Μυρσίνη Ζορμπά
Πολιτισμική πολιτική: ένα κρίσιμο ζητούμενο
Ο εκδημοκρατισμός της δημόσιας κουλτούρας, ο Ανδρέας, η Μελίνα και οι διανοούμενοι
Ο ΧΡΟΝΟΣ προδημοσιεύει ένα απόσπασμα από τη μελέτη της Μυρσίνης Ζορμπά Πολιτική του Πολιτισμού. Ευρώπη και Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα (εκδ. Πατάκη). Η αλλαγή παραδείγματος στη δημόσια πολιτισμική πολιτική είναι ένα κρίση-μο ζητούμενο στη σημερινή ελληνική και διεθνή συγκυρία, γι’ αυτό και με αφορμή τούτη την έκδοση διοργανώνεται τη Δευτέρα 17 Μαρτίου στο Θέατρο Εξαρχείων (Θεμιστοκλέους 69) μια ανοιχτή συζήτηση με θέμα «Ποια πολιτική για τον πολιτισμό στην Ελλάδα της κρίσης; Πού ήμασταν και πού πάμε;».
Από τους ελάχιστους ερευνητές στα ζητήματα της πολιτισμικής πολιτικής, ψυχή και πρώτη διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (1994-1999), πρώην ευρωβουλευτίνα (2000-04), η Μυρσίνη Ζορμπά συνεργάστηκε με τρεις υπουργούς Πολιτισμού, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τον Παύλο Γερουλάνο, για θέματα πολιτισμικής πολιτικής και πολιτιστικής διαχείρισης, και αγωνίστηκε για να δοθεί πρωταγωνιστικός ρόλος στη σύγχρονη κουλτούρα. Αυτό παραμένει ταμπού και ζητούμενο, αλλά σήμερα τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά. Διότι, όπως γράφει, «η κουλτούρα πρωταγωνιστεί στις αλλαγές» και επείγει η γενναία επαναξιολόγηση του πολιτισμικού κεφαλαίου της χώρας. Ήδη κάτω από το τραπέζι αναδιαρθρώνεται το πολιτιστικό τοπίο, ενώ ακυρώνεται το κοινωνικό κράτος. Οι ελίτ αναδιατάσσονται, οι πολιτισμικές ιεραρχίες γεννούν κοινωνικές ιεραρχίες, και πλέον απειλείται η πολιτιστική βιοποικιλότητα και εντέλει η πολιτισμική δημοκρατία.
Στο πολύ γλαφυρό τρίτο μέρος του βιβλίου της, η Μυρσίνη Ζορμπά με προσέγγιση ιστορική, κοινωνιολογική και πολιτική κάνει μια επισκόπηση των πολιτικών του πολιτισμού που ακολουθήθηκαν στην Ελλάδα από τη μεταπολίτευση κι έπειτα, δίνοντας πολλά παραδείγματα και λέγοντας τα πράγματα με το όνομά τους.
Έτσι, σχολιάζει το «Αμφισβητήστε μας!» του Ανδρέα Παπανδρέου προς την αφρόκρεμα των ανθρώπων του πολιτισμού το 1984, και την πολιτισμική πολιτική της περιόδου 1981-89 που παρέμεινε «δέσμια μιας καθυστερημένης δημοσιοϋπαλληλικής γραφειοκρατίας, συντεχνιακών και τοπικών συμφερόντων και πελατειακών σχέσεων». Επίσης την απόπειρα εκσυγχρονισμού της πολιτιστικής πολιτικής από τον Θάνο Μικρούτσικο το 1993-96, η οποία ηττήθηκε από την κυρίαρχη στην κοινωνία «συντηρητική αντιμεταρρυθμιστική λογική». Επισημαίνει τον «συνδυασμό μεγαλοϊδεατισμού και παραδοσιακής κεντρώας διαχείρισης συμβιβασμών» του Ευάγγελου Βενιζέλου το 1996-2004, ο οποίος καθήλωσε την πολιτιστική πολιτική στα «έργα διατήρησης και συντήρησης της ελληνικής αρχαιότητας», εγκλώβισε την πολιτιστική πολιτική στην «παρωχημένη σύνδεση του εθνικού κύρους με την αρχαία κληρονομιά». Στέκεται στο «χάος και τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιτελών» του Κώστα Καραμανλή (2004-20), καθώς και στον πολιτικό αμοραλισμό του Γιώργου Βουλγαράκη που προσπάθησε να εντυπωσιάσει με την καταπολέμηση της αρχαιοκαπηλίας (2006-07) αλλά μπλέχτηκε στο σκάνδαλο του Βατοπεδίου. Καταλήγει στη συγχώνευση του Υπουργείου Πολιτισμού με το Υπουργείο Τουρισμού από τον Γιώργο Παπανδρέου και στην κατάργησή του και την επανασυγκρότησή του από τον Αντώνη Σαμαρά…
Και τέλος, στην αποτίμησή της, η Ζορμπά τονίζει το γεγονός ότι την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα «παραγνωρίστηκε εντελώς η κοινωνική πλευρά του πολιτισμού».
