολιτισμικό του αφήγημα.

                Οι τόνοι σχετικά με την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία  έχουν ανέβει, διογκώνοντας τους κινδύνους που εγκυμονεί η εξάρτηση για την πολιτιστική παράδοση, τις ρίζες και την ίδια τη σχέση του λαού με το παρελθόν του. Έτσι, αλλαγή σημαίνει, εκτός των άλλων, «να αναχαιτιστεί η ξένη πολιτιστική διείσδυση που απειλεί να αποκόψει το λαό, και προπάντων τους νέους, από τις πολιτιστικές του ρίζες και την ιστορία του.»

               Με ποιους τρόπους συντελείται αυτή η διείσδυση; «Η διαφήμιση είναι ένα από τα κύρια μέσα που χρησιμοποιεί η αστική κοινωνία για να εκπαιδεύσει το Λαό σε μια συμπεριφορά σύμφωνη με τους σκοπούς της. Είναι μέσο κυριαρχίας και καταδυνάστευσης του πολίτη, γιατί καθημερινά διαμορφώνει τον τρόπο σκέψης και ζωής του χωρίς εκείνος να το συνειδητοποιεί. Είναι αναγκαίος ο περιορισμός της διαφήμισης. Δεν πρέπει όμως να παραβλέψουμε ότι η διαφήμιση εκτελεί επίσης λειτουργία πληροφόρησης και αποτελεί δραστηριότητα που υποβοηθεί την αισθητική αναζήτηση και δημιουργία.» Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς το δυισμό ιδεολογικής και πραγματιστικής τοποθέτησης, που έμελλε με το χρόνο να βρει τη μοιραία λύση του, όπως τόσα άλλωστε αμφισβητούμενα ζητήματα έντονων ιδεολογικών αντιπαραθέσεων της εποχής, όχι βέβαια στην κατάργηση των διαφημίσεων αλλά στην επικράτησή τους ακόμη και στην προώθηση του πολιτικού προϊόντος.

                 Το κεφάλαιο  που είναι αφιερωμένο στον πολιτισμό,  έχει τον τίτλο Μέτρα για μια πολιτιστική ζωή για τους εργαζομένους. Σ’ αυτό διαπιστώνεται ο εμπορευματικός χαρακτήρας του πολιτισμού στην καπιταλιστική κοινωνία και η χαμηλή ποιότητα, που εθίζει το κοινό στα «είδωλα» και, κατ’ επέκταση, στην κυρίαρχη ιδεολογία. Ως αποτέλεσμα  συνάγεται ότι  «κυριαρχούν αστυνομικές ταινίες βίας, ρομάντζα με φτηνή συναισθηματολογία, τυποποιημένα έργα τέχνης», δηλαδή μια έμμεση καταγγελία της λαϊκής κουλτούρας, σε αντίθεση με την μελλοντική κοινωνία που οραματίζεται το κείμενο, στην οποία η πολιτιστική ζωή δεν πρέπει να καθοδηγείται από τους νόμους του κέρδους. Ωστόσο, κατά τη γνώμη των συντακτών, θα πρέπει να αποφευχθούν τα δύο άκρα, τόσο η «κεντρικά καθοδηγούμενη πολιτιστική ζωή», όσο και «η άκρατη αυτονομία του δημιουργού που ζει χωρίς επαφή με το κοινωνικό περιβάλλον.»  Πώς θα γίνει κάτι τέτοιο; Μα μέσα από «την ελευθερία του καλλιτέχνη με ταυτόχρονη διασύνδεσή του με τα προβλήματα των εργαζομένων» που μόνη η αυτοδιαχείριση μπορεί να εξασφαλίσει. Είναι προφανές ότι το σχήμα που εικονογραφείται εδώ περιέχει τις παιδικές αρρώστιες μιας συγκεχυμένης ιδεολογίας, που επειδή δεν καταφέρνει να βρει ρεαλιστικές απαντήσεις στα προβλήματα εφευρίσκει σχήματα λόγου και ανεδαφικές λύσεις.

