Αρχική | πίσω

κεφάλαια | επόμενο

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ
 

   
Πολιτιστική ταυτότητα 

Ένας από τους παρόντες εκείνη τη βραδιά στο κεντρικό τιμητικό τραπέζι ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος σχολιάζοντας τη σχέση του Ανδρέα με την εξουσία και την τέχνη, θα πει σε συνέντευξή του  δεκαπέντε περίπου χρόνια αργότερα, όταν ο Ανδρέας θα έχει πια πεθάνει: «Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε κατά βάθος αυτή τη σκωπτική διάθεση για την εξουσία, αλλά στην πρακτική του ήταν ένας παίκτης στον οποίο η εξουσία έδινε ηδονή. Ήταν ο ίδιος η εξουσία. Κι αυτό ήταν που με απομάκρυνε απ' αυτόν, ενώ με τον Μιτεράν είχαμε παραπλήσια ενδιαφέροντα. Ο Ανδρέας ήταν μοναδικός σκοπός. Επομένως, δεν είχε περιθώρια να μιλήσει για την τέχνη, που με ενδιέφερε εμένα, να μιλήσει για "μια άλλη αυταπάτη" μιας αναγεννημένης Ελλάδας. Τον θαύμαζα σαν δεξιοτέχνη, σα να έβλεπα κάποιον που έχει ένα φοβερό όργανο και αντί να βγάζει ήχους, έβγαζε υπουργούς...».[2]

           Ο Μίκης σκιαγραφεί εδώ, κατά κάποιο τρόπο, ένα πολιτιστικό πορτρέτο του Ανδρέα Παπανδρέου, στο οποίο υπογραμμίζει  δύο στοιχεία. Τη σχέση του Ανδρέα με την εξουσία και τη σχέση του με την τέχνη. Δεν θα σταθούμε στο πρώτο, μολονότι παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς  υποδηλώνει, πέρα από την κρίση για το πρόσωπο και μια γενικότερη αντίληψη της ελληνικής μετεμφυλιακής αριστεράς για την πολιτική κυρίως ως ιδεολογία, σε διαρκή και αθεράπευτη αντιπαλότητα προς την εξουσία. Αξίζει, όμως, να σταθούμε στο δεύτερο, δηλαδή στο πώς αντιλαμβανόταν  όχι μόνο ο ίδιος ο Θεοδωράκης αλλά οι περισσότεροι πνευματικοί άνθρωποι στη χώρα μας τον πολιτισμό. Ως ταύτιση του πολιτισμού με τις τέχνες, τα γράμματα, την πολιτισμική κληρονομιά και την παράδοση και ελάχιστα ή δευτερευόντως με τις επιστήμες, τις στάσεις, τις αναπαραστάσεις ή τη δομή αίσθησης της κοινωνίας.

Μόλις πρόσφατα έχει  αρχίσει να γίνεται αντιληπτή η ευρύτητα της έννοιας πολιτισμός ή, καλύτερα, κουλτούρα ως ενός συστήματος συμβόλων και νοημάτων, ως ταυτότητας, ως πεδίου πεποιθήσεων και πρακτικών ή ακόμη ως θεσμικής σφαίρας παραγωγής, κυκλοφορίας και σύγκρουσης νοημάτων.

Εξίσου χαρακτηριστικός, από αυτή την άποψη, είναι ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ο Βασίλης Βασιλικός την «αντιπνευματικότητα» του Ανδρέα, καταθέτοντας τη δική του εικόνα για κείνον: «Tότε, σε κείνες τις μέρες, πριν από τις εκλογές του ’81, όταν βρισκόμασταν πιο συχνά, ένα μεσημέρι, χωρίς εγώ καθόλου να τον προκαλέσω, μου εξομολογήθηκε τα πάντα, για τη ζωή, για τα παιδιά του, για τον ίδιο, καταλήγοντας πως αν «κερδίσουμε τις εκλογές, δεν θα σε ξαναδώ. Aν ζούσε ο πατέρας μου, εσύ σαν συγγραφέας που είσαι, θα ήσουν εδώ κάθε βράδυ. Eγώ όμως δεν ενδιαφέρομαι για τη λογοτεχνία ούτε για την τέχνη γενικά. Aν είναι να διαβάσω ένα βιβλίο το βράδυ, θα προτιμήσω ένα οικονομικό εγχειρίδιο...» H εξομολόγησή του αυτή μου βούλωσε το στόμα για δέκα ολόκληρα χρόνια. Tο  αντιπνευματικό  ΠAΣΟK, όπως διαμορφώθηκε κάτω από τον αστερισμό του, με προβλημάτισε.»[3].

Ανεξάρτητα από το ποια ήταν εντέλει η έφεση του Ανδρέα για τις τέχνες ή το ενδιαφέρον του για τον  πολιτισμό, κάτι που  προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε στο κείμενο αυτό, θα χρειαζόταν ορισμένα επιπλέον επιχειρήματα για να υποστηριχθεί σοβαρά η άποψη ότι όποιος προτιμά να διαβάζει ένα βιβλίο οικονομίας  αντί για λογοτεχνία είναι  αντιπνευματικός. Ίσως στο σημείο αυτό λειτούργησε η ίδια εκείνη αντίληψη που θεωρούσε συλλήβδην τεχνοκράτες μια σειρά από επιστήμονες που αντικείμενό τους ήταν ο βιομηχανικός πολιτισμός. Όπως αναφέρει ο Νίκος Παπανδρέου, ο Ανδρέας ήταν ένας «εξαιρετικά διαβασμένος άνθρωπος»[4] κι αυτό δεν αντιφάσκει καθόλου με την άλλη του διαπίστωση, ότι δηλαδή «τα μυθιστορήματα έτσι κι αλλιώς δεν τον ενδιέφεραν».[5] 