Ο ΧΡΟΝΟΣ επέλεξε να προδημοσιεύσει ένα απόσπασμα σχετικό με την πολιτισμική πολιτική κατά την πρώτη δεκαετία της «Αλλαγής», διότι τότε γίνεται φανερό ότι η πολιτική του πολιτισμού είναι άρρηκτα δεμένη με όλες τις άλλες δημόσιες πολιτικές. Επίσης ότι το φωτισμένο πολιτικό όραμα δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά αν δεν αποτυπώνεται σε ανάλογους θεσμούς και σε ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα πολιτιστικής διαχείρισης που αγκαλιάζει τη δημόσια κουλτούρα
(επιμέλεια Μικέλα Χαρτουλάρη)
Γράφει λοιπόν η Μυρσίνη Ζορμπά (σελ. 312 κ.ε.)
(…) Στη Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, το πρώτο εμβληματικό κείμενο του ΠΑΣΟΚ κατά τη Μεταπολίτευση (1974), οι αναφορές στα θέματα του πολιτισμού ήταν περιορισμένες. Η πολιτιστική παράμετρος σήμαινε γενικώς «την αξιοποίηση των εθνικών λαϊκών παραδόσεων και τη συμμετοχή ολόκληρου του λαού στην πολιτιστική εξέλιξη». Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε επιλέξει ο ίδιος για τον εαυτό του τον ρόλο της άμεσης επικοινωνίας του ηγέτη με τις μάζες. Στο σχήμα αυτό δεν χωρούσε η μεσολάβηση μιας ομάδας διανοουμένων και πολιτιστικών διοργανωτών που θα επεξεργάζονταν ένα πολιτιστικό πρόγραμμα για λογαριασμό της πολιτικής ηγεσίας. Γι’ αυτό και οι διανοούμενοι του κινήματος θα βρίσκονταν σύντομα εκτός κόμματος, μετά από συνοπτικές διαδικασίες. Η ομάδα της Δημοκρατικής Άμυνας, η «βασικότερη συσπείρωση διανοουμένων που είχε παραγάγει ο χώρος της κεντροαριστεράς», κατηγορήθηκε για ελιτισμό, διανοουμενισμό και σοσιαλδημοκρατική απόκλιση (Βούλγαρης 2001: 85).
Ανάλογη θα ήταν η τύχη και νεότερων στελεχών της φοιτητικής παράταξης (ΠΑΣΠ) που είχαν θελήσει να εκφράσουν ιδεολογικές ανησυχίες. Πιθανόν ήταν, όμως, οι μόνοι που θα μπορούσαν να διατυπώσουν μια σύγχρονη αντίληψη για την πολιτική του πολιτισμού μέσα στο νέο περιβάλλον. Προκειμένου να δικαιολογήσει τις κομματικές εκκαθαρίσεις, ο Ανδρέας Παπανδρέου δήλωνε ότι λαός και «φωτισμένη πρωτοπορία» ήταν αντίπαλοι, παραπέμποντας στη μοναδική σχέση ηγέτη-λαού, την οποία επεφύλασσε στον εαυτό του. Το 1976, σε ομιλία του σε επιστήμονες και καλλιτέχνες με τίτλο Το ΠΑΣΟΚ δένει την επιστημονική και καλλιτεχνική δημιουργία με την καθημερινή πολιτική πράξη, ο Ανδρέας αναζητούσε «τα θεμέλια μιας νέας λειτουργίας του επιστήμονα και του καλλιτέχνη που στηρίζεται στην ανοιχτή αναγνώριση της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στην επιστημονική έρευνα και καλλιτεχνική δημιουργία και την καθημερινή πολιτική πράξη». Ήταν ένας προβληματισμός που θα διατυπωνόταν και άλλες φορές στο μέλλον, σύμφωνα με τον οποίο οι διανοούμενοι όφειλαν να λειτουργούν πολιτικά όχι μέσα από κάποιο ιδιαίτερο ρόλο τους αλλά σαν πολιτικοποιημένα άτομα, σαν απλοί πολίτες. Ζητούσε δηλαδή από αυτούς μια συμμετοχή στράτευσης, μια συμμετοχή χωρίς ταυτότητα και ιδιαίτερο ρόλο.