           Ένα άλλο βασικό στοιχείο του κειμένου αποτελεί ο ελληνοκεντρισμός. «Να στηριχτεί η πολιτιστική δραστηριότητα στα χαρακτηριστικά της ελληνικής ζωής, να προβάλει τα γνήσια εθνικά γνωρίσματα του λαού μας για να καταπολεμήσει την ομοιόμορφη, ρηχή και κατευθυνόμενη πολιτιστική προσφορά των πολυεθνικών εταιρειών (π.χ. εταιρειών δίσκων ή εκδοτικών επιχειρήσεων).» Με ποιο τρόπο άραγε μπορεί να γίνει μια τέτοια ρύθμιση, χωρίς να περιορίζει τις βασικές ελευθερίες επιλογής και προσωπικής αισθητικής των πολιτών σε μια ανοιχτή δημοκρατική καπιταλιστική κοινωνία; Ποια αυταπάτη είχε  καλλιεργηθεί σχετικά με τις δυνατότητες επηρεασμού της κοινωνίας από τα «καλά» μιντιακά μέσα χωρίς την επίγνωση του κινδύνου ότι μπορεί να οδηγήσει στις γνωστές προπαγανδιστικές μεθόδους των αυταρχικών καθεστώτων, που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοστούν πια σε μια κοινωνία σαν την ελληνική της εποχής, που είχε αρχίσει να βρίσκει το δρόμο της προς την Ευρώπη;

Αλλά υπάρχουν κι άλλες ιδέες. Περιφερειακά προγράμματα με τη συμμετοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης και των πολιτιστικών συλλόγων, πολιτιστικά κέντρα, επιχειρήσεις, συνεταιρισμοί, ΑΕΙ και σχολεία, τηλεόραση και ραδιόφωνο, ειδική κατηγορία υπαλλήλων που θα απαρτίζεται  από καλλιτέχνες, είναι μερικές μόνο από αυτές,  προκειμένου να αναζωογονηθεί το ενδιαφέρον των πολιτών, να δημιουργηθεί μια νέα οργάνωση και να προκληθεί η διεύρυνση της συμμετοχής.  

Ένα άλλο, ιδιαίτερο τμήμα του κειμένου αφιερώνεται στην πολιτιστική κληρονομιά, η οποία, όπως καταγγέλλεται,  «καταστρέφεται και λεηλατείται σήμερα, γιατί το κράτος αδιαφορεί για τη διατήρησή της είτε χρησιμοποιεί απρόσφορα μέσα.» Η λύση σ’ αυτό το πρόβλημα είναι ένα Συμβούλιο Πολιτιστικής Κληρονομιάς με ευρεία εκπροσώπηση και σύνδεση με την τοπική αυτοδιοίκηση. Θα μπορεί να παρακολουθήσει κανείς τη λειτουργία αυτού του Συμβουλίου τα επόμενα χρόνια μέσα σε συμβατικά πλαίσια. Εκείνο που θα λείπει, όμως, πάντοτε θα είναι μια νέα αντίληψη και στρατηγική για την κληρονομιά και τη σχέση της με  το πολιτισμικό παρόν της χώρας.

Τέλος, υπάρχει μια σύντομη παράγραφος για τις βιβλιοθήκες, τον συντονισμό και τη διασύνδεσή τους, έναν τομέα που, όπως φάνηκε, δεν ήταν μόνο ο τελευταίος και ο πιο παραμελημένος στο κείμενο αλλά παρέμεινε τέτοιος σε ολόκληρη την πολυετή περίοδο διακυβέρνησης του Πασόκ.   

