Αρχική | πίσω

κεφάλαια | επόμενο

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ
 

 

Το πρώτο ταξίδι της επιστροφής          

Το 1953, 13 ολόκληρα χρόνια αφότου αναχώρησε για τις ΗΠΑ, αποφασίζει να κάνει το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα. Ένα ταξίδι αναψυχής, για να γνωρίσει η σύζυγός του την πατρίδα του. Τα γεγονότα του προσωπικού του παρελθόντος φαίνονται να  έχουν ξεθωριάσει πια, η πολιτική χαμογελάει με μισό στόμα στον πατέρα του και υπάρχει πάντοτε η ανθρώπινη νοσταλγία. Η επιστροφή αυτή σημαίνει την πρώτη του απόπειρα συμφιλίωσης με το παρελθόν, την απόφαση να περάσει τη μεθοριακή γραμμή που τον χωρίζει από το παρελθόν, να ανασυστήσει τη μνήμη του και να συμπληρώσει τα μεγάλα κενά, να αναπαραστήσει την ιστορία τη δική του και της χώρας. Με την ασφάλεια της νέας του ταυτότητας, που την εγγυάται και η αμερικανίδα σύζυγός  του, νιώθει πιθανόν αρκετά δυνατός ώστε να δοκιμάσει να αναβιώσει τον συγκινησιακό χάρτη της παλιάς ταυτότητας των νεανικών του χρόνων και να δει από κοντά πώς εξελίχθηκε το καινούριο τοπίο. Όμως, φαίνεται πως δεν ήταν ακόμη έτοιμος, καθώς η πολιτιστική ταυτότητα κάποιου δεν μπορεί να ελεγχθεί μόνο από τον ορθολογισμό του αλλά, κυρίως, από το συγκινιασιακό φορτίο που φέρει.

«Το 1953, ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας, ήρθε μαζί με τη Μαργαρίτα στην Ελλάδα για διακοπές. Μόλις πάτησε το πόδι του στην προκυμαία του Πειραιά, όπως μας διηγήθηκαν ο ίδιος και ο πατέρας του, στράβωσε το σαγόνι του, ακριβώς όπως όταν τον είχαν κακοποιήσει στην περίοδο του Μεταξά. Το σαγόνι παρέμεινε έτσι όσο καιρό βρισκόταν στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να επισπεύσει την αναχώρησή του κατά μία βδομάδα. Το σαγόνι επανήλθε στη θέση του αμέσως μετά την επιβίβασή του στο πλοίο της επιστροφής…»[50]

Αυτό το περιστατικό, που αποκάλυψε πόσο ανοιχτή ήταν ακόμη η παλιά πληγή του, του έδειξε ίσως και πόσο ευάλωτη ήταν επίσης  η νέα του ταυτότητα απέναντι στο παρελθόν. Είναι λογικό, επομένως, να ενίσχυσε στον Παπανδρέου την τάση προσήλωσης στη νέα του ακαδημαϊκή πορεία, πολύτιμη πηγή ασφάλειας γι’ αυτόν. Όταν ο Πεπελάσης γνώρισε τον Παπανδρέου το καλοκαίρι του 1955, εντυπωσιάστηκε από το γεγονός ότι «δεν ήθελε ούτε να ακούσει ούτε να μιλήσει για την Ελλάδα». Αυτή η άρνηση είχε ενοχλήσει τότε τον Πεπελάση. «Για την Ελλάδα δεν μιλήσαμε, φαινόταν σαν να απέφευγε τις συζητήσεις για την Ελλάδα και τα ελληνικά θέματα.» Αργότερα, όμως, μπόρεσε να δει καλύτερα τι κυρβόταν πίσω από την επιφάνεια: «Όταν τον γνώρισα, τότε κατάλαβα το πέπλο, ή μάλλον το βαρύ και μαύρο μανδύα, που σκίαζε τον πόνο και την πληγή του».[51]

           Ο ίδιος ο Ανδρέας θα εξομολογηθεί, πολλά χρόνια αργότερα, το βαθύτερο τραύμα του σχετικά με τη σύλληψή του: «Ο πόνος από ένα σημείο και πέρα δεν είναι αβάσταχτος... Πιστεύω ότι το μυαλό μπορεί να αποσβέσει τον σωματικό πόνο, όχι όμως τον ψυχικό.»[52]