Ο ίδιος όριζε τον εαυτό του ιδεολογικά ως σοσιαλιστή. «Πιστεύω όμως απόλυτα πως ο σοσιαλισμός είναι εφικτός στην περίοδο που ζούμε μόνο σ’ εθνικά πλαίσια. Κι ότι ο μεγάλος αγώνας είναι αυτή την ώρα για την εθνική ανεξαρτησία. Χωρίς αυτό τίποτε άλλο δεν μπορούμε να ’χουμε. Πρέπει να αντλήσουμε από τις εθνικές μας πηγές» (Η Καθημερινή, 17.6.1976).
Ήταν ένας σοσιαλιστής που, όπως ο ίδιος δήλωνε, δεν ήταν σοσιαλδημοκράτης, δεν ήταν κομμουνιστής, δεν ήταν δογματικός μαρξιστής, δεν ήταν λενινιστής, δεν ήταν τροτσκιστής, όπως κάποτε στο παρελθόν. Ένας σοσιαλιστής εντέλει χωρίς ιστορικότητα, που δεν ένιωθε συνάφεια με κάποιο από τα ιστορικά ρεύματα του σοσιαλισμού αλλά επεφύλασσε στον εαυτό του το προνόμιο της επινόησης του δικού του σοσιαλισμού.(…)
Το 1981 ο πολιτικός στόχος τον οποίο συνόψιζε η «Αλλαγή» έφερνε μαζί με τη νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση ένα δυνατό κύμα κοινωνικού και πολιτισμικού μετασχηματισμού. Το εθνικό συναρμόστηκε για πρώτη φορά με τον εκδημοκρατισμό, το λαϊκό αποθεώθηκε, τα ανερχόμενα μικροαστικά στρώματα βρήκαν τον τρόπο να εκφράσουν το συγκινησιακό τους φορτίο που, χωρίς προαπαιτούμενα, με ελαστικούς κανόνες και όρια, κυριάρχησε. Νομιμοποίηση όλων των παραπάνω πρόσφερε το πρόσωπο του Α. Παπανδρέου, που συνδύαζε τις περγαμηνές του ακαδημαϊκού δασκάλου, του φιλολαϊκού ηγέτη, του πολιτικού της εθνικής συμφιλίωσης.
Ως πρωθυπουργός ο Α. Παπανδρέου δεν άλλαξε την προσωπική πολιτιστική στάση που είχε ως τότε. Συνέχισε, όπως και πριν, να δείχνει αδιάφορος και ασυγκίνητος απέναντι στην υψηλή κουλτούρα και τις τέχνες, απευθυνόταν άμεσα στον λαό, έδειχνε προσιτός, καθώς περιστοιχιζόταν από νέα πρόσωπα κάθε ηλικίας και κατά τεκμήριο της διπλανής πόρτας, δήλωνε την αντιπάθειά του στους «κουλτουριάρηδες», δεν σύχναζε στο Ηρώδειο, αντιθέτως πήγαινε στα μπουζούκια. Ο πολιτικός του μύθος, που αναφερόταν σε έναν υβριδικό αριστερό ριζοσπαστισμό, θα συμπληρωνόταν με την κουλτούρα του λαϊκού ηγέτη ο οποίος οδήγησε στα όριά του τον καθωσπρεπισμό και την επικρατούσα ηθική με τις επιλογές της προσωπικής του ζωής λίγα χρόνια αργότερα. Εγκαινιαζόταν μια δεκαετία κατά την οποία τα αγωνιώδη ερωτήματα που σχετίζονταν με τις πολιτισμικές ταυτότητες κάτω από τις νέες συνθήκες ραγδαίου κοινωνικού μετασχηματισμού ζητούσαν επιμόνως απαντήσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες ο Παπανδρέου επέλεξε τη Μελίνα Μερκούρη ως το πρόσωπο που θα διατύπωνε και θα εκπροσωπούσε την πρόταση του ΠΑΣΟΚ για το τι σημαίνει Ελληνικός Πολιτισμός.
