ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ
1950 στις ΗΠΑ
Η δεκαετία του ’50 θα κυλήσει με
μια σειρά ομαλές εξελίξεις στην καριέρα και την
οικογενειακή ζωή. Θα βρεθεί, πάντοτε σε
επαγγελματική ανέλιξη, από το πανεπιστήμιο της
Μινεσότα, στο Νορθγουέστερν και στο Μπέρκλεϊ της
Καλιφόρνια, όπου θα γίνει κοσμήτορας της
οικονομικής σχολής. Θα πάρει διαζύγιο από την
πρώτη του γυναίκα μετά από δέκα χρόνια γάμου και
το 1951 θα παντρευτεί τη Μαργαρίτα Τσαντ, με την
οποία θα αποκτήσει τέσσερα παιδιά. Η μητέρα του
βρίσκεται ήδη σταθερά κοντά του και είναι αυτή
που θα αναλάβει να μαθαίνει στα παιδιά ελληνικά.
Μια τυπική οικογένεια με ελληνικές ρίζες στο
αμερικανικό ακαδημαϊκό περιβάλλον.
Στις αρχές τις δεκαετίας του ‘50
ο Ανδρέας είναι μόλις στα τριάντα του,
επιτυχημένος και σταθερά οργανωμένος στη ζωή
του. Μπροστά στην νέα απαιτητική και γεμάτη
προοπτικές ζωή, το παρελθόν φαίνεται να είναι
πια παρελθόν. Άλλωστε, το πιο προσωπικό και
πολύτιμο κομμάτι αυτού του παρελθόντος, η
μητέρα, έχει αποσπαστεί από το ελληνικό κάδρο
και ζει μαζί του. Και οι πολιτικές περιπέτειες
του πατέρα, που δεν είναι λίγες και στη διάρκεια
αυτής της δεκαετίας; Αυτές, μαζί με τις
περιπέτειες της χώρας, ίσως απαλύνουν την
αίσθηση της μετανάστευσης με ένα αίσθημα
ανακούφισης για την έγκαιρη απεμπλοκή του.
«Αισθανόταν νοσταλγία για την Ελλάδα αλλά όχι
επιθυμία να επιστρέψει».
Άκουγε νοσταλγικά τραγούδια «Δυο πράσινα μάτια»
και «Ένα βράδυ που ‘βρεχε» θα επιβεβαιώσει και η
Μαργαρίτα, που τα είχε ακούσει στην αρχή της
γνωριμίας τους από κείνον και τα ζητούσε μετά
όταν επισκεπτόταν τα ελληνικά μαγαζιά.
Ο Πεπελάσης τον
περιγράφει αμφίθυμο σχετικά με την Ελλάδα την
ίδια εποχή και, μάλιστα, παραθέτει την άποψη του
Πλαστήρα όταν, μετά από παράκληση του Γεωργίου
Παπανδρέου, συνάντησε σε ένα ταξίδι του τον
Ανδρέα στην Αμερική το 1952: « Δεν ενδιαφέρεται
να γυρίσει πίσω και τα αισθήματά του για μας εδώ
δεν είναι καθόλου θερμά…». Αλλά και την έντονη
αντίδραση του Γεωργίου Παπανδρέου όταν το
άκουσε: «Ακόμη και ο πρωτόγονος Πλαστήρας
αντελήφθη…»
Η Αμερική της εποχής
περνάει κι αυτή τις δικές της περιπέτειες. Είναι
τα χρόνια της αυστηρής ηθικής. Σε αρκετά
πανεπιστήμια δύσκολα γίνεται κάποιος μόνιμος
καθηγητής αν είναι διαζευγμένος. Αλλά, κυρίως,
είναι τα χρόνια του αμερικανικού
νεοπατριωτισμού, αρχίζει το κυνήγι των μαγισσών.
Ο «αγώνας εναντίον των αντιαμερικανικών
ενεργειών» του γερουσιαστή Μακάρθι στοχεύει στην
αποκάλυψη των φιλοκομμουνιστών και πλήττει τους
καλλιτεχνικούς κύκλους. Αναζητά όμως ενόχους και
στο ακαδημαϊκό περιβάλλον, ζητά δηλώσεις
μετανοίας. Το 1951 γίνεται η περίφημη δίκη των
Ρόζεμπεργκ που καταδικάζονται σε θάνατο,
ξεσηκώνοντας φωνές διαμαρτυρίας των προοδευτικών
και αριστερών σε όλο τον κόσμο και στην ίδια την
Αμερική. Οι παλιοί φόβοι είναι τώρα καλά
κρυμμένοι και δεν αφήνουν περιθώρια για
ριψοκίνδυνες πρωτοβουλίες. Για κάποιον που
νιώθει εκτεθειμένος με το «κομμουνιστικό»
παρελθόν του και αναζητά την ασφάλεια μιας
κανονικής οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής
απαιτείται σύνεση και δράσεις που δεν μπορούν σε
καμία περίπτωση να κατηγορηθούν ότι είναι κατά
του συστήματος. Αυτή την ασφάλεια παρέχει ο
αμερικανικός προοδευτικός φιλελευθερισμός, που
καλλιεργείται στο πλαίσιο του δημοκρατικού
κόμματος. Με τη συμμετοχή σε αυτούς τους κύκλους
αναδιαμορφώνεται η πολιτική σκέψη του
Ανδρέα.