 

Ποια  ήταν, όμως, η πολιτιστική ταυτότητα του Ανδρέα Παπανδρέου; Ποια ήταν τα βασικά συστατικά που συνθέτουν την πολιτιστική πλευρά του; Τα χρόνια της διαμόρφωσης, η πρώτη και η δεύτερη δεκαετία της ζωής του είναι πλούσιες σε ερεθίσματα και πολιτιστικές συγκρούσεις, δεν αποτελούν ευθεία γραμμή αλλά ένα πεδίο μάχης. Τα παιδικά του χρόνια δεν κυλούν  ξέγνοιαστα με  ανεμελιά και ασφάλεια. Ο ίδιος είναι ανήσυχος και ευαίσθητος, όπως μαρτυρούν όλες οι πηγές, με έντονα πρώιμα βιώματα, που οφείλονται στις οικογενειακές και πολιτικές περιπέτειες του πατέρα του, με διαρκείς εναλλαγές και ματαιώσεις στη ζωή και την εκπαίδευσή του. Αδυνατεί να πειθαρχήσει στο καλό ιδιωτικό σχολείο που τον στέλνουν, θα συνεχίσει για δύο χρόνια με δασκάλα στο σπίτι ως κατ’ οίκον διδαχθείς, θα φοιτήσει στην Πέμπτη δημοτικού στο κολλέγιο, προνομιούχο φιλελεύθερο σχολείο που προσφέρει στους μαθητές των καλών οικογενειών ευκαιρίες για πρωτοβουλίες, κίνητρα για μάθηση και ανταγωνισμό, εν ολίγοις μια καλά οργανωμένη εκπαίδευση για παιδιά καλών οικογενειών που προορίζονται να αποτελέσουν την ηγετική τάξη της χώρας. Αν προσθέσουμε στις παραπάνω περιπέτειες και τις περιπέτειες της υγείας του, διαπιστώνουμε μια διαδρομή κάθε άλλο παρά απρόσκοπτη. Περιγράφεται ως ευφυής, φιλομαθής, φιλόπονος, δύσκολος και κακός στην αρχή αλλά άριστος μαθητής στη συνέχεια.

Αυτή η αλλαγή που συντελείται μέσα σε ένα καλοκαίρι, από την Πέμπτη στη Έκτη δημοτικού, δείχνει τη δυνατότητά του να ανασυνθέτει, από μικρός ακόμη, ριζικά και με επιτυχία την πολιτιστική του ενδοχώρα, με αυτοσυνειδησία, αποφασιστικότητα και μοναχική αυτοδυναμία. Είναι η πρώτη ορατή  αποφασιστική πολιτιστική  στροφή στα δέκα του χρόνια, αλλά θα ακολουθήσουν κι άλλες αργότερα, με τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά.

Ποια είναι τα εφόδια για να το πετύχει; Καταρχάς το άμεσο περιβάλλον του, πλούσιο αλλά αντιφατικό, που τον υποχρεώνει  στην αφομοίωση ανταγωνιστικών πολιτιστικών ερεθισμάτων. Αναγκάζεται να ανταποκριθεί σε μια  πλουραλιστική, μεταβαλλόμενη, αλληλοσυγκρουόμενη πραγματικότητα, πάνω στην οποία δομεί, μέσα από ρήξεις και κρίσεις, την περιεκτική πολιτιστική του ταυτότητα. Δέχεται επιρροές αλλά αναπτύσσει και αντίθεση μ’ αυτές, αντιστέκεται στη συμμόρφωση, είναι απροσάρμοστος. Η ταυτότητά του υφαίνεται  από τα υλικά της  πολιτικής κουλτούρας, μέσα από το βίωμα και μαζί τη διανοητική προσπάθεια, τις εμπειρίες της προσωπικής ζωής αλλά και το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής, αυτής του μεσοπολέμου. Η πρώτη του αυτή ταυτότητα θα συνεχίσει να υπάρχει  κάτω από άλλες, που θα διαμορφώσει στη συνέχεια της ζωής του, αφανής αλλά έτοιμη να αφυπνιστεί μόλις βρεθούν οι κατάλληλες συνθήκες. Το χάρισμα, που πολλοί θα αναγνωρίσουν αργότερα σ’ αυτόν, έχει να κάνει με  αυτή την πρώιμη διαίσθηση που γεννιέται στην πρώτη δεκαετία της ζωής του, καθώς η οργάνωση του φαντασιακού του δομείται κατεξοχήν πολιτικά. Ο ίδιος, εξηγώντας το ενδιαφέρον του για την πολιτική, θα εξομολογηθεί αργότερα: «Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι όπου κυριαρχούσε η πολιτική.»[6]