           Τα χρόνια αυτά θα κυλήσουν με αφοσίωση στην ακαδημαϊκή καριέρα και την οικογένεια. Εδραιώνει τη θέση του στο πανεπιστήμιο, το 1955 γίνεται τακτικός καθηγητής στο Μπέρκλεϊ, γράφει πολυάριθμες οικονομικές μελέτες, άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά. Ο παλιός «επαναστάτης χωρίς αιτία» μετατρέπεται σταδιακά σε ένα κλασικό  ακαδημαϊκό με πολυμελή οικογένεια, δραστήριο  και καταξιωμένο στο πανεπιστημιακό περιβάλλον. Νιώθει μετανάστης; Δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση από τον κανόνα. Το 1959, όταν φτάνουν στην Αμερική οι πρώτες εικόνες της Ελλάδας με τουριστικό περιτύλιγμα, το Ποτέ την Κυριακή, η μουσική του Ζορμπά και το συρτάκι, εκείνος θα μάθει να χορεύει ζεϊμπέκικο. Δάσκαλός του ένας μεταπτυχιακός εκείνη την εποχή φοιτητής, άρτι αφιχθείς στο Μπέρκλεϊ από την Ελλάδα, ο Δημήτρης  Κουλουριάνος και χώρος ένα  κέντρο διασκέδασης του Σαν Φρανσίσκο, το Ελ Σιντ, σύμφωνα με την προσωπική μαρτυρία του τελευταίου. Είναι η χρονιά που θα έρθει για  δεύτερη φορά στην Ελλάδα,  και θα παραμείνει για ένα χρόνο. «Το 1959 επέστρεψα στην Ελλάδα. Μου είχαν δοθεί υποτροφίες από τα ιδρύματα  Γκούγκενχάιμ και Φουλμπράιτ  για να κάμω μια έρευνα πάνω στην Ελληνική οικονομία και ν’ αξιολογήσω τις προοπτικές της. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να παραμείνω μακριά από την πολιτική και ν’ αποφύγω κάθε εμπλοκή στα δίκτυα  της Ελληνικής πολιτικής ζωής.»[53]

                       Πόσο διαφορετική είναι τώρα η στάση του απέναντι στην πολιτική, φαίνεται καθαρά από το πιο πάνω απόσπασμα. Μιλάει για τα δίχτυα της πολιτικής, για την αρνητική επίδραση που μπορεί να έχει στη ζωή ενός ανθρώπου, κάτι που δηλώνει αποφασισμένος να αποκλείσει για τον εαυτό του.

Ένα μόλις χρόνο πριν η ΕΔΑ έχει καταφέρει να γίνει, στις εκλογές του Μαίου 1958, αξιωματική αντιπολίτευση. Οι ηττημένοι και καταδιωγμένοι του Εμφυλίου ξαναμπαίνουν στο πολιτικό παιχνίδι κι αυτό ανησυχεί τη Δεξιά. Είναι ένα γεγονός που απασχολεί επίσης  τον κεντρώο χώρο και τον πατέρα του, όμως η δική του εκτίμηση είναι «ότι  ακόμα υπήρχε πολύ νωπό το θέμα του εμφυλίου πολέμου».[54] Οι δικοί του δεσμοί με την ελληνική Αριστερά έχουν, βέβαια, οριστικά διακοπεί το μακρινό εκείνο ’38. Αντίθετα, αποζητάει να αποκαταστήσει τον προσωπικό δεσμό με τον πατέρα του και, φυσικά, ό,τι αυτός αντιπροσωπεύει πολιτικά στον κεντρώο χώρο.