Μια δραστήρια και
προοδευτική πολιτικά ασφαλής δράση είναι και η
συμμετοχή στην προεκλογική εκστρατεία ενός
δημοκρατικού υποψήφιου. Μια πολιτική συμμετοχή
που δεν έχει τίποτε το επιλήψιμο, ενταγμένη
απόλυτα στη λογική του αμερικανικού πολιτικού
συστήματος. Η προεκλογική εκστρατεία του Αντλάι
Στίβενσον, το 1952, αφύπνισε μέσα του όλα εκείνα
τα συναισθήματα, που για πολλά χρόνια
προσπαθούσε επιμελώς να παγώσει, θα πει ο
ίδιος.
Είναι η χρονιά που
εκδίδεται στο Σικάγο το βιβλίο του Λευτέρη
Σταυριανού,
Greece,
στο οποίο χρόνια αργότερα θα παραπέμψει ο
Ανδρέας όταν αναφέρεται στα γεγονότα του
Εμφυλίου.
Συνυπάρχουν, λοιπόν, τα παλιά πολιτικά στοιχεία
με τα νέα ακαδημαϊκά στην ταυτότητά του, μόνο
που τα παλιά έχουν πάρει αναστολή από την ενεργό
δράση, έχουν «λουφάξει» όπως και παλιότερα στις
δύσκολες στιγμές των μαθητικών του χρόνων, ώστε
με μέτρο και σύνεση να αναμειγνύεται στις
προκλήσεις του παρόντος. Ο Στήβενσον, υποψήφιος
των Δημοκρατικών, που χάνει τελικά από τον
Αϊζενχάουερ, είναι διανοούμενος, ένας “egg
head”, παρατσούκλι
που του κολλάνε όσοι τον κατηγορούν για έλλειψη
δυναμισμού και πολιτικής πυγμής.
«Το 1952
ενεργοποιηθήκαμε στην αμερικανική πολιτική,
εμπνεόμενοι από την υποψηφιότητα του
Adlai
Stevenson» θα
γράψει και η Μαργαρίτα.
Ο Ανδρέας, λοιπόν, αποφασίζει να συμμετάσχει
στην πολιτική υποστηρίζοντας αυτόν τον
Δημοκρατικό υποψήφιο και ξεπερνώντας, όπως
δηλώνει, κρυμμένα επί χρόνια συναισθήματα. Το
γενικό του πλαίσιο είναι, επομένως, από τη μη
πολιτική ανάμειξη ξανά στην πολιτική. Αλλά τι
σχέση έχει η πολιτική αυτή, η συμβατική θεσμική
πολιτική που παίζεται μέσα στο σύστημα, με την
έννοια της πολιτικής που κινούσε τον
«τροτσκιστή» φοιτητή του 1938 κατά του
συστήματος;
Αξίζει να αναζητηθούν, κάτω από
την επιφάνεια της επανατοποθέτησής του, ορισμένα
στοιχεία πολιτισμικής ενδοχώρας. Ο Ανδρέας έχει
αντικρίσει το θέατρο του πολέμου από την ασφαλή
απόσταση μιας άλλης ηπείρου. Από μια χώρα που
ενεπλάκη στον πόλεμο στο όνομα των αρχών τις
ελευθερίας κατά του φασισμού. Που βγήκε
νικήτρια, ηθικά δικαιωμένη, ισχυρή απέναντι στην
Ευρώπη, την ήπειρο που γέννησε τον φασισμό και
η οποία καταστράφηκε από τον πόλεμο, που δεν
απόφυγε να διχαστεί γεωγραφικά και πολιτικά και
να πορευτεί επί τέσσερις δεκαετίες διχοτομημένη.