Η μυθολογία του πατέρα του και η ιστορία του παππού από τη μητέρα του,  του προσφέρουν έναν πρώτο καμβά. Αυτοδημιούργητος, καλλιεργημένος, ανερχόμενος, με πολιτικές περιπέτειες που τον φέρνουν πότε πάνω πότε κάτω, με εξορίες και φυλακίσεις αλλά και δημόσια αξιώματα, ο πατέρας του τον βλέπει τα σαββατοκύριακα και συζητά μαζί του, με φόντο τη μεγάλη βιβλιοθήκη του, για ιδεολογικά και πολιτικά θέματα. Ο βενιζελισμός και η έντονα αντιβασιλική στάση, που έχει ο Γεώργιος Παπανδρέου,  είναι από μόνη της μια πλούσια κουλτούρα, που συγκρούεται διεκδικώντας την ηγεμονία και αποδεικνύεται ικανή να χωρίσει τη χώρα στα δύο εκείνη την ταραγμένη εικοσαετία του ‘20. Η ζωή του πατέρα, στα μάτια του παιδιού είναι ένα σχολείο που κάθε άλλο παρά διδάσκει χρηστομάθεια και ευπείθεια. Η συλλογή πληροφοριών από διαφορετικές πηγές, η κριτική σκέψη, η επεξεργασία, η υιοθέτηση μιας γραμμής, η επιχειρηματολογία, ο στοχασμός, η αμφισβήτηση προσφέρονται σε ένα από τη φύση του ευφυές παιδί ως βιωματικά εργαλεία ανάλυσης και στοιχειοθετούν τον προσωπικό διανοητικό του χάρτη.

Ο παππούς από τη μητέρα του είναι αναμενόμενο ότι θα συμπληρώσει τον καμβά με αφηγήσεις για τα επαναστατικά χρόνια, τον κοσμοπολιτισμό του Παρισιού, ηρωϊκές ιστορίες επανάστασης και πατριωτισμού, προσφοράς στην πατρίδα, μια νότα αριστοκρατικής καταγωγής μιας μεγάλης οικογένειας που απλώνει τα κλαδιά της στην κεντρική Ευρώπη.

Όλα αυτά, μαζί με τις προσωπικές συναισθηματικές καταστάσεις που ζει κοντά στη μορφωμένη μητέρα του, σε μια εποχή που ήταν σπάνιες οι γυναίκες που είχαν φοιτήσει στο πανεπιστήμιο,  είναι αρκετά για να οδηγήσουν αυτό το μοναχοπαίδι σε κρίση ταυτότητας. Η φόρτιση είναι μεγάλη, του δημιουργεί διλήμματα, απειθαρχία, αδιαφορία για τα μαθήματα του σχολείου. Ο κακός μαθητής της πέμπτης δημοτικού ακούει στο τέλος του έτους να ανακοινώνεται πως ήταν «ο χειρότερος μαθητής της τάξης». Ολόκληρο εκείνο το καλοκαίρι θα παλέψει με τον εαυτό του, θα προβληματιστεί βαθιά. «Μου χάλασε όλο το καλοκαίρι και πραγματικά ανέτρεψε όλο το σκεπτικό μου… Πραγματικά ήταν μια κρίσιμη περίοδος, είχα «σπάσει» τελείως. Πέρασα μια κρίση τρομερή…» θα πει ο ίδιος. Είναι η στιγμή που θα νιώσει ότι πρέπει να πάρει μεγάλες αποφάσεις. Για να γίνει αυτό θα χρειαστεί να αναδιοργανώσει σε νέα βάση τα πολιτιστικά συστατικά της ταυτότητάς του, να προχωρήσει σε επανεκτίμηση, να χαράξει νέα πορεία, να πιστέψει σ’ αυτήν και να  δουλέψει σκληρά. «Δούλευα συνέχεια και επιδόθηκα όλα μου τα χρόνια σε που ήμουν στο Κολλέγιο σε σοβαρό διάβασμα, όχι απλώς τυπικά για να περάσω.»[7] Δεν θα μεταβληθεί, μέσα από αυτή την κρίση ταυτότητας, απλώς σε ένα πιο φιλότιμο, πιο συγκεντρωμένο, πιο επιμελή μαθητή. Θα γίνει άλλος, ένα παιδί που αλλάζει ταυτότητα για να γίνει ο άριστος μαθητής της έκτης δημοτικού. Αυτή θα είναι από δω και στο εξής η μήτρα που θα γεννάει την πολιτιστική στροφή του, κάθε φορά που θα βρίσκεται μπροστά στην ανάγκη να αλλάξει ταυτότητα. Με τον ίδιο τρόπο θα βιώνει επώδυνα, μέσα από  έντονες κρίσεις ταυτότητας, τις μεγάλες αλλαγές της ζωής του στο μέλλον ως ενήλικας. 

Το σημαντικό, όμως, δεν είναι ότι βγαίνει πρώτος σε βαθμούς αλλά ότι από δω και μπρος θα

καλλιεργήσει για τα επόμενα κρίσιμα χρόνια της εφηβείας του τη νέα του ταυτότητα, που θα  δομείται σταδιακά  όχι μόνο πάνω στο επαρκές σχολικό διάβασμα αλλά πάνω στο μεγάλο ενδιαφέρον του για ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία καθώς και για τα εξωσχολικά βιβλία. Το κολλέγιο του παρέχει την υποδομή μιας ενημερωμένης βιβλιοθήκης, ένα σχολικό σύστημα στηριγμένο στην βιβλιογραφική έρευνα, όπως ο ίδιος θυμάται πολλές δεκαετίες αργότερα, ελευθερία γνώμης, εκλεκτούς δασκάλους, δραστηριότητες και πρωτοβουλίες άγνωστες στα δημόσια σχολεία της εποχής. Υπάρχουν στο περιβάλλον του ξενόγλωσσα βιβλία, κι ο ίδιος μαθαίνει καλά  ξένες γλώσσες, αγγλικά και γαλλικά.