«Ο κύριος όμως  λόγος της επιστροφής μου στην Ελλάδα ήταν καθαρά προσωπικός. Ήθελα να ξαναγνωρίσω τον πατέρα μου κι αυτή τη φορά κατά ώριμο τρόπο (...) Οι αναμνήσεις μου γι’ αυτόν ήσαν αναμνήσεις εφηβικής ηλικίας και οι σκέψεις μου διαγράφονταν μέσα στα όρια αυτού του πλαισίου…»[55]  Έτσι, μέσα στη ζεστασιά του οικείου περιβάλλοντος, η παλιά του ταυτότητα θα προβάλει και πάλι. «Αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα μπήκα στον κύκλο αυτό των φίλων του [πατέρα του] πολιτικών και προσωπικών. Σιγά – σιγά, τα προβλήματά του έγιναν και δικά μου. Παλιές γνωριμίες και φιλίες ξαναζωντάνεψαν  και δημιουργήθηκαν καινούργιες. Ξαναβρήκα τον παλιό μου εαυτό, κι αυτό μου έδωσε μεγάλη χαρά.» [56]  Η στάση απέναντι στον πατέρα του μεταβάλλεται. Πολύ σύντομα παρατηρεί στον Γεώργιο Παπανδρέου «το πνευματικό του βάθος, που μια ολόκληρη ζωή ενασχόλησης στην πολιτική δεν μπόρεσε να καταστρέψει.»[57] Η πολιτική που κρίνει ως καταστροφική για την πνευματική ζωή δεν είναι, λοιπόν, η ίδια με κείνη που είχε γνωρίσει και που του είχε γεννήσει έντονες διανοητικές ανησυχίες. Μιλάει πια εδώ για την παραδοσιακή πολιτική, την πολιτική της εξουσίας όπως την είχε ζήσει ο πατέρας του, αυτήν που απαιτεί  ψηφοθηρία και πελατειακές σχέσεις ή την «πολιτική του σαλονιού» και τους πολιτικούς  «εμπόρους ρουσφετιών», όπως τους αποκαλεί ο ίδιος.

                    Αρχίζει, όπως είναι φυσικό, να παρατηρεί τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στη χώρα. Χρόνια αργότερα, αναφερόμενος στις εντυπώσεις του από εκείνη την εποχή,  κάνει λόγο για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας,  για την Αθήνα που « έμοιαζε σαν ξένο σώμα μεταμοσχευμένο στο κορμί της ηπειρωτικής Ελλάδας. Οι αξίες της ήσαν επιφανειακά κοσμοπολιτικές, μια κάπως παραμορφωμένη άποψη των συμβόλων επιτυχίας του Δυτικού Κόσμου. Το αυτοκίνητο, το ψυγείο κι ένα μέτρο «ντόλτσε βίτα» σύνθεταν το αθηναϊκό όνειρο.»[58] Είναι μια ματιά επηρεασμένη από την κριτική των καταναλωτικών προτύπων, που έχει προηγηθεί στην Αμερική απ’ όπου εκείνος έρχεται. Μια αντικαταναλωτική ριζοσπαστική τοποθέτηση που χρησιμοποιούσε η  αντικομφορμιστική αμερικανική Αριστερά της εποχής.

                            Αυτά γράφονται δέκα περίπου χρόνια αργότερα, όμως απεικονίζουν τη ματιά του ’59. Αλλά η κριτική του κατευθύνεται και σε άλλα πεδία, όπως είναι λ.χ. οι καθηγητές που έχουν απηρχαιωμένες ιδέες, σε αντιδιαστολή με κείνους που έρχονταν όπως ο ίδιος από το εξωτερικό. Μάλιστα, η  ανάλυσή του στο σημείο αυτό είναι εκτεταμένη:  « Η πνευματική κοινότητα χωριζόταν σε τρεις τάξεις: τους αποκατεστημένους καθηγητές των Πανεπιστημίων. Τους νέους επιστήμονες που μόλις είχαν επιστρέψει από τις επιτυχείς σπουδές τους στο εξωτερικό και τους πολλούς ευφυέστατους, μορφωμένους νέους που είχαν χάσει κάθε ελπίδα να βρουν δουλειά αντάξια στη μόρφωσή τους. Από τους καθηγητές των Πανεπιστημίων, με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις, έλειπε η σύγχρονη εκπαίδευση, και, αδυνατώντας να ζήσουν με τον πενιχρό μισθό τους, είχαν επιβαρυνθεί με συμμετοχή σε ποικίλες επιτροπές και συμβούλια, επί μισθώ. Και όλες αυτές τις θέσεις τις όφειλαν σε φίλους που ήσαν στα πράγματα. Απόλυτα προσηλωμένοι στην εθιμοτυπία με απόλυτα απαρχαιωμένες ιδέες, αποτελούσαν μεγάλο αντιδραστικό παράγοντα στη ζωή της χώρας.» Η ανάλυση αυτή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι δείχνει πώς βλέπει ο Ανδρέας το στρώμα των επιστημόνων και, κατ’ επέκταση, των διανοουμένων εκείνης της εποχής και ποια είναι η κατάταξη που κάνει σε υποομάδες. Η πρώτη παραδοσιακή ομάδα των «αποκατεστημένων καθηγητών» αντιμετωπίζεται με κάποια έπαρση και κρίνεται αυστηρά, ως ανεπαρκής επιστημονικά, φτωχοπροδρομική, κρατικοδίαιτη και πελατειακή. 