Η Μελίνα Μερκούρη αποτέλεσε για τις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου την εμβληματική περσόνα του ελληνικού πολιτισμού μέσα και έξω από τη χώρα. Υπουργός από την πρώτη κυβέρνηση του ’81, παρέμεινε ακλόνητη στη θέση της σε δεκαέξι ανασχηματισμούς, εκπροσωπώντας θεσμικά την επίσημη πολιτιστική πολιτική της χώρας. Ήταν η υπουργός που προσωποποίησε την αλλαγή και τον εκδημοκρατισμό της δημόσιας κουλτούρας με τη στάση, τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά της. Με λάμψη και επιρροή, προσέλκυσε τα φώτα της δημοσιότητας και έφερε το υπουργείο Πολιτισμού στο προσκήνιο της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Εξέφραζε ως πρόσωπο τις δημοκρατικές παραμέτρους της κουλτούρας, δημιουργώντας γέφυρες με την αριστερή διανόηση, προωθώντας την εξωστρέφεια, καλλιεργώντας τις σχέσεις με την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια τέχνη, ενώ προβληματιζόταν για την προσέλκυση και τη διεύρυνση του κοινού. Ήταν επίσης το πρόσωπο που πρόσφερε χώρο στα λαϊκά απωθημένα τα οποία επί δεκαετίες αναγκάζονταν να αναζητούν έμμεσους τρόπους για να εκφραστούν.
Η επινόηση της παράδοσης
(…) Μολονότι τη σφραγίδα του πολιτισμού καθ’ όλη τη διάρκεια του ’80 κρατούσε στα χέρια της η Μελίνα, αξίζει μια ιδιαίτερη ματιά στον Ανδρέα Παπανδρέου, εκείνον που με τις αποφάσεις και την προσωπική του στάση είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο ευρύτερο κάδρο της δημόσιας κουλτούρας της χώρας αυτά τα χρόνια. Η δύναμη του συμβολικού τού ήταν οικεία και την ασκούσε, με κάθε ευκαιρία, σε όλη την πολιτική διαδρομή του. Οι λόγοι του είχαν ως σημείο αναφοράς το συλλογικό φαντασιακό, και αναλάμβανε όχι απλώς να εκφράσει αλλά και να οργανώσει τις επιθυμίες του ακροατηρίου του στην κατασκευή οραμάτων. Ο αγώνας κατά του κατεστημένου υπήρξε μια τέτοια οργάνωση επιθυμιών, η οποία συνδεόταν στενά με την πολιτική στρατηγική των κοινωνικών συμμαχιών που ο ίδιος επιδίωκε.
