Αρχική | πίσω

κεφάλαια | επόμενο

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ
 

   
Η Αμερική 

Μάιο του 1940 ο Ανδρέας φεύγει για την Αμερική. Αφήνει πίσω του μια εμπόλεμη Ευρώπη με αβέβαιο μέλλον και μια Ελλάδα που λίγους μήνες αργότερα θα δεχθεί  την ιταλική επίθεση. Το 1940 είναι μια χρονιά με πυκνά σύννεφα στον ευρωπαϊκό πολιτικό ορίζοντα. Τρεις  μήνες αργότερα θα μάθει, στη Νέα Υόρκη,  τον τορπιλισμό της ΄Ελλης και, στη συνέχεια, την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, τη γενική επιστράτευση, τα πρώτα νέα από το Aλβανικό μέτωπο.

Όμως είναι πια αρκετά μακριά απ’ όλα αυτά, σε μια νέα χώρα, σε μια άλλη ήπειρο. Δεν μπορεί παρά να νιώθει τυχερός και προνομιούχος που κατάφερε να γίνει δεκτός σε μια χώρα που αποτελεί άπιαστο όνειρο για τριακόσιες χιλιάδες ανθρώπους που προσπαθούν, την ίδια εποχή, να εξασφαλίσουν βίζα. Έχει το ρεαλισμό να σκεφτεί πως πρέπει τώρα, στο νέο περιβάλλον, να διαμορφώσει μια καινούρια ταυτότητα με πιο ανθεκτικά υλικά. Τέρμα τα ιδεολογικά διαβάσματα και ο παράνομος ακτιβισμός. Θα πρέπει να περάσει σε μια ζωή πιο ασφαλή,  θεσμικά κατοχυρωμένη που θα τον προφυλάσσει από τους κινδύνους. «Ο Ανδρέας έκανε πάντοτε αυτό που ο ίδιος πίστευε  και ήθελε.»[21] Αυτό που φαίνεται να θέλει τώρα είναι να ορθοποδήσει στο νέο περιβάλλον, να ενταχθεί, να λησμονήσει την ήττα μέσα από μια νέα πορεία, στο τέλος της οποίας θα έχει βρει ένα καινούριο όραμα. Κάνει γρήγορα, όπως φαίνεται, τη βουτιά κι αρχίζει να κολυμπάει στα βαθιά με αποφασιστικότητα.

 Ακόμη κι αν  οι πεποιθήσεις του παραμένουν σε επίπεδο κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού οι ίδιες, αυτό που το μαρτυρά είναι πια μόνο ορισμένες φιλικές συζητήσεις στο στενό περιβάλλον του. Αντίθετα, θα εντείνει τις προσπάθειές του να ενσωματωθεί στη νέα πραγματικότητα και να παίξει με τους κανόνες του παιχνιδιού που ισχύουν εκεί. Θα επιλέξει για τη διδακτορική του διατριβή ένα θέμα που  δεν θυμίζει καθόλου τις ανησυχίες του της προηγούμενης χρονιάς: Το είδος και το εύρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας.  Ωστόσο, οι πολύ κοντινοί του άνθρωποι μπορούν να καταλάβουν. Έτσι, η μετέπειτα σύζυγός του θα σχολιάσει την επιλογή του θέματος της διατριβής: «Ήμουν σίγουρη ότι είχε διαλέξει ένα θέμα που δεν θα αποκάλυπτε  στο ελάχιστο τις πολιτικές του πεποιθήσεις.»[22] Εκείνη, λοιπόν, ήξερε γι’ αυτές τις πεποιθήσεις, τον είχε ακούσει να τις συζητάει με τους φίλους που έρχονταν από την Ελλάδα, να τις εμπιστεύεται στην ίδια. Το ίδιο έκανε και στις συζητήσεις με τους παλιούς έμπιστους φίλους του κολλεγίου, τον Ρωμύλο Μακρίδη, τον Πήτερ Σιφναίο, τον Γιώργο Γόντικα, τον Γιάννη Τσουδερό.  Αντίθετα, έξω από το στενό περιβάλλον τίποτε δεν πρόδιδε τους προβληματισμούς του. «Όπως μου διηγήθηκε ο Μηταράκης, όταν το 1940 κατέφθανε με πλοίο από την Αθήνα στο λιμάνι της Νέας Υόρκης (…) ο Ανδρέας τον ρωτούσε για τα τελευταία κοινωνικά νέα και τα έργα που έπαιζαν οι κινηματογράφοι των Αθηνών. Τίποτε το πολιτικό.»[23]

Φαινομενικά, είναι σαν να έχει αλλάξει σελίδα, σαν να μην κοντοστέκεται παρά ελάχιστα, τους πρώτους μόνο μήνες εκείνου του καλοκαιριού,  στο ερώτημα Ποιος αλήθεια είμ’ εγώ και πού πάω. Ο θαυμαστός καινούριος κόσμος στον οποίο βρίσκεται, μπορεί να του επιφύλαξε μοναξιά το πρώτο διάστημα, αλλά γρήγορα εγκλιματίζεται και διακρίνει τις ευκαιρίες που είναι σε θέση να αξιοποιήσει χάρη στην ευφυία του, στα εφόδια και τις γνωριμίες του κολλεγίου. Άλλωστε νιώθει από την αρχή κιόλας μια πνευματική ανωτερότητα. «…λείπει το βάθος στη σκέψη και η κριτική ικανότητα…ουδέποτε εδώ γίνηκαν πνευματικοί αγώνες…Οι Αμερικανοί μ’ άλλα λόγια είναι παιδιά για μας.»[24]

