Αρχική | πίσω

κεφάλαια | επόμενο

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ
 

 

Από την άλλη όχθη του Ατλαντικού

 

Ο Ανδρέας φαίνεται να παρακολουθεί τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά δεν έχει καμιά προσωπική προσδοκία από αυτές. Δεν είναι πια συμμέτοχος αλλά απλώς θεατής. Μέσα από τις διηγήσεις στην τότε σύζυγό του συνεχίζει να αναβιώνει την οικειότητα του παρελθόντος, ενώ το αφήγημα της προηγούμενης ζωής του επικεντρώνεται στον νεανικό πολιτικό του ακτιβισμό. «Παρά το ότι ήταν σοσιαλιστής, δεν ενδιαφερόταν να συνδεθεί με το Κομμουνιστικό Κόμμα, επιμένοντας ότι έβρισκε τη σταλινική γραμμή απολυταρχική και βίαιη. Τότε ήρθε σε επαφή με τα κείμενα του Τρότσκι, που τα βρήκε γοητευτικά, κυρίως την ανάλυσή του για την άνοδο στην εξουσία του Χίτλερ, την αντίθεσή κατά του σταλινικού αυταρχισμού και της αποστέωσης του επαναστατικού πνεύματος της μπολσεβικικής επανάστασης και την ελκυστική θεωρία του για τη διαρκή επανάσταση. Αν και δεν μπορούσε να αποδεχθεί εντελώς το τροτσκιστικό δόγμα, θαύμαζε το θάρρος και την πίστη των οπαδών της Τετάρτης Διεθνούς που γνώρισε εκείνο τον καιρό.»[33]

  Η νοσταλγία για την Ελλάδα, η συναισθηματική φόρτιση για τις περιπέτειες του πατέρα του, η ανησυχία για τη μητέρα του που ζει ακόμη στην Αθήνα, οι προβληματισμοί του για τον πόλεμο, δεν αναστέλλουν αλλά, αντίθετα, εντείνουν τις πρωτοβουλίες και την προσπάθειά του να ενσωματωθεί στη νέα πατρίδα. Αυτό που βλέπει, όμως, από εκεί  μακριά, θα πει ο ίδιος στα γράμματά του, αρχίζει να είναι, μετά από ένα διάστημα, μια  «απελπιστικά συγκεχυμένη εικόνα των ελληνικών πραγμάτων». Η ενημέρωση είναι ανεπαρκής, καθώς «ο Τύπος είναι αρκετά συγκεχυμένος στα ελληνικά ζητήματα…Η Ελλάδα είναι μακριά…»[34]

            Η Ελλάδα και η Ευρώπη είναι πράγματι μακριά, όπως και ό,τι συμβαίνει αυτά τα σιδερένια χρόνια είναι αρκετά μακριά ώστε να διαταράσσει την καθημερινή ζωή και την ατμόσφαιρα στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Γι’ αυτό, οι ελλιπείς ειδήσεις θα συμπληρώνονται στην καθημερινότητα από τις ιδεολογικές ανησυχίες και τις προσωπικές αναμνήσεις. Θα  μιλήσει στη Χριστίνα για πιο προσωπικά πράγματα,  για «το σαγόνι του που είχε εξαρθρωθεί  και εξακολουθούσε πότε πότε να τον ενοχλεί», για τους αγωνιστές που είχε γνωρίσει, ιδιαίτερα για τον Πουλιόπουλο «τον οποίο θαύμαζε ιδιαιτέρως για την καθαρότητα του πνεύματός του, τη δυναμική προσωπικότητά του και τον τρόπο που συνδύαζε τη θεωρία με την πράξη».[35] Η ίδια θα δηλώσει με αφέλεια, γοητευμένη από αυτές τις ιδέες. «Μου άρεσε το σύνθημα του κόμματος «Από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του». Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έδειχνα κάποιο ενδιαφέρον για την πολιτική.»[36] Κι όταν ο Ανδρέας της ζητάει να παντρευτούν κι εκείνη αναρωτιέται πώς μπορεί να συνδυαστούν οι σπουδές που σκοπεύει να κάνει με το γάμο, η απάντησή του θα φανεί στ’ αυτιά της συνεπής στα σοσιαλιστικά ιδεώδη. «Χριστίνα, οι σοσιαλιστές πιστεύουν στην ισότητα των φύλων. Θα μοιραζόμαστε τα πάντα, τη δουλειά μας και ό,τι έχουμε. Κι έτσι θα μπορείς να πηγαίνεις στα μαθήματά σου.»[37] Εκείνος είναι 21 ετών, εκείνη στα 23.

Αλλά υπάρχουν και οι αντιφάσεις. «Από τη μια μεριά με βομβάρδιζε με χείμαρρους μαρξιστικών κλισέ κι από την άλλη μιλούσε στους φίλους μου για τους βασιλικούς δεσμούς του, για τους οποίους έδειχνε υπερηφάνεια ασυμβίβαστη με την ιδιότητα ενός οπαδού του Τρότσκι.»[38] Η νεαρή ελληνοαμερικανίδα αδυνατεί να κατανοήσει το ερεθιστικό μείγμα κοινωνικής θέσης-διάκρισης-πολιτικών αναφορών και ιδεολογίας που τροφοδοτεί τον άνθρωπο που πρόκειται να παντρευτεί.  «Δεν είναι γόνος μιας από τις γνωστότερες οικογένειες;» ρώτησε ο γνωστός δρ. Παπ(ανικολάου) όταν εκείνη του ανήγγειλε τον επικείμενο γάμο τους.