Ζει σε μια χώρα που βρίσκεται σε
βαθιά αντιπαράθεση και σε ψυχρό πόλεμο με τον
σοσιαλιστικό κόσμο, σε επίπεδο πολιτικό,
ιδεολογικό, οικονομικό. Ο παλιός φιλελευθερισμός
που τον διακρίνει από τα νεανικά του χρόνια,
ενισχυμένος από το αμερικανικό ακαδημαϊκό
περιβάλλον της φιλελεύθερης
Aριστεράς,
δεν θα πρέπει να έχει ιδιαίτερες αντιρρήσεις γι’
αυτή την αντιπαράθεση προς τα γραφειοκρατικά
κομμουνιστικά καθεστώτα. Αλλά τι γίνεται με το
όραμα μιας καλύτερης κοινωνίας, με τα
σοσιαλιστικά ιδεώδη του Μαρξ, των θεωρητικών του
σοσιαλισμού, των Ελλήνων τροτσκιστών, στο
περιβάλλον των οποίων η πολιτική του πρόσφερε
τις πρώτες συγκινήσεις;
Ας μην ξεχνάμε ότι στην Αμερική
του ’50 οι προβληματισμοί αυτού του είδους
κινδυνεύουν εύκολα να παρερμηνευθούν.
Ταυτισμένοι με την κομμουνιστική ιδεολογία και
τα κομμουνιστικά κράτη, είναι βαριά
ενοχοποιημένοι, μπορούν να οδηγήσουν στην εσχάτη
προδοσία. Στη χώρα αυτή, η πρόοδος της κοινωνίας
περνάει μέσα από τον αυστηρό σεβασμό των κανόνων
της δικομματικής δημοκρατίας. Σ’ αυτό το
επίσημο παιχνίδι επιτρέπει ο Ανδρέας στον εαυτό
του να συμμετάσχει. Σ’ αυτό το παιχνίδι, η
προοδευτική αριστερά της Αμερικής δίνει τους
δικούς της αγώνες και μέσα στο περιβάλλον αυτό
διαμορφώνονται πλέον οι πολιτικές απόψεις του.
«Κατά τα είκοσι χρόνια της παραμονής του στις
ΗΠΑ, ήταν πολύ δραστήριος ως φιλελεύθερος
δημοκρατικός».
Η σχέση μητρόπολης και περιφέρειας, οι
υπανάπτυκτες χώρες, το κατεστημένο, απόψεις που
θα αποτελέσουν τον άξονα της πολιτικής σκέψης
και δράσης του αργότερα έχουν εδώ τη μήτρα τους.
Αυτή είναι η αποφασιστική διαφορά του από την
ελληνική αριστερά της εποχής, που παρέμεινε
σταθερά προσανατολισμένη στη σοβιετική εκδοχή
του μαρξισμού και στα κομμουνιστικά ιδεώδη που
αντιπροσώπευε η συνέχεια Λένιν-Στάλιν.
Αλλά, στη δεκαετία του ’50, έχει
συντελεστεί πλέον η πλήρης αποξένωσή του από τη
δομή αίσθησης της ελληνικής κοινωνίας. Είναι
αποκομμένος από την τεράστια κοινωνική και
πολιτική ζύμωση που συντελέστηκε στη διάρκεια
του Πολέμου, της Κατοχής, της Αντίστασης, του
Εμφυλίου, των πρώτων χρόνων εδραίωσης του
κράτους της Δεξιάς. Βρέθηκε μακριά από τις
ανατροπές, από τη διαμόρφωση των νέων αξιακών
συστημάτων και πολιτισμικών κωδίκων, μακριά
από τις αναδυόμενες πολιτιστικές ταυτότητες που
συντέθηκαν στα χρόνια αυτής της πυκνής
δεκαετίας. Δεν έζησε την αγωνία της επιβίωσης,
το φόβο του θανάτου, της εξόντωσης και της
καταστροφής, την ηθική δοκιμασία, τις προσωπικές
και συλλογικές αντιστάσεις, τη στράτευση σε μια
ιδέα, τη διεκδίκηση της ελευθερίας, με μια λέξη
τα πολιτισμικά υβρίδια που γέννησε μέσα από
οδύνες η κρίσιμη δεκαετία του ‘40.
Με το έλλειμμα αυτό θα πορευτεί από δω και
μπρος. Θα συνεχίσει να είναι αποστασιοποιημένος
και από τις πολιτικές περιπέτειες του Γεωργίου
Παπανδρέου, ο οποίος στη δεκαετία του ‘50 δεν
καταφέρνει να έχει ιδιαίτερες επιτυχίες.
Διορίζεται υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Τάξης
και Συντονισμού στην κυβέρνηση
Πλαστήρα (1950) και
Σοφοκλή
Βενιζέλου (1951).