Υπάρχει επίσης στη διάθεσή του η βιβλιοθήκη και οι συστάσεις βιβλίων του πατέρα του. Στις συναντήσεις με τον πατέρα του κυριαρχούν οι συζητήσεις, η κριτική, αναφέρει ο ίδιος για την ηλικία των 15-16 του: « Είχα διαφωνίες με τον Γ. Παπανδρέου. Τις συζητούσαμε κάθε Σαββατοκύριακο που πήγαινα στο Καστρί. Με αντιμετώπιζε διαλεκτικά γιατί όταν έμπαινα εγώ με τη θεωρία της αξίας τα μισοκαταλάβαινα φυσικά- εκείνος μου έμπαινε με την οριακή χρησιμότητα. Και έπρεπε να πάω να διαβάσω τους νεοκλασικούς.»[8]

Υπάρχει επίσης ένα φιλικό περιβάλλον από διανοούμενους, ο Σμπαρούνης, ο Σκουριώτης, ο Πουλιόπουλος, τον οποίο θα γνωρίσει αργότερα ως πρωτοετής φοιτητής, για τους οποίους τρέφει μεγάλο θαυμασμό. Χρόνια αργότερα θα θυμηθεί σε μια συνέντευξή του: «Υπήρχε μια φυσιογνωμία εκπληκτική στην Ελλάδα: ο Πουλιόπουλος, φίλος του Νίκου Σμπαρούνη του χειρουργού που ήταν και κηδεμόνας μου. Ήταν ηρωική μορφή. Με είχε πραγματικά συναρπάσει. Ήταν αγωνιστές οι άνθρωποι αυτοί.»[9]

Καθώς μεγαλώνει, αναδύονται μέσα από το περιβάλλον τα πρόσωπα επιρροής, οι καινούριες ιδέες, μια διανόηση που δεν είναι κλεισμένη στον εαυτό της αλλά κατέχεται από κοινωνικές ανησυχίες  εξαιτίας των οποίων διώκεται, εξορίζεται. Η αριστερή ιντελιγκέντσια της εποχής συνδυάζει την πνευματική ανησυχία με το ηρωικό στοιχείο και, επιπλέον, κριτικάρει, διαφωνεί με την επίσημη γραμμή του κομμουνιστικού κόμματος.  Τα υλικά για την επόμενη πολιτιστική στροφή αρχίζουν σταδιακά να συσσωρεύονται. Ο καλός μαθητής θα μετατραπεί σε έφηβο και, αργότερα, σε νεαρό φοιτητή με κοινωνικές και πολιτικές ανησυχίες. Τον βοηθάει το παρά την ηλικία του και παράνομο πολιτικό διάβασμα. Η πολιτική, οι προοδευτικές ιδέες, τα μεγάλα ιδεολογικά διλήμματα, η κοσμοαντίληψη που αρχίζει σταδιακά να διαμορφώνεται μέσα του, απορροφούν το ενδιαφέρον του και χτίζουν τη συγκρότησή του.

           «Κάπου στα 14 άρχιζα να διαβάζω για τον σοσιαλισμό…Ο πατέρας μου ήταν ο κύριος εμπνευστής. Ήθελε να διαβάζω Μαρξ… Ήταν συνειδητός σοσιαλδημοκράτης ο πατέρας μου, γνώστης του Κάουτσκι….Στο μεταξύ εγώ διάβαζα και άλλα βιβλία. Θυμάμαι την εντύπωση που μου προκάλεσε ο Αντρέ Ζιντ.»[10]

            Η νέα του πολιτιστική ταυτότητα αντλεί από πολιτικά και κοινωνιολογικά κείμενα που είναι εκείνη την εποχή προσιτά, από την εν γένει αριστερή μαρξιστική φιλολογία που πέφτει στα χέρια του. Επηρεασμένος από τον φιλελευθερισμό του πατέρα του αλλά και τις προσωπικές του γνωριμίες, δυσπιστεί απέναντι στην κομμουνιστική ορθοδοξία και ενδιαφέρεται για το πιο ισχυρό ρεύμα αμφισβήτησης της εποχής αυτής,  που είναι ο τροτσκισμός. Ο Πουλιόπουλος είναι ένας διανοούμενος με επιρροή, μαρξιστής, έχει μεταφράσει Μαρξ, Κάουτσκι, Μπουχάριν, Τρότσκι. Έχει εκδώσει εκείνα τα χρόνια  το βιβλίο του Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα;. Ένα κείμενο που θα συζητηθεί πολύ, ακόμη και δεκαετίες αργότερα, θέτοντας ερωτήματα που συνεχίζουν να συγκινούν στους νέους, στο οποίο μιλάει για τη μελλούμενη «σοσιαλιστική επανάσταση» στην Ελλάδα και ασκεί κριτική στο σταλινισμό.

           Ένας ανήσυχος νέος αστικής καταγωγής όπως ο Ανδρέας, είναι φυσικό να θέλει να προχωρήσει ένα βήμα μπροστά από τον φιλελεύθερο πατέρα του.  Η ταυτότητα του Ανδρέα, επικεντρωμένη στην πολιτική κουλτούρα, θα αποκτήσει ριζοσπαστικό και σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Περιγράφει ο ίδιος τον προβληματισμό του της εποχής: « Είμαστε τότε σοσιαλιστές, μιλώ για τον εαυτό μου, δεν θέλαμε κανένα πανίσχυρο κόμμα....Ο τροτσκισμός τότε ενεφανίζετο με κάποια εσωτερική δημοκρατία …»[11]. Ο απόηχος των διαγραφών, των διασπάσεων, τα έντυπα αμφισβήτησης στο εσωτερικό του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, αργότερα οι Δίκες της Μόσχας, για τις οποίες  φαίνεται πως  είχαν πληροφόρηση και οι Έλληνες φοιτητές φτάνουν σίγουρα στους νεότερους που εντυπωσιάζονται.