Ο Ανδρέας εποίκισε την αναδυόμενη κουλτούρα των μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων της κοινωνίας, που είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της στη δεκαετία του ’60. Τότε η επιρροή της Αριστεράς, κυρίως με τα τραγούδια του Θεοδωράκη αλλά και τις πορείες ειρήνης, τις λέσχες της νεολαίας Λαμπράκη και τους εκπολιτιστικούς συλλόγους, ήταν πολύ ισχυρή. Αργότερα, μετά τη δικτατορία, με το έθνος και την κοινωνία ως ενιαία συμβολική κοινότητα που είχε τη δύναμη να σφυρηλατεί μια αίσθηση ταυτότητας και πίστης, ανέτρεψε το παράδειγμα της εθνικόφρονος Δεξιάς αλλά και της ηρωικής Αριστεράς, διευρύνοντας τα όρια του δικού του αφηγήματος στην πορεία του προς την εξουσία. Δοκίμασε όχι μόνο νέα στοιχεία, αλλά και νέους συνδυαστικούς κανόνες, ωσότου το έθνος και η κοινωνία ταυτιστούν σε μια πολιτισμική αναπαράσταση, που χωρούσε μέσα «όλο τον λαό». Αξιοποίησε κάθε μέσο, μετέτρεπε συχνά μια κοινωνική ή πολιτιστική σταθερά σε συναισθηματική ρευστότητα, δεν δίσταζε να εγκαταλείψει το σενάριο για να περάσει στον πιο ακραίο αυτοσχεδιασμό, επιτύγχανε επικές λαϊκές αναπαραστάσεις. Μάγευε το κοινό του, το αιχμαλώτιζε, μετέτρεπε την πολιτική σχέση σε συγκινησιακή και συμμετοχική. Αλλά κι ο ίδιος άλλαζε, ρευστοποιούνταν. Η παρατήρηση ενός από τους πρώτους συνεργάτες του περιγράφει, κατά κάποιον τρόπο, αυτή τη ρευστότητα: «το πλήθος –ο λαός–, όταν βρισκόταν μέσα σ’ αυτό, του δημιουργούσε άλλη, εκτός ηρεμίας κατάσταση, όπως διαφορετική κατάσταση του δημιουργούσε και το “μπαλκόνι”» (Μίρκος 2002). Ήταν η παράσταση, αλλά με τον ίδιο σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή, έτοιμο να αποσυρθεί την κατάλληλη στιγμή ώστε να μην πέσει θύμα της σκηνοθεσίας του.
Ο Ανδρέας δεν αντιμετώπισε ποτέ τον πολιτισμό με την παραδοσιακή προσέγγιση, δηλαδή μέσα από τις τέχνες, αλλά με ενός τύπου ανθρωπολογική προσέγγιση. Κατάφερε, με τον τρόπο αυτό, να εκφράσει τη ρευστότητα της ελληνικής κοινωνίας στη δεκαετία του ’80, σε συνδυασμό με την απελευθέρωση από τον κοινωνικό ντετερμινισμό και από μια σειρά κοινωνικών περιορισμών.
Πρότεινε μια δική του επινόηση της παράδοσης, που επεκτεινόταν και πέρα από την πολιτική ιστορία στην καθημερινή ζωή, που απενοχοποιούσε και νομιμοποιούσε όσα εκείνος υποδεχόταν ως λαϊκά στοιχεία. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εντάξουμε τις μεγάλες μαζικές συγκεντρώσεις, τόσο τις προεκλογικές όσο και εκείνες που λειτούργησαν ως παραστάσεις συναίνεσης ή μνήμης, όπως π.χ. οι λαϊκές συνελεύσεις, το Κιλελέρ ή η Παναγία Σουμελά. Στο ίδιο πλαίσιο μπορούν να ενταχθούν τα πράσινα και γαλάζια καφενεία, ως σκηνικά καθημερινών πολιτικών παραστάσεων και ρόλων, καθώς και μια σειρά από φαινόμενα, ορισμένα από τα οποία πήραν διαστάσεις επιδημίας, κυρίως στους κόλπους των ανερχόμενων μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, όπως ο αντιαμερικανισμός, ο αντιδυτικισμός, ο αντιευρωπαϊσμός, ο αντιδιανοουμενισμός, ο τριτοκοσμισμός, οι «πρασινοφρουροί», ο αυριανισμός, για να αναφέρουμε τα πιο χαρακτηριστικά. Αλλά από το 1989 και μετά «η αφήγησή του στο τραπέζι, εκεί δηλαδή που λέμε όλοι μας τις προσωπικές μας ιστορίες, ξεκινάει και τελειώνει με τον “χαμένο παράδεισο”, απ’ τον οποίο έφυγε μια για πάντα: στα χρόνια του σαν καθηγητής και πρύτανης στην Καλιφόρνια, στο μυθικό πια Μπέρκλεϊ και πιο πίσω…» (Παπανδρέου 2003: 116).