                  Από την άλλη μεριά, «οι επιστρέφοντες νέοι επιστήμονες αποτελούσαν κτυπητή αντίθεση. Καλά εκπαιδευμένοι, αποφασισμένοι να παίξουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της χώρας, αυστηροί επικριτές του εκπαιδευτικού κατεστημένου, ανυπομονούσαν να χρησιμοποιήσουν τα ταλέντα τους δημιουργικά. Αλλά οι θέσεις σπάνιζαν και για να διορισθεί κανείς χρειαζόταν φίλους που κατείχαν ψηλά πόστα. Αυτό απαιτούσε συμβιβασμό με το πολιτικό κατεστημένο. Πολλοί απ’ αυτούς έκαμαν αυτό το συμβιβασμό έναντι διορισμού σε θέσεις με πολύ ικανοποιητική αμοιβή. Δείχνοντας μετά ακόμα μεγαλύτερη περιφρόνηση προς την άρχουσα τάξη, ένιωθαν ευχαρίστηση εκστομίζοντας τεχνοκρατικές ελληνικούρες και παίρνοντας στάση προκλητικά αλαζονική.» Στη δεύτερη αυτή ομάδα αναγνωρίζει τα επιστημονικά προσόντα, όχι όμως και το αντίστοιχο πολιτικό ήθος.

                Τέλος, «την τρίτη ομάδα αποτελούσαν οι άνθρωποι που γνώρισαν τον πόνο της Ελλάδας. Αυτοί που πολέμησαν στην κατοχή και μετά στον εμφύλιο πόλεμο. Αυτοί που είδαν τα όνειρά τους να πεθαίνουν. Που είχαν περιοριστεί σε μια άχαρη ύπαρξη, χωρίς περιφρόνηση, χωρίς αλαζονεία, χωρίς κυνισμό. Είχαν χάσει την ελπίδα αλλά όχι την ανθρωπιά τους, ούτε την αγάπη τους για την Ελλάδα.»[59] Αυτή η τελευταία ομάδα, χωρίς να εγκωμιάζεται για τα προσόντα ή τις ικανότητές της, κρίνεται ιδιαιτέρως θετικά για το ήθος και τη συνέπειά της, για την  πατριωτική και την ουμανιστική της προσήλωση. Είναι η ομάδα που, από τις τρεις, δείχνει να προτιμά ο Ανδρέας. Προσδιορίζεται κυρίως με ρευστά συναισθηματικά κριτήρια, με συμπάθεια. Είναι μάλλον αυτός ο πυρήνας ανθρώπων στους οποίους θα απευθυνθεί, όταν θα αποφασίσει μερικά χρόνια αργότερα να πολιτευθεί. Μια ομάδα χωρίς ακριβή κοινωνικό ή πολιτικό προσδιορισμό, αδικημένη, που όταν διαστέλλεται ίσως να είναι αυτή που αποτελεί, στη συνέχεια, το βασικό σημείο αναφοράς του, το «λαό» ή «το ομιχλώδες τοπίο των κοινωνικών αναφορών του Πασόκ».[60]

Το παραπάνω κείμενο του Ανδρέα απέχει πολύ από την προσωπική εξομολόγηση, παρά ταύτα δεν μπορεί κανείς να μην σκεφτεί σε ποια άραγε από αυτές τις ομάδες  κατέτασσε, υποσυνείδητα έστω, ο ίδιος τον εαυτό του.  Το πιθανότερο, βέβαια, είναι να διεκδικούσε, μέσα από τη μη κατάταξή του, τον ξεχωριστό  ρόλο του ηγέτη. Ωστόσο, θα διαπραγματευθεί σύντομα τη θέση που θα καταλάβει στο Κέντρο Οικονομικών Ερευνών και την Τράπεζα της Ελλάδος, θα δεχθεί τη μεσολάβηση του πατέρα του στον Κ. Καραμανλή, θα κάνει επομένως συμβιβασμό, όπως καταμαρτυρεί στους άλλους. Επίσης θα περιφρονήσει την άρχουσα τάξη και θα πάρει στο μέλλον στάση προκλητικά αλαζονική απέναντί της. 

πίσω | κεφάλαια | κορυφή

design by netsupport.gr