 

 

Είναι μια εποχή που γεννάει τη στράτευση και την ιδεολογική προσήλωση, την αντίθεση  στο σύστημα και στη συμμόρφωση. Ωστόσο «του άρεσε η κοινωνία που πολεμούσε, η αστική κοινωνία» θα πει η φίλη των φοιτητικών χρόνων Μιμίκα Κρανάκη.[12] Μέσα σ’ αυτή την αντίφαση αστικών ευκαιριών και άρνησής τους, γεννιέται η αμφισβήτηση του Ανδρέα, το πρώιμο ενδιαφέρον του για την ιδεολογία και την  πολιτική, που κατακτάει ολόκληρο τον ορίζοντά του, τις αναπαραστάσεις, το όραμα στο οποίο προσβλέπει και αναφέρεται. Η ουτοπία του διαμορφώνεται ως πολιτική. Ανήκει σε κείνη την ομάδα των νέων που δεν θα συγκινηθούν από τη λογοτεχνική επιρροή της Γενιάς του ’30 αλλά από τις κοινωνικοπολιτικές αναταράξεις. Ανήκει σε κείνους που δεν θα τρέξουν να αγοράσουν τη Στροφή  του Σεφέρη, την Υψικάμινο του Εμπειρίκου  ή τα Ποιήματα του Καβάφη, που κυκλοφορούν στην Αθήνα το 1935 και τα γνωρίζει ο πατέρας του, αλλά σε κείνους που παθιάζονται για πολιτικές συζητήσεις και ονειρεύονται να είναι πρακτικοί, που μοναδικό τους όνειρο είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, ν’ αλλάξουν τον κόσμο.

 Πολιτικό θα είναι από δω και μπρος το ερμηνευτικό σχήμα που οικοδομεί σταδιακά για την κοινωνία, τον άνθρωπο, την αδικία, την πρόοδο. Πολιτικές οι αναπαραστάσεις και οι συμβολισμοί του, η έννοια της κοινωνικής ευθύνης, του ηρωισμού, της κοινωνικής δικαιοσύνης. Τα πνευματικά και διανοητικά του εφόδια στρατεύονται αντί να διαχυθούν σε αναζητήσεις, συσπειρώνονται αντί να ακολουθήσουν ευαισθησίες και ανησυχίες εσωτερικές. Αυτό είναι προφανές και από τις σχολικές εργασίες του που μας είναι γνωστές. Ο φυσικός ρομαντισμός της μεσοπολεμικής εφηβείας του είναι κι αυτός σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενος.

Είναι δεκαεπτά χρονών όταν γράφει, στο περιοδικό του κολλεγίου, ένα κείμενο όπου αυτοσυστήνεται: «Δεν σας παρουσιάζω αυτό το αγόρι όπως είναι στην πραγματικότητα. Όχι, δεν έχω το κουράγιο να το κάνω. Προσπαθώ να σας δείξω έναν άνδρα με πνευματικές ικανότητες, έναν φιλόσοφο, έναν μεγάλο συγγραφέα, έναν κοινωνικό μεταρρυθμιστή και κατά κάποιον τρόπο είμαι.»[13] Το κείμενο μιλάει εύγλωττα για τις κατευθύνσεις της ιδεολογίας και της κοσμοαντίληψης του συγγραφέα του, που διαπνέεται από έναν αστικό ριζοσπαστικό. Το Ξεκίνημα, που εκδίδει με συμμαθητές του το 1934, θα είναι η απόδειξη αυτού του ενδιαφέροντος αλλά θα ξεπεράσει τα ανεκτά όρια και, μετά το θόρυβο που θα δημιουργηθεί, θα του δώσουν «Διαγωγή επίμεμπτο» στο ενδεικτικό της Γ΄ Γυμνασίου. Ωστόσο, χάρη στη σύνεση της μητέρας και την επιρροή του πατέρα θα γλιτώσει την αποπομπή του από το Κολλέγιο.

Δυο χρόνια αργότερα, σε σχετικό ερωτηματολόγιο του Πειραματικού σχολείου, στο ερώτημα Τι  θα σε έκανε ευτυχισμένο στη ζωή σου, απαντά: «Η εφαρμογή του κοινωνικού συστήματος της αρεσκείας μου και η ανατροπή του σημερινού. Γενικότερα, η επιτυχία και η πραγματοποίηση των πολιτικών και κοινωνικών μου αντιλήψεων.» Όσο για τα επαγγέλματα που προτιμά, δηλώνει ότι αυτά είναι πολιτικός ή κοινωνιολόγος. Το πρώτο διότι εκπροσωπεί τη δράση και το δεύτερο διότι εκφράζει τα επιστημονικά του πιστεύω. Δράση και ανάλυση είναι οι δυο παράλληλες τροχιές που ακολουθεί ενστικτωδώς, θεωρία και πράξη διδάσκει, άλλωστε, ο μαρξισμός.