Ανανέωση της δημόσιας σφαίρας και δημόσια κουλτούρα
(…) Όσο και αν το κλίμα που επικράτησε μετά τη Μεταπολίτευση ήταν συγκριτικά πολύ πιο φιλελεύθερο σε σχέση ό,τι είχε προηγηθεί, ωστόσο κυρίως η Αλλαγή του ’81 ήταν αυτή που έφερε τον πρωτόγνωρο αέρα ανανέωσης της δημόσιας σφαίρας, ο οποίος διέλυσε σταδιακά εντελώς τον φόβο των πολιτών απέναντι στους κρατικούς μηχανισμούς. Η κατάργηση της διάκρισης «σε πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας», σύμφωνα με την ιδεολογική τους τοποθέτηση ή τη συνδικαλιστική δραστηριότητα, σήμαινε ακριβώς αυτό τον πολιτισμικό εκδημοκρατισμό. Συνέπεια αυτού ήταν η αναδιοργάνωση της πολιτισμικής ταυτότητας εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών σε ολόκληρη τη χώρα.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε στο ξεκίνημά της αξιόπιστο εγγυητή των πολιτισμικών ελευθεριών και της ισοτιμίας όλων των πολιτών. Ομάδες του πληθυσμού που βρίσκονταν επί δεκαετίες αποκλεισμένες από τη δημόσια ζωή εξαιτίας της ιδεολογίας, της γλώσσας, της εθνοτικής καταγωγής, της σεξουαλικής προτίμησης μπορούσαν πλέον να συμμετέχουν χωρίς αποκλεισμούς. τα πολιτικά μέτρα της σοσιαλιστικής κυβέρνησης είχαν ιδιαίτερα θετικές πολιτισμικές επιπτώσεις. Μεταξύ αυτών ήταν η κατάργηση της νομοθεσίας των έκτακτων μέτρων, η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, η κατάργηση των γιορτών μίσους, η επιστροφή των προσφύγων από τις ανατολικές χώρες, η απόδοση σύνταξης στους αντιστασιακούς, η καταστροφή των φακέλων. Οι αποφάσεις αυτές έβγαλαν τη δημόσια κουλτούρα της χώρας από την γκρίζα ζώνη και ανανέωσαν τον πολιτισμικό ιστό της ελληνικής κοινωνίας, τροφοδοτώντας τον με τη δημόσια παρουσία των αποκλεισμένων, με τον δικό τους λόγο και έκφραση, με το δικό τους αφήγημα. Παρά τις επιμέρους επιφυλάξεις που μπορούν να διατυπωθούν για τη μελλοντική εξέλιξη στην οποία οδηγήθηκαν τα πράγματα, στις αρχές της δεκαετίας ο πολιτισμικός καμβάς της χώρας πύκνωνε, καλύπτοντας κενά δεκαετιών, και λειτουργούσε πιο περιεκτικά, ισότιμα, δίκαια. Σημαντικές πολιτισμικές επιπτώσεις είχαν επίσης οι αλλαγές που αφορούσαν τη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία. Η υπογραφή και η κύρωση διεθνών συμβάσεων για την εξάλειψη των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών και την προστασία της μητρότητας, η αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου και η εφαρμογή της ισότητας στις εργασιακές σχέσεις, η απόδοση σύνταξης στις αγρότισσες, η καθιέρωση του πολιτικού γάμου, η αποποινικοποίηση της μοιχείας, η νομιμοποίηση των αμβλώσεων επηρέασαν βαθιά την ελληνική κοινωνία, ανατρέποντας στερεότυπα και αναχρονισμούς δεκαετιών. Το 1982 ιδρύθηκε το Συμβούλιο ισότητας των Δύο Φύλων ενώ είχε προηγηθεί η θεσμοθέτηση συμβούλου του πρωθυπουργού για το γυναικείο ζήτημα. Η γυναικεία ταυτότητα έπαψε να έχει ως αποκλειστικές εγγραφές το συζυγικό καθήκον και τη μητρότητα και εμπλουτίστηκε με νέα στοιχεία που προέρχονταν από τον κόσμο της εργασίας, τις ιδέες του γυναικείου και του φεμινιστικού κινήματος, τη σεξουαλική απελευθέρωση (Ρεπούση 2003). Επίσης σημαντικές ήταν οι ρυθμίσεις και οι νέοι θεσμοί που αφορούσαν