Στη συνέχεια επανιδρύει το κόμμα του και το
συγχωνεύει στο κόμμα Φιλελευθέρων με συναρχηγό
τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Το αποτέλεσμα είναι ότι
κατά τη δεκαετία του 1950 ο Γεώργιος Παπανδρέου
έμεινε στην αντιπολίτευση ενώ η συντηρητική
παράταξη ανερχόταν και κυβερνούσε χωρίς διακοπή
τον τόπο.
Ωστόσο, φαίνεται ότι ο
φιλελεύθερος θεσμικός ακτιβισμός δεν είναι κάτι
στο οποίο ο Ανδρέας θα επιδοθεί με διάρκεια.
Έτσι η αλλαγή περιβάλλοντος και η μετακίνησή του
σε άλλο πανεπιστήμιο, θέτει τέλος σ’ αυτή την
πολιτική δράση προς όφελος των ακαδημαϊκών
καθηκόντων. «Όταν φύγαμε από τη Μινεσότα για το
πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, αφήσαμε πίσω μας
την πολιτική και ο Ανδρέας ενεργοποιήθηκε στη
δράση του πανεπιστημίου…
H
μόνη σχέση του Ανδρέα με
την πολιτική ήταν ότι συμμετείχε σ’ ένα σώμα
οικονομικών συμβούλων του Πατ Μπράουν, κυβερνήτη
της Καλιφόρνια.»
Ο ίδιος, κάτω από την νέα
πολιτιστική ακαδημαϊκή του ταυτότητα, που
σταθεροποιείται προοδευτικά και με το πέρασμα
του χρόνου θα παγιωθεί, φυλάει προφανώς
κρυμμένα τα στοιχεία της παλιάς εκείνης
πολιτικής ταυτότητας, η οποία παραμένει σε
λήθαργο. Έτσι, αν υπάρχουν φορές που της θέτει
ερωτήματα, εκείνη η νεανική του ταυτότητα θα του
απαντάει με ένα νοσταλγικό, συγκεχυμένα
ριζοσπαστικό αφήγημα, ανάπηρο και ενοχικό, που
ολοένα θα αδυνατίζει μπροστά στο εκτυφλωτικό φως
του μεταπολεμικού κόσμου, γεμάτου ριζικές
αλλαγές και νέες απαιτήσεις.
Το γεγονός ότι δεν έζησε τις
μεγάλες στιγμές της πατρίδας του, τα δραματικά
γεγονότα που υπήρξαν καθοριστικά για την ιστορία
της Ελλάδας στο μέσο του 20ού αιώνα είναι ένας
βασικός λόγος που τον αποκλείει από την
κοινότητα στην οποία ως φοιτητής ήθελε να
ανήκει. Το Αλβανικό, ή Κατοχή, η Αντίσταση, το
ΕΑΜ, τα συλλαλητήρια, η Απελευθέρωση, ο
Εμφύλιος, οι αυταρχικές κυβερνήσεις της Δεξιάς,
οι εξορίες και οι εκτελέσεις, αποτελούν γι’
αυτόν απλώς ειδήσεις. Είναι ξένος προς όσα
συμβαίνουν στην πατρίδα του. Του λείπει το
βίωμα, η βαθύτερη γνώση και η συμμετοχή στο νέο
αφήγημα της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Τον συνοδεύει
ίσως το αίσθημα της απώλειας που συνοδεύει, σε
κάθε περίπτωση, τον μέτοικο. Νοσταλγός μιας
πατρίδας, της οποίας έχει χάσει τη δομή αίσθησης
μαζί με τις κρίσιμες ιστορικές στιγμές, τα
μεγάλα προσωπικά διλήμματα, τις συλλογικές
φαντασιώσεις.
Δύσκολα μπορεί να
υποκαταστήσει αυτή την απώλεια επικοινωνώντας
από άλλους δρόμους, όπως είναι οι παλιές φιλίες
ή μέσω της νέας ακαδημαϊκής του
ταυτότητας. Οι παρέες του που δέχτηκαν πλήγμα το
1939 έχουν περιοριστεί κυρίως στους συμμαθητές
από το Κολλέγιο, ενώ η σύνδεση του αμερικανικού
ακαδημαϊκού περιβάλλοντος με το ελληνικό είναι
ανύπαρκτη. Το πρόβλημα κατανόησης των ελληνικών
εξελίξεων που είχε τα πρώτα χρόνια είναι τώρα
πιο σύνθετο, καθώς έχουν αλλάξει οι κώδικες,
έχει μεταβληθεί η ίδια η πολιτική και
πολιτιστική γραμματική την οποία εκείνος γνώριζε
στη δεκαετία του ‘30.
πίσω |
κεφάλαια |
κορυφή
|