      Ο συνδυασμός της γεωγραφικής αλλά και ψυχολογικής  απόστασης, του πολέμου, της νέας αρχής που έχει αποφασίσει να κάνει, της αποδοχής που εξασφαλίζει στο νέο περιβάλλον, των ευκαιριών που του δίνονται, τον οδηγούν μέσα σε τέσσερα χρόνια στην αναδιαμόρφωση της πολιτιστικής του ταυτότητας. Κάθε χρονιά που περνάει κάνει την απόσταση από την Ελλάδα να μεγαλώνει μέσα του κι αυτό ενισχύει ακόμη περισσότερο τη νέα δομή της ταυτότητάς του. Είναι η τέταρτη κατά σειρά πολιτιστική στροφή στη ζωή του και, στη νέα της εκδοχή,  η ταυτότητά του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί  ακαδημαϊκή. Ο ίδιος περιγράφει αυτή τη διαδικασία, σε γράμμα στον πατέρα του το 1944, σαν τη μετάβασή του από παιδί σε άνδρα.[39]

 Είναι η χρονιά που η Ελλάδα απελευθερώνεται από τη γερμανική κατοχή. Το 1945 οι Αμερικανοί ρίχνουν την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα. «Όταν έπεσε η βόμβα στη Χιροσίμα, δεν κρύψαμε την αγανάκτησή μας. Αλλά ο πόλεμος είχε τελειώσει και εκατοντάδες χιλιάδες νεαροί Αμερικανοί, που θα μπορούσαν να είχαν πεθάνει στις ακτές του Ειρηνικού, επέστρεψαν στα σπίτια τους.» θα πει η Ρασσιά.[40] Μια διαπίστωση, που όσο κι αν φαίνεται κυνική και απολίτικη, αποκαλύπτει το πραγματικό κλίμα που επικρατούσε στην Αμερική εκείνη την εποχή, ακόμη και στους ευαισθητοποιημένους κύκλους των νέων προοδευτικών ανθρώπων. Το 1945 ο Ανδρέας ομολογεί σε επιστολή προς τον πατέρα του: «Βρίσκομαι πολύ μακριά, για να μπω στο πλήρες πνεύμα της κατάστασης στην Ελλάδα.»[41] Είναι η χρονιά που στην Ελλάδα υπογράφεται η Συμφωνία της Βάρκιζας  και στο Σαν Φρανσίσκο η Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών. Ο Ανδρέας είναι μακριά από την πρώτη αλλά παρόν στη δεύτερη, που υπογράφεται εκ μέρους της Ελλάδας από τον Ιωάννη Σοφιανόπουλο. Η γεωγραφία παίζει κι αυτή το δικό της παιχνίδι στα βιώματα, τους διανοητικούς χάρτες και τη διαμόρφωση των ταυτοτήτων. Ωστόσο, η απόσταση δεν απαλύνει πάντοτε την εσωτερική αγωνία κι έτσι θα βρει ευκαιρία να ρωτήσει ένα διπλωμάτη της ελληνικής αποστολής με τον οποίο συνεργάζεται: «Κύριε Βλάχο, έχω εμπιστοσύνη στην ειλικρίνειά σας. Πέστε μου. Ο πατέρας μου τα έκανε θάλασσα στην Ελλάδα;»[42]

Ωστόσο, η ανανεωμένη πολιτιστική ταυτότητα του Ανδρέα, με  δεσπόζουσα την ακαδημαϊκή κατεύθυνση, θα βρει το έδαφος να  διατηρηθεί και να ανθίσει για δύο ολόκληρες δεκαετίες. Σε μια χώρα όπου όλοι είναι λίγο πολύ μετανάστες, όπου οι ευκαιρίες στο ακαδημαϊκό περιβάλλον προσφέρονται  με αρκετή αξιοκρατία στους πιο ικανούς, μια χώρα που βγαίνει νικήτρια από τον πόλεμο για να μπει σε μια δεκαετία ανάπτυξης και καταναλωτισμού, τα πανεπιστήμια αποτελούν το ιδανικό περιβάλλον για τους ευφυείς και φιλόδοξους νέους. Είναι οι χώροι όπου διαμορφώνονται οι νέες γενιές επιστημόνων και διανοουμένων, πολλοί από τους οποίους θα  έχουν την ευκαιρία στο μέλλον να μεταγγίσουν νέες ιδέες στην πολιτική.

Αλλά το πανεπιστημιακό campus απαιτεί αφοσίωση και σκληρή δουλειά. Ο Ανδρέας φαίνεται πως είναι έτοιμος και για τα δύο. Μακριά πλέον από την ταυτότητα του πολιτικού πολιτισμού, η οποία ατόνισε με την αποχώρησή του από την Ελλάδα, μετατρέπεται σιγά σιγά σε έναν ικανό και ανερχόμενο ακαδημαϊκό οικονομολόγο. Το ενδιαφέρον του  για τις πολιτικές εξελίξεις στην πατρίδα δεν έχει πια  καμία σχέση με την αμεσότητα του παλιού ακτιβιστή και ιδεολόγου νεαρού, που ήταν πέντε χρόνια πριν. Τότε ήταν ταυτισμένο με την πολιτιστική του ταυτότητα, τώρα είναι  το ενδιαφέρον που δείχνει ένας ξενιτεμένος για την πατρίδα που άφησε πίσω του.  Το 1946 είναι πλέον υφηγητής στο Χάρβαρντ και το 1947 γίνεται επίκουρος καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα. Όλη του η προσοχή και η προσπάθεια είναι επικεντρωμένες στα ακαδημαϊκά του καθήκοντα. Είναι η χρονιά που στην Ελλάδα ξεσπάει ο Εμφύλιος. 

πίσω | κεφάλαια | κορυφή

design by netsupport.gr