Αυτά τα χρόνια της δεκαετίας του ’30, παρακολουθεί από κοντά, όπως είναι φυσικό, την  περιπετειώδη διαδρομή που διανύει στην πολιτική ο πατέρας του. Το 1930 ο Γ. Παπανδρέου, που είναι παντρεμένος πια με την Κυβέλη, αναλαμβάνει υπουργός Θρησκευμάτων και Εθνικής  Παιδείας στην κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου. Τα έργο του αναφορικά με τα διδακτικά βιβλία, τα σχολικά κτίρια, τα σχολικά προγράμματα αλλά και το Εθνικό θέατρο είναι σημαντικό και δείχνει τη σημασία που αποδίδει στην εκπαίδευση αλλά και στον πολιτισμό. Το 1933 τον βρίσκει υπουργό συγκοινωνιών, ενώ το 1935 ξαναβρίσκεται στην εξορία εκτοπισμένος από τη δικτατορία του Κονδύλη. Το 1936 κατεβαίνει στις εκλογές με το δικό του Δημοκρατικό κόμμα, το 1937 ξανά εξορία από τον Μεταξά.

Υπάρχει ένα μείγμα εκρηκτικών συστατικών: η επιτυχία, το κύρος, η δύναμη της εξουσίας αλλά και η αντιπαλότητα, η ήττα, η ανατροπή, η αβεβαιότητα. Ό,τι αποτελεί το υλικό της καθημερινής πολιτικής, σχηματοποιείται ίσως στα μάτια ενός νέου, που βλέπει τα  ιδανικά, την επιμονή και τους χειρισμούς που απαιτούνται αλλά και τις πρώιμες παθογένειες της πολιτικής, τα ψέματα, την υπερβολή. «Είναι πείσμων δημαγωγός, συνεπεία δε τούτου αποφασίζει ενίοτε να καταφεύγει ενσυνειδήτως εις σοφίσματα ή εις κενήν λογοκοπίαν» σημειώνει γι’ αυτόν ο καθηγητής του στο Πειραματικό Σχολείο το 1936.[14] Ασκήσεις πολιτικής μίμησης, πρώιμη φιλοδοξία, επίδειξη δεξιοτήτων;

 Η δικτατορία του Μεταξά είναι φυσικό να τον ριζοσπαστικοποιήσει κι άλλο και, καθώς το περιβάλλον είναι ευνοϊκό, με τους μεγαλύτερους διανοούμενους και τους συνομήλικους φίλους να συνοδοιπορούν, ο φοιτητής της Νομικής Ανδρέας Παπανδρέου συνδυάζει το διάβασμα, τη φοιτητική ζωή, τη διασκέδαση και τον πολιτικό ακτιβισμό χωρίς, όπως φαίνεται, ιδιαίτερο πρόβλημα. Η παρανομία του δίνει συγκινήσεις, το οικογενειακό υπόβαθρο του επιτρέπει να σκέφτεται ελεύθερα και του εξασφαλίζει αστικές ανέσεις. Διαθέτει δικό του διαμέρισμα κοντά στη Νομική Σχολή, δεν του λείπουν οι παρέες και οι έξοδοι.

 Στις αρχές Ιουλίου του 1939, τελειώνοντας το δεύτερο έτος της Νομικής του Παν/μίου Αθηνών, στην οποία έχει εισαχθεί πρώτος δύο χρόνια πριν, συλλαμβάνεται από την Ασφάλεια. Κατηγορείται ως  κομμουνιστής και τροτσκιστής. Ο ίδιος αφηγείται αυτή τη δοκιμασία: «Κράτησα στάση αλαζονική και άφοβη. Η νιότη και η πίστη πως τα ίχνη μου είχαν καλά καλυφθεί, μου έδιναν ένα αίσθημα ασφάλειας και δύναμης. .. Ήξερα πως η στιγμή της αναμέτρησης θαρχόταν αργά ή γρήγορα. Ας γινόταν λοιπόν τώρα… Βρήκαν λοιπόν την κρυψώνα μου, ανακάλυψαν το διαμέρισμά μου. Μα πώς;  Πώς το βρήκαν;… Με διέταξαν να στέκομαι στο κέντρο του γραφείου. Αλλά με δυσκολία μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. ..Αυτή η αναμονή μου φάνηκε σαν την αιωνιότητα.»[15]

Η σύλληψη, ο ξυλοδαρμός και η δήλωση μετανοίας που υπογράφει στην Ασφάλεια τον φέρνουν αντιμέτωπο με μια πολιτική πραγματικότητα που τον υπερβαίνει, καθώς την υφίσταται για πρώτη φορά σε πρώτο πρόσωπο. Βγαίνοντας τρεις μέρες μετά από το κρατητήριο θα πρέπει να  είναι γεμάτος ερωτηματικά κι αμφιβολίες για τον εαυτό του, για την ασφάλεια που του παρέχει η κοινωνική του θέση, για το επιστημονικό και επαγγελματικό του μέλλον, για τα αισθήματα που τρέφει πια γι’ αυτόν το περιβάλλον των φίλων και των ομοϊδεατών του. Είναι μια βαθιά κρίση της πολιτιστικής του ταυτότητας αυτή που έχει να αντιμετωπίσει. Μια βίαιη ανατροπή. Η σύλληψη διακόπτει απότομα την ως εκείνη τη στιγμή πορεία του. Δεν μπορεί παρά να τον οδηγήσει  από την αυτοπεποίθηση του επιτυχημένου και φερέλπιδος νέου διανοούμενου κατευθείαν  στη σκιά του φόβου και της ντροπής. Από την  κουλτούρα της κριτικής αμφισβήτησης στην κουλτούρα της φυγής και του αναστοχασμού. Οι κοινωνικές διασυνδέσεις των αστών, ανεξαρτήτως φρονημάτων, και το ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον, που του εξασφαλίζει ο πατέρας υπουργός, ήταν αρκετά για να γλιτώσει τις μεγαλύτερες περιπέτειες, ωστόσο έχει λάβει το μήνυμα. Δεν είναι πιο έξυπνος από το καθεστώς, η αμφισβήτηση έχει τίμημα, η πολιτική στην οποία προσέβλεπε είναι άτεγκτη. Το είχε δει στις περιπέτειες του πατέρα του, τώρα το διαπιστώνει ο ίδιος.