           Ωστόσο, δεν είναι μόνο τα προγραμματικά κείμενα, στα οποία βρίσκει κανείς απόψεις για τον πολιτισμό. Υπάρχουν και αρκετές ομιλίες του Ανδρέα σε καλλιτέχνες και διανοούμενους, στις οποίες συναντάμε απόψεις που απηχούν τη δική του ευρύτερη πολιτισμική αντίληψη. «Έχει επιβληθεί ένας ξενόφερτος τρόπος ζωής και μια ξενόφερτη κουλτούρα, που αναγκάζουν το λαό μας να αποκοπεί από τις ρίζες της παράδοσης και της πολιτιστικής του κληρονομιάς. Πρώτο σύμπτωμα είναι η αλλοτρίωση της τέχνης, εκτός από λίγες φωτεινές εξαιρέσεις σ’ όλες της τις εκφάνσεις.»[116] Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός πώς κάποιος σαν τον Ανδρέα,  που πέρασε δύο δεκαετίες της ζωής  του σε μια ξένη χώρα συμμετέχοντας σε δύο κουλτούρες και κερδίζοντας πολλά από  αυτή τη δημιουργική αλληλεπίδραση, στενεύει τον ορίζοντά του  στα εθνικά σύνορα, εκφράζεται ξενοφοβικά και εχθρικά προς την ξένη κουλτούρα και αναζητά καταφύγιο στις ρίζες και την παράδοση, όπως θα έκανε κάποιος με  ακραίες συντηρητικές απόψεις. Βρισκόμαστε, άραγε, κι εδώ μπροστά στο σύμπτωμα της πολιτικής συνδήλωσης μιας ταυτότητας που επινοεί εχθρικούς άλλους και λειτουργεί αμυντικά, προκειμένου να περιχαρακώσει τα όρια, είτε αυτά είναι κομματικά και αφορούν τις αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις, είτε είναι προσωπικά και αφορούν αποκλειστικά την αρχηγική επικράτηση;  

           Σε κάθε περίπτωση, η στάση του απέναντι στους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες επαναλαμβάνεται βαθύτατα κριτική και αρνητική. «Μέχρι σήμερα θα πρέπει να το ομολογήσουμε, η διανόηση στον τόπο μας έπαιξε περιθωριακά το ρόλο της γιατί στα πλαίσια μιας εξαρτημένης δορυφορικής ανάπτυξης που ελέγχεται από τη ντόπια και ξένη οικονομική ολιγαρχία, υπονομεύεται η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα και διαβρώνεται ακόμη η κοινωνική και η εθνική συνείδηση.» Αυτή η αντίθεση λαού-ελίτ, η οποία «προσλαμβάνει τη μανιχαϊστική μορφή αντίθεσης των «από κάτω» και των «από πάνω» θα χαρακτηριστεί από ορισμένους αναλυτές ως ένα δομικό στοιχείο λαϊκισμού –και ειδικότερα «λαϊκισμού διαμαρτυρίας». Μάλιστα, θα εντοπιστεί στο σημείο αυτό και μια άλλη εκδοχή λαϊκισμού, ο «ταυτοτικός», ο οποίος «στρέφει το αντιπαθητικό του ενδιαφέρον προς τους «ξένους»» διευρύνοντας το πεδίο του αντιελιτισμού. «Αν στην περίπτωση αυτή, εχθρός είναι οι ξένοι, οι «άλλοι», ο «ιμπεριαλισμός», τότε οι εγχώριες «ελίτ» είναι διπλά ύποπτες «προδοσίας», όχι μόνο ως «ελίτ», αλλά και ως «ελίτ» στην υπηρεσία των «άλλων»». [117]

           Το μοτίβο της περίκλεισης των εσωτερικών δυνάμεων και της αποστροφής προς εξωτερικές δυνάμεις, προς τους εχθρικούς Άλλους, επανέρχεται συχνά στην πολιτική ανάλυση αλλά και στις πολιτικές πρακτικές του Ανδρέα. Η επίκληση των ξένων δυνάμεων, των κακών γειτόνων αλλά και των «κακών συντρόφων» που εξυφαίνουν επιβουλές ή συνωμοσίες εναντίον της χώρας ή του κόμματος, δίνουν την αφορμή για όξυνση, ανέβασμα των τόνων, για την καταφυγή στη βολική μανιχαϊστική αντίθεση και τη λαϊκιστική ρητορεία. Άρα, σ’ αυτή την περίπτωση, ποιος πολιτικός ρόλος απομένει για τους καλλιτέχνες;   «Για τον καλλιτέχνη, πιστεύουμε, πως κεντρική του φροντίδα θα πρέπει να είναι η προστασία του λαού μας από την πολιτιστική αλλοτρίωση, απ’ τον πνευματικό εξανδραποδισμό.»[118]