Έφτασε στη Ν.Υόρκη στις 28 Μαίου του 1940. Τον Ιούνιο εξομολογείται σε ένα γράμμα του στον Μ. Μίδη: «Μου λείπει λίγη συμπάθεια, έστω και λίγη… Περνάω μια τραγική κρίση…»[25] Τον Ιούλιο θα το έχει ξεπεράσει, μέσα από τη γνωριμία και τη σχέση του με τη Χριστίνα Ρασσιά, στην οποία θα εξομολογηθεί ότι ήρθε «στις ΗΠΑ για να συνεχίσει τις σπουδές του και να ξεφύγει από την ελληνική αστυνομία, που τον είχε σταμπάρει σαν μαρξιστή ταραξία»[26]. Στα πρώτα κιόλας χρόνια θα διατρέξει με πυκνότητα μια μεγάλη διαδρομή σπουδών και ενσωμάτωσης στο νέο περιβάλλον, αποφασιστικός, χωρίς να χάσει διόλου χρόνο. Αλλά, παράλληλα, θα κάνει ευχάριστη ζωή με εξόδους και διασκεδάσεις, σινεμά, καλά εστιατόρια και χορό. «Ήταν καταπληκτικός χορευτής» της χάριζε βιβλία,  Βίκτωρα Ουγκώ και του Χεμινγουέι, Για ποιον χτυπά η καμπάνα.[27]

Αλλά τι ξέρει για την Αμερική όταν φτάνει εκεί, αυτός ο νεαρός Έλληνας διανοούμενος, που εμφορείται από τις ανησυχίες των ευρωπαϊκών προοδευτικών κοινωνικών κινημάτων; «Δεν ήξερα τίποτα για την Αμερική, παρά το γεγονός ότι είχα σπουδάσει στο Κολλέγιο Αθηνών. Ξέραμε μόνο πόσες πολιτείες έχει κι ό,τι είχαμε δει στους κινηματογράφους, τίποτε παραπάνω» θα πει ο ίδιος.[28] Έτσι, αναγκαστικά, τον πρώτο καιρό οι συζητήσεις του στρέφονται γύρω από όσα έχει αφήσει πίσω. «Ο Ανδρέας μιλούσε κυρίως για την οικογένειά του και τα πολιτικά του πιστεύω. Εκείνο τον καιρό ο Ανδρέας ήταν τροτσκιστής. Μου εξηγούσε ότι ο Λέων Τρότσκι ήταν ο μόνος αληθινός ηγέτης της Ρώσικης Επανάστασης, ότι διέθετε ένα εξαιρετικά εκλεπτυσμένο πνεύμα σε σχέση με το Στάλιν, αυτόν το χοντροκέφαλο βλάκα, αυτόν τον άξεστο Γεωργιανό χωριάτη που είχε προδώσει την επανάσταση.»[29]

Τίποτε δεν μαρτυρά ότι υφίσταται ένα πολιτιστικό σοκ, αλλά, σίγουρα η ευρωπαϊκή του κουλτούρα μπαίνει σε δοκιμασία στη συνάντησή της με τον αγγλοσαξονικό εμπειρισμό. Πάντως, στο βαθμό που του συμβαίνει κάτι τέτοιο, σίγουρα το διαχειρίζεται καλά, ξέρει να επιλέγει και να συνδυάζει. Άλλωστε, στην Αμερική, ας μην ξεχνάμε, ο μετανάστης γρήγορα βρίσκει μια θέση στην κοινωνία, καθώς  συγκαταλέγεται στις χώρες που  συγκροτήθηκαν ως μεταναστευτικά έθνη. Αυτή την εποχή, η Αμερική είναι ακόμη γεωγραφικά απομακρυσμένη και πολιτικά αποστασιοποιημένη από τον εφιάλτη που ταράζει την Ευρώπη. Το αμέσως επόμενο διάστημα θα βγει από τον απομονωτισμό της και θα εμπλακεί στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ήταν ο  «παράδεισος των καταπιεσμένων Ευρωπαίων» [30] θα πει χρόνια αργότερα ο Ανδρέας στον πρόλογο της πρώτης αγγλικής έκδοσης του βιβλίου του Η δημοκρατία στο απόσπασμα, σε μια παράγραφο που δεν θα περιληφθεί στην ελληνική έκδοση, το πιθανότερο διότι δεν θα μπορούσε να γίνει εύκολα δεκτή μια τέτοια διατύπωση από το ελληνικό κοινό του, που αγνοεί την ιστορία της Αμερικής και βλέπει σ’ αυτήν μόνο την παρεμβατική υπερδύναμη, κάτι στο οποίο κι ο ίδιος άλλωστε έχει συμβάλει.