Η στενή πύλη από την οποία περνούν οι πιο ανήσυχοι έφηβοι κάθε γενιάς προσδιορίζεται από τη συγκυρία αλλά και από τις προσωπικές τους κλίσεις. Ο Ανδρέας είχε επιλέξει την πολιτική, γι’ αυτό ανάλογη ήταν και η κουλτούρα του. Οι ελαφρές αποχρώσεις ρομαντισμού σε παιδικά του κείμενα είναι το μέγιστο της παραχώρησής του σε  ευαισθησίες και άλλου τύπου αναπαραστάσεις, καθώς μπροστά στην πολιτική φαίνεται πως όλα τα άλλα ωχριούσαν. Η πολιτική του κουλτούρα είχε βαθιές ρίζες που θα αποδειχθούν πολύ ανθεκτικές και, χρόνια αργότερα, θα θρέψουν τους καρπούς της επιτυχημένης πολιτικής διαδρομής του.

Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε, ότι η τέχνη, ο άλλος μεγάλος πυλώνας έλξης των νέων, στη σοσιαλιστική εκδοχή της εποχής, αλλά και δεκαετίες αργότερα, δεν εθεωρείτο παρά μια απλή αντανάκλαση της πραγματικότητας. Μάλιστα, στην ταραγμένη δεκαετία του ’30, μια αντανάκλαση που στην αστική εκδοχή της προσέβλεπε στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, κρύβοντας την αλήθεια της ταξικής πάλης, στη δε εκδοχή της λεγόμενης  πρόλετ-κούλτ (προλεταριακής κουλτούρας)  τίποτε περισσότερο από όργανο στην υπηρεσία της εργατικής τάξης (σοσιαλιστικός ρεαλισμός). Σοσιαλιστικές ερμηνείες της εποχής και οι δύο, που θα έφταναν στα αφτιά του αφήνοντας μάλλον ανεπηρέαστο το φιλελεύθερο πνεύμα με το οποίο είχε ανατραφεί. Ούτε, βέβαια, και η  αστική εκδοχή της Γενιάς του ’30 θα μπορούσε να τον συγκινήσει. Μπροστά στα μεγάλα καθήκοντα της κοινωνικής αναμόρφωσης που τίθεντο στον προβληματισμό του και, μάλιστα, μετά το ’36 με τη δικτατορία του Μεταξά να απλώνει βαριά τη σκιά της, τι πιο φυσικό να είχε υποτιμήσει ουσιαστικά τη σημασία της τέχνης υιοθετώντας χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό τη θεωρία της αντανάκλασης;  Είναι χαρακτηριστικό ότι  το 1941, απαντώντας στη μετέπειτα σύζυγό του Χριστίνα Ρασσιά, που του έστειλε ένα ποίημά της αφιερωμένο στην Έμιλι Ντίκινσον, έγραφε ακριβώς στο πνεύμα αυτό: « Με τον κόσμο έτοιμο για επανάσταση δεν έπρεπε να χάνουμε το χρόνο μας ασχολούμενοι με μελαγχολικές ποιήτριες».[16]

 

Είναι η χρονιά που συντελείται μια ακόμη αλλαγή της πολιτιστικής του ταυτότητας, η τρίτη κατά σειρά, καθώς έχει κιόλας αποφασίσει, πριν ακόμη πατήσει το πόδι του στην Αμερική, ότι εγκαταλείπει πίσω του την πολιτική, αποφασισμένος να βαδίσει στο δρόμο των επιστημονικών σπουδών.  Όσα έχουν προηγηθεί  με τη σύλληψή του από τη Ασφάλεια στάθηκαν καθοριστικά. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του ’39 αλλά και οι πρώτοι μήνες ως τον Μάιο του ’40, που φεύγει για την Αμερική, πρέπει να μην είναι γι’ αυτόν εύκολοι.

           Λέει ο ίδιος: «Δεν μπορούσα πια να δουλέψω κατά της δικτατορίας, ήμουν πλέον σημαδεμένος. Ήμουν άχρηστος.»[17] Δεν είναι, όμως, απλώς η δυνατότητα του ακτιβισμού που στερείται, είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι η πολιτιστική του ταυτότητα που υφίσταται σοβαρό πλήγμα. Ένας νεαρός φοιτητής που κακοποιείται και υποχρεώνεται να δηλώσει ότι απαρνείται τα πιστεύω του, που εκτίθεται στους φίλους και το περιβάλλον του, χάνει την ίδια την πολιτιστική του ταυτότητα και όλα όσα είχε φαντασιωθεί για το ρόλο που επιφυλλάσσει στον εαυτό του. Χάνει επίσης το ανήκειν, την ιδεολογική κοινότητα, τη συλλογική ταυτότητα στην οποία αναφερόταν. Νιώθει βαριά ηττημένος, νιώθει «άχρηστος».