την εκπαίδευση, τους εργαζόμενους, τους νέους, ο νόμος-πλαίσιο για την Ανώτατη Εκπαίδευση, ο θεσμός της Λαϊκής Επιμόρφωσης, η ίδρυση και τα προγράμματα του υφυπουργείου Νέας Γενιάς, η καθιέρωση του δικαιώματος ψήφου στα 18 έτη, η θέσπιση συνοικιακών συμβουλίων, η καθιέρωση του πενθημέρου και των 40 ωρών εργασίας. Όλα αυτά όχι μόνο ενίσχυσαν την κοινωνική κινητικότητα, τη συμμετοχή και τη δημιουργική έκφραση ευρύτερων ομάδων του πληθυσμού αλλά διαμόρφωσαν επίσης ανανεωμένα φυτώρια λαϊκής κουλτούρας στην πόλη και στην ύπαιθρο. Επέτρεψαν την ανάληψη πρωτοβουλιών, τη δημιουργία νέων συλλογικοτήτων και την αξιοποίηση πολιτιστικών πόρων σε τοπικό επίπεδο. Επιπλέον, όλα αυτά διαμόρφωσαν μια νέα πολιτισμική γραμματική. Οι μεταβολές επηρέασαν τις ατομικές και συλλογικές ταυτότητες, ενώ συνεισέφεραν μια πρώτη δόση κοινωνικού εκσυγχρονισμού. Απεγκλωβίζοντας μεγάλες ομάδες του πληθυσμού από την ταπείνωση και την απομόνωση του παρελθόντος, ενίσχυσαν την ελευθερία επικοινωνίας, έκφρασης, συμμετοχής. Η πλήρης εξάλειψη των μετεμφυλιακών διακρίσεων απέδωσε σε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες τα κοινωνικά δικαιώματά τους και είχε ως αποτέλεσμα την πολιτισμική επανενοποίηση της χώρας, που παρέμενε ακόμη ως τότε διχασμένη από υπολειμματικά μετεμφυλιακά στοιχεία. Αν όλα τα παραπάνω δικαιούνται να περιληφθούν στις σημαντικές αλλαγές που συντελέστηκαν, θα πρέπει, ωστόσο, να παρατηρήσουμε ότι ένας σκληρός πολιτισμικός πυρήνας, αυτός της σχέσης κράτους-εκκλησίας, παρέμεινε ανέγγιχτος. Ο χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας, παρότι εξαγγέλθηκε επανειλημμένως, απέτυχε να γίνει πραγματικότητα. Αυτό το ζήτημα, κάθε φορά που ανακινούνταν, φαινόταν να θέτει σε δοκιμασία τα όρια του πολιτικού συστήματος και της ελληνικής κοινωνίας. Ήταν ένα πολιτισμικό ταμπού που δεν ξεπεράστηκε ούτε στα κατοπινά χρόνια.
Αιχμάλωτη πολιτισμική πολιτική
(…) Κρίνοντας συνολικά την πολιτισμική πολιτική της χώρας αυτή την οκταετία διαπιστώνουμε ότι, παρά τις αδέξιες προσπάθειες εκδημοκρατισμού, τις πολιτικές πρωτοβουλίες και την κινητικότητα, αυτή παρέμεινε αιχμάλωτη ευκαιριακών στόχων και μεγαλοστομίας, χωρίς να πετύχει μια σταθερή πορεία, να μετατραπεί σε δημόσια πολιτική με σχέδιο, να βρει ριζοσπαστικές παρεμβάσεις και διάλογο με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Δέσμια μιας καθυστερημένης δημοσιοϋπαλληλικής γραφειοκρατίας, συντεχνιακών και τοπικών συμφερόντων, πελατειακών σχέσεων, ελάχιστα παρεμβατική στην κουλτούρα της καθημερινής ζωής και στην αναζωογόνηση των πόλεων, ελάχιστα τολμηρή και δημιουργική απέναντι στην αρχαία ελληνική κληρονομιά, η πολιτιστική πολιτική απέτυχε να διατυπώσει μια σύγχρονη ατζέντα, να οδηγήσει σε δυναμικές συμπράξεις με την εκπαίδευση ή τις οικονομικές και περιφερειακές πολιτικές που βρίσκονταν σε ανάπτυξη, να διαμορφώσει εντέλει ένα σύγχρονο σχέδιο για το πολιτιστικό παρόν της χώρας και τους πολίτες της.
Η εικόνα της χώρας παρέμεινε καθηλωμένη στο ένδοξο παρελθόν των προγόνων, διατηρώντας ατροφικούς και αναξιοποίητους τους σύγχρονους πολιτισμικούς και πολιτιστικούς πόρους της χώρας.
ΧΡΟΝΟΣ 11 (03.2014) |