           Θα καταστήσει μάλιστα ακόμη σαφέστερο αυτό το ρόλο, υποστηρίζοντας ότι  ο  καλλιτέχνης και ο επιστήμονας  «καλείται να συμβάλει όχι σαν «μορφωμένος», σαν λόγιος, αλλά σαν στρατευμένος υπεύθυνος πολίτης, μέσα στο λαό και πλάι στο λαό».[119] Στο σημείο αυτό έχει κυριολεκτικά αγγίζει το παλιό ζντανοφικό δόγμα της  «τέχνης για το λαό», φέρνοντας στο νου τις γιγαντιαίες τοιχογραφίες του  σοσιαλιστικού ρεαλισμού με τους αγρότες, εργάτες, φοιτητές και διανοούμενους σε συναδέλφωση.

           Αλλά το αποκορύφωμα και η σύνοψη αυτών των απόψεων θα περιληφθεί στη Διακήρυξη κυβερνητικής πολιτικής: Συμβόλαιο με το λαό, που θα κυκλοφορήσει τον Ιούλιο του 1981, τρεις μόλις μήνες πριν από τις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου του 1981, οι οποίες θα φέρουν το Πασόκ στην εξουσία. Μπροστά στην κρίσιμη αυτή εκλογική αναμέτρηση, οι πολιτικοί όροι με τους οποίους περιγράφεται η μάχη για την κατάκτηση της εξουσίας είναι αλλαγή και συντήρησηεθνική ανεξαρτησία και  ξένη εξάρτηση,  ανάπτυξη και μαρασμός. Όμως, η μάχη δίνεται  επίσης «ανάμεσα στην πολιτιστική αναγέννηση και την πολιτιστική αλλοτρίωση» και είναι καθήκον του λαού να βάλει τη Δεξιά  «στο περιθώριο της Ιστορίας».

Τι είναι άραγε η πολιτιστική αναγέννηση, ώστε να αποτελεί έναν από τους επτά βασικούς στόχους και κατευθύνσεις του Πασόκ, μαζί με την εθνική ανεξαρτησία, τη λαϊκή κυριαρχία, κλπ που όλες μαζί θα απαλλάξουν τον τόπο από τον έλεγχο του ξένου και ντόπιου μονοπωλιακού κεφαλαίου; Η απάντηση είναι ότι η πολιτιστική αναγέννηση «έχει άμεση σχέση με την αντίσταση του Έθνους και του Λαού απέναντι στην ξενόφερτη διάβρωση, που απειλεί τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του Λαού μας.» Έτσι, κοντά στον άλλο μεγάλο στόχο της κοινωνικής απελευθέρωσης, θα προστεθεί «η πολιτιστική ολοκλήρωση του ανθρώπου» και πλάι στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου «η άνοδος του πολιτιστικού επιπέδου του λαού». Δεν είναι σπάνια, στα πολιτικά κείμενα, η επίκληση ιδεολογικών ή υπερβατικών, αναλόγως την περίπτωση, στόχων. Ωστόσο, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι η «πολιτιστική ολοκλήρωση του ανθρώπου» οδηγεί σε μια κοινωνική μηχανική που είναι ξένη προς τη λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας, ενώ αντίθετα, προσιδιάζει σε αυταρχικά καθεστώτα. Όλο το σκεπτικό, επομένως, που ξετυλίχθηκε στις παραπάνω παραγράφους, προκαλεί εύλογα τον ερευνητή στην αναζήτηση λαϊκιστικών στοιχείων προκειμένου να ερμηνευθεί.