Σ’ αυτό το διάστημα θα πάρει για μια ακόμη φορά γενναίες αποφάσεις που θα τον αναπροσανατολίσουν. Θα χρειαστεί να ανασυνθέσει τα συντρίμμια του, τον πληγωμένο του εγωισμό, να ζυγίσει τη μελλοντική του πορεία. «΄Οταν ο Aνδρέας έφευγε πριν από τον πόλεμο, από τον Πειραιά για την Aμερική, ο πατέρας του τον κατευόδωσε με ένα ποίημα του Kαβάφη: «Aποχαιρέτα την Aλεξάνδρεια που χάνεις». Ο Ανδρέας του απάντησε: «Tη χάνω, αλλά θα την ξαναβρώ! ».[18] Άραγε πόσο το πίστευε τότε;

Αλλά τι αφήνει πίσω του και τι παίρνει μαζί του; Σίγουρα μια ταυτότητα σε κρίση, που θα κάνει ό,τι μπορεί στο επόμενο διάτημα για να την αποκαταστήσει ή να την αντικαταστήσει. Παίρνει ακόμη μαζί του μια μικρή γεωγραφία της γενέθλιας πόλης: οδός Ιθάκης, το σπίτι του παππού του και οδός Κεφαλληνίας το σπίτι όπου έζησε μικρός, το Καστρί των σαββατοκύριακων με τον πατέρα του, του Γκύζη, το Ψυχικό, το διαμέρισμα της Ασκληπιού 55 και του Αγίου Νικολάου Πευκακίων όταν ήταν φοιτητής. Αλλά μέρος της ταυτότητάς του είναι επίσης οι καθημερινές εικόνες και τα ακούσματα  δύο περίπου δεκαετιών ελληνικής ζωής και κουλτούρας που εκτείνεται από τη δεκαετία  του ’20 και τη Μικρασιατική καταστροφή με τους πρόσφυγες, τις εργατικές απεργίες και τις συγκεντρώσεις, το ρεμπέτικο, τα νέα ήθη, σε όλη τη δεκαετία του ’30. 

Στον απόηχο της σοβιετικής επανάστασης αλλά και της ανόδου του φασισμού, ένα παιδί θα επηρεάζεται όμως και  από τις ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν, τον Μπάστερ Κήτον και την Πόλα Νέγκρι του βωβού κινηματογράφου. Δεν υπάρχουν τέτοιες αναφορές στις συνεντεύξεις του. Αντίθετα, υπάρχει ζωντανό στη μνήμη του  το πραξικόπημα του Πάγκαλου το 1925, όπως αναφέρει κάπου. ΄Αραγε στο Κολλέγιο είχε φτάσει από τις ΗΠΑ η μόδα του τσάρλεστον,  η ανακάλυψη της πενικιλίνης από τον Φλέμινγκ, οι εκδόσεις Μίκι Μάους;  Κι ακόμη το κραχ του ‘29, τα βραβεία Όσκαρ, οι εντυπώσεις από τις πρώτες τηλεοράσεις, ο Ποπάι; Είναι δύσκολο να πούμε τι  απ’ αυτά μπορεί να έχει επηρεάσει το παιδί-Ανδρέα της δεκαετίας του ‘20.

           Η δεκαετία του ’30 ήταν πλούσια σε παγκόσμια γεγονότα και ανακατατάξεις. Στο Κολλέγιο είχε σχηματιστεί επίσημη ομάδα που μελετούσε την περίπτωση της Αιθιοπίας, πιθανόν η ενημέρωση για τα διεθνή να ήταν ευρύτερη.[19] Στην Αμερική εκλέγεται πρόεδρος ο Ρούσβελτ, ο Γκάντι στην Ινδία αντιτάσσεται στους Βρετανούς, ξεσπά η σύγκρουση Κίνας Ιαπωνίας, κηρύσσεται η κινέζικη επανάσταση, ο πόλεμος της Ιταλίας στην Αιθιοπία, αρχίζει ο Ισπανικός Εμφύλιος, το 1933 ο Χίτλερ γίνεται καγκελάριος της Γερμανίας, στη Γαλλία το Λαϊκό Μέτωπο, η σφαγή της Καντόνας από τον Τσανγκαϊσέκ, οι εκκαθαρίσεις του Στάλιν, οι Δίκες της Μόσχας, η εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία το 1939. Μια πυκνή σε πολιτικά γεγονότα δεκαετία, που δεν προμήνυε ανέφελο μέλλον.

Στην Ελλάδα το κίνημα του Πλαστήρα το 1933, η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου, η  απομάκρυνση του βασιλιά, το δημοψήφισμα  και η επιστροφή του μέσα στην ίδια χρονιά το 1935, ο θάνατος του Βενιζέλου και  η δικτατορία του Μεταξά το 1936, οι απεργίες των καπνεργατών στη Θεσ/νίκη,  ο θάνατος του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, είναι γεγονότα που δεν θα περνούν απαρατήρητα από τον πολιτικοποιημένο έφηβο Ανδρέα.

Ωστόσο οι έφηβοι και οι νέοι ζουν την ηλικία τους και δεν εγκαταλείπουν τη διασκέδαση. Άραγε στο Κολλέγιο κυκλοφορούν τα νέα για τις ταινίες του Χόλυγουντ, οι δόξες της Μάρλεν Ντήντριχ με τον Γαλάζιο Άγγελο, οι ταινίες του Ντίσνεϊ και οι φωτογραφίες της Γκρέτα Γκάρμπο; Μια παλιά φίλη του Ανδρέα, η Ντένη Βαχλιώτη, θυμάται  που «έβγαιναν μαζί τα χρόνια του κολλεγίου, μια μεγάλη παρέα, οι Ψυχικιώτες, και τις Κυριακές, κάθε Κυριακή, πήγαιναν στο παλιό σινεμά στο Ρεξ και στο Σινεάκ που υπήρχε εκεί..»[20]

πίσω | κεφάλαια | κορυφή

design by netsupport.gr