Ωστόσο, καθώς ο χρόνος κυλάει, σε ένα του γράμμα κάνει λόγο για τα «ενδιαφέροντα και καταπληκτικά» που έχει η ζωή στη Νέα Υόρκη.[31] Άλλωστε, δεν του χρειάζονται παρά ελάχιστοι μήνες για να μπει σε κανονικούς ρυθμούς ζωής και έτσι, χάρη στις ικανότητές του αλλά και τη βοήθεια του διευθυντή του Κολλεγίου, το φθινόπωρο του 1940 τον βρίσκει να φοιτά στο Χάρβαρντ. Αλλάζει γρήγορα τις σπουδές του από νομικά σε οικονομία και εργάζεται, ταυτόχρονα, σε πρόχειρες δουλειές για βιοπορισμό. Αλλά δεν είναι όλα εύκολα. Ο Ανδρέας θα εργαστεί με πείσμα, καθώς στην αρχή αντιμετωπίζει έναν «κυκεώνα. Δεν καταλάβαινα τι γινότανε και περίπου είχα αποφασίσει ότι το πράγμα δεν έβγαινε πέρα…Αποφάσισα τότε να διαβάσω εντατικά και να προσπαθήσω να καλύψω τα κενά μου.. Ζήτησα παράλληλα να αναβληθούν οι εξετάσεις μου. Αναβλήθηκαν και μπόρεσα να πάρω τις πρώτες εξετάσεις… να πάρω τις δεύτερες και το πέρασα το έτος με «λίαν καλώς»! Αυτό μου απέδειξε ότι μπορούσα να τα βγάλω πέρα, αλλά ήταν το πιο κρίσιμο στάδιο στη ζωή μου!» [32] Μια ακόμη κρίση ταυτότητας που ξεπερνάει με τον ίδιο τρόπο που του είναι γνωστός από τα παιδικά του χρόνια, επιμονή και δουλειά.

 Λίγο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1941, παντρεύεται  τη Χριστίνα Ρασσιά, με την οποία θα μείνει παντρεμένος για μια δεκαετία. Το 1942 παίρνει το μάστερς. Το 1942-‘43 εργάζεται ως βοηθός καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Το 1943 παίρνει το Διδακτορικό του και, στη συνέχεια, κατατάσσεται και κάνει τη στρατιωτική του θητεία στο αμερικανικό ναυτικό, το 1944 αποκτά την αμερικανική υπηκοότητα και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς τον διακρίνουμε στη φωτογραφία της ελληνικής αντιπροσωπείας του Bretton Woods, όπου συμμετείχε με απόσπαση από το Ναυτικό. Τέσσερα χρόνια, μέσα στα οποία έχει χτίσει και έχει σταθεροποιήσει τη νέα του ταυτότητα, που στηρίζεται σε καλές ολοκληρωμένες σπουδές και στη βάσιμη προσδοκία για ένα επιτυχημένο ακαδημαϊκό μέλλον.

           Αυτά τα χρόνια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου,  είναι θυελλώδη για την Ευρώπη και την Ελλάδα. Τα γεγονότα είναι καταιγιστικά. Το Ιούλιο τα αμερικανικά στρατεύματα αποβιβάζονται στην Ισλανδία. Τον Αύγουστο του 1941 Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ υπογράφουν το Χάρτη του Ατλαντικού. Το Δεκέμβριο γίνεται η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και Βρετανία και ΗΠΑ κηρύσσουν τον πόλεμο στην Ιαπωνία. Τρεις μέρες αργότερα οι ΗΠΑ κηρύσσουν τον πόλεμο σε Γερμανία και Ιταλία. Στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1941 πεθαίνει ο Μεταξάς, την άνοιξη εισβάλλουν στην Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα οι Γερμανοί, αυτοκτονεί η Πηνελόπη Δέλτα, οικογενειακή φίλη των  Παπανδρέου, διορίζεται η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, ο Γεώργιος Β΄ και η κυβέρνηση φεύγουν για την Αίγυπτο, η μάχη της Κρήτης, ο Μ. Γλέζος και ο Απ. Σάντας κατεβάζουν τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη, ιδρύεται το ΕΑΜ.

Αλλά και οι προσωπικές περιπέτειες του  Γεωργίου Παπανδρέου δεν είναι λίγες σε όλο αυτό το διάστημα.  Συλλαμβάνεται το 1942 από τους Ιταλούς και φυλακίζεται για ένα τρίμηνο στις φυλακές Αβέρωφ. Το 1944 τον βρίσκει κοντά στην εξόριστη κυβέρνηση στην Αίγυπτο να οργανώνει το συνέδριο του Λιβάνου, όπου αποφασίστηκε ο σχηματισμός κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας υπό την πρωθυπουργία του. Τον Οκτώβριο του 1944, αμέσως μετά την απελευθέρωση και την συμφωνία της Καζέρτας, επέστρεψε στην Ελλάδα.

πίσω | κεφάλαια | κορυφή

design by netsupport.gr