           Εάν, όμως,  η εθνική ανεξαρτησία  και η λαϊκή κυριαρχία θεωρούνται καθαρώς πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα, η  ελευθερία είναι, σύμφωνα με το κείμενο, πολιτιστικό αγαθό, γι’ αυτό και «η πρώτη μεγάλη αλλαγή στον τόπο είναι να νιώσει ο πολίτης πραγματικά ελεύθερος». Βρισκόμαστε ίσως μπροστά στο πιο ενδιαφέρον πολιτιστικό στοιχείο αυτού του  κειμένου. Πρόκειται για την κουλτούρα ως ένα διευρυμένο πεδίο, το οποίο ενσωματώνει την ελευθερία ως πρωτογενές στοιχείο του αξιακού συστήματος της δημοκρατίας. Η ελευθερία, μάλιστα, δεν αποτελεί το μόνο τέτοιο στοιχείο, στη συνέχεια θα εντοπιστούν και άλλα.

           Είναι αξιοσημείωτο ότι από τις διακόσιες τριάντα παραγράφους συνολικά του κειμένου, θα αφιερωθούν στο κεφάλαιο της πολιτιστικής ανάπτυξης οι οκτώ. Στον πυρήνα της πολιτιστικής ανάπτυξης βρίσκει κανείς τη «διαμόρφωση, τη διατήρηση και τον εμπλουτισμό της εθνικής μας ταυτότητας.» Αυτή η ταυτότητα προκύπτει κι εδώ από μια διαρκή αντιπαλότητα ανάμεσα στο έξω και το μέσα, το ξένο και το εθνικό, την «ελληνικότητα»  και το εισαγόμενο, που είναι ξενόφερτο, το ιμπεριαλιστικό, το εμπορικό προϊόν των μονοπωλίων. Επαπειλείται πάντοτε ο κίνδυνος της απώλειας της ταυτότητας, της αλλοίωσής της, της αλλοτρίωσης, των επιθέσεων σ’ αυτήν, γι’ αυτό και η επίκληση στην εθνική ταυτότητα αποτελεί  κεντρικό δόγμα της πολιτικής ανάλυσης. Είναι το γεγονός αυτό που βοηθάει να ανέβει τόσο στην πολιτική ατζέντα ένα θέμα πολιτισμικό σαν κι αυτό. Παράλληλα,  δίνονται εγγυήσεις για διάλογο, ελευθερία έκφρασης και δημιουργίας, ελεύθερη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών και ανοιχτή πολιτιστική παιδεία, στοιχεία σημαντικά για μια αναπτυσσόμενη κοινωνία.

Αλλά ποιος είναι ο υπαίτιος των κινδύνων και των προβλημάτων; Προφανώς η Ν. Δημοκρατία, η οποία εγκαλείται για τη « βαθιά κρίση της εθνικής πολιτιστικής μας ταυτότητας». Ας δούμε πως περιγράφεται αυτή η κρίση και τι περιλαμβάνει: «μετατροπή σε εμπορεύματα όλων των υλικών και πνευματικών αξιών και αγαθών… αλλοτρίωση της πολιτιστικής μας φυσιογνωμίας, με την εισβολή ξένων καταναλωτικών και πολιτιστικών προτύπων…οξύνουν την κρίση της εθνικής μας ταυτότητας, καταστρέφουν τις ρίζες… Πολιτιστικές εκδηλώσεις, που έχουν την εύνοια του κατεστημένου είναι διακοσμητικά στοιχεία, για να εξωραϊσουν τη βιτρίνα της χώρας…» Παρουσιάζεται εδώ ως βαθιά κρίση ό,τι  συνιστά τη συνέπεια και το επακόλουθο της οικονομικής ανάπτυξης και της ανοιχτής επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Το σημαντικό, όμως, είναι ότι δεν διατυπώνεται καμία δομική ανάλυση που θα βοηθούσε να δει κάποιος πώς είναι δυνατόν να σταματήσουν όλα αυτά, καμία πολιτική για να αλλάξουν.  

           Το πολιτικό συμπέρασμα του κειμένου περιορίζεται και πάλι στο «βαθύ χάσμα [που] ανοίγεται ανάμεσα σε μια μικρή μειοψηφία… και ένα Λαό που παραμένει παθητικός ακροατής, θεατής και καταναλωτής των πολιτιστικών υποπροϊόντων.» Το μοτίβο του πάνω και κάτω επανέρχεται εδώ με τη μορφή μειοψηφίας-λαού, όπως πριν ελίτ-λαού, ταυτίζοντας την κοινωνική μειοψηφία με την ελίτ. Το πολιτικό σύνθημα είναι τώρα ότι «Χρόνια ολόκληρα η Δεξιά εμφανιζόταν σαν ο «θεματοφύλακας της παράδοσης». Δεν ήταν παρά ο δεσμοφύλακας της πολιτιστικής έκφρασης του Λαού.»

Ποια είναι η λύση; Περιγράφεται μάλλον ως μαγική, αφού «στην κοινωνία που οραματιζόμαστε, ο Λαός θα γίνει επιτέλους ο δέκτης και μαζί ο φορέας της σύγχρονης πολιτιστικής δημιουργίας.» Άγνωστα το πώς. Όμως, η επίγνωση του γεγονότος ότι η εικόνα αυτή μοιάζει πολύ μακρινή και ρομαντική προσθέτει μια ρεαλιστική σκέψη. «Η πολιτιστική αυτοδυναμία σε εθνικά πλαίσια δεν σημαίνει και πολιτιστική αυτάρκεια. Ο αγώνας, για τον εμπλουτισμό της πολιτιστικής μας παράδοσης και την προσαρμογή της στις νέες κοινωνικές πραγματικότητες, συμβαδίζει με την παγκόσμια πολιτιστική δημιουργία.» Αυτή η κάθε φορά διπλή διάγνωση, που κινείται μεταξύ ιδεαλισμού και πραγματισμού, οδηγεί σε μια πολιτική σχιζοφρένεια και διγλωσσία, που αγγίζει τα δύο άκρα χωρίς να καταφέρνει να συνθέσει μια ικανοποιητική λύση. 

Ποιο είναι, όμως, το υγιές κύτταρο της ελληνικής κοινωνίας που θα γεννήσει  το νέο πολιτισμό; «Η γνήσια πολιτιστική αναζωογόνηση της ελληνικής περιφέρειας» θα επιτευχθεί μέσα από την «έκφραση των τοπικών πολιτιστικών αξιών. Στο χωριό και στην πόλη θα αναβιώσει η γιορτή και το πανηγύρι, θα απελευθερωθούν οι πηγαίες λαϊκές δημιουργίες.» Μια αυθόρμητη λαχτάρα ενώνεται εδώ με την πολιτική σκοπιμότητα, για να εκφράσει τους πατροπαράδοτους δεσμούς των κοινωνικών στρωμάτων, που εκφράζει το Πασόκ, με την ελληνική επαρχία. Αλλά, όπως ήταν φυσικό, αυτή η νοσταλγική διάθεση όχι μόνο δεν μπορούσε να αναζωογονήσει τη σύγχρονη κουλτούρα και τους νέους ρυθμούς ζωής αλλά οδηγούσε στην γραφικότητα και τον τοπικισμό.

           Καταλήγοντας, εντέλει, ποιος ορίζεται ως ο τελικός πολιτιστικός στόχος  και ποιος θα μας οδηγήσει ως αυτόν; «Η πολιτιστική απελευθέρωση του ανθρώπου, όπως και η οικονομική και κοινωνική, θα είναι έργο του ίδιου του Λαού.» Η απελευθέρωση του ανθρώπου, αυτή η πέρα και έξω από την ανθρώπινη ιστορία πολιτισμική προσδοκία, γίνεται πολιτική επιδίωξη και προγραμματικός στόχος ενός κόμματος στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα.  Το κείμενο καταλήγει έτσι μοιραία στη βιβλική έξοδο, στο πνεύμα μιας υπερβατικής λύσης  που  από, μέσω και για το λαό ευαγγελίζεται την απελευθέρωση του ανθρώπου, οκτώ μόλις χρόνια πριν από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και των ανάλογων υποσχέσεών του στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα.

πίσω | κεφάλαια | κορυφή

design by